Απέναντι στο στρατηγικό βάθος του νεοθωμανισμού, το συλλογικό υποκείμενο του Ελληνισμού οφείλει να προσδιορίσει τη δική του θέση στην ιστορία, διακηρύσσοντας ένα αντίστοιχο αυτοπροσδιοριστικό αφήγημα προς τη διεθνή κοινότητα.
Στο παρελθόν, το κοινό αφήγημα του Ελληνισμού υπήρξε η Μεγάλη Ιδέα η οποία συνάντησε την έξαρση, αλλά και το τέλος της 100 χρόνια πριν. Έκτοτε, ο Ελληνισμός αναζητεί συλλογικά οράματα εκτός της εθνικής του αυτοσυνειδησίας, με πολιτισμικά δάνεια από τα τρέχοντα κάθε εποχή διεθνή πολιτικά ρεύματα.
Όπως στην κλασική εποχή η εξ ανατολών απειλή επιτάχυνε τη διαδικασία εμπέδωσης της εθνικής συνείδησης, έτσι και σήμερα οι νεοθωμανικές διακηρύξεις επιταχύνουν τη στροφή προς την εθνική αυτοσυνειδησία πολιτικών δυνάμεων που μέχρι πρόσφατα οραματίζονταν την πορεία της χώρας χωρίς εθνικό αφήγημα, δεμένη στο άρμα εισαγόμενων οραμάτων.
Αναγκαστικά, επομένως -χάρη στην τουρκική προκλητικότητα-, η στροφή προς την εθνική αυτοσυνειδησία που έχει ήδη επιταχυνθεί στην ελληνική κοινωνία θα προκαλέσει ζυμώσεις τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Επομένως, θα γίνει πιο έντονη η ανάγκη έκφρασης του ρεύματος αυτού, που μέχρι στιγμής μοιάζει περισσότερο με διάχυτους στην κοινωνία «ιστούς σκέψης και πολιτικής στάσης», που ακόμη δεν έχουν συγκροτηθεί οργανικά σε κάποιον φορέα και οι οποίοι προέρχονται από την αποσύνθεση προηγούμενων ιδεολογικο - κοινωνικών δομών.
Συν τοις άλλοις, η πορεία αυτών των ζυμώσεων θα εξαρτηθεί και από το κεντρικό αφήγημα που θα επικρατήσει στην κοινωνία για την προσδοκώμενη αναγέννησή της.
Αυτό ακριβώς θα είναι και η ιδεολογική απάντηση στον νεοθωμανικό επεκτατισμό του στρατηγικού βάθους. Μια απάντηση που θα προέρχεται από την πολιτική έκφραση μιας ελληνικότητας, που επιδιώκει με αυτοπεποίθηση να διακηρύξει την αδιάκοπη διαχρονική παρουσία στην Ιστορία. Από πού όμως μπορεί να αντληθεί ένα τέτοιο αφήγημα; Η απάντηση προκύπτει από τις ίδιες τις περιστάσεις: Αν η ίδια η διαχρονικότητα του Ελληνισμού γίνει το κύριο γεωστρατηγικό διπλωματικό όπλο του.
Ο Ελληνισμός, απέναντι στις ταξιαρχίες δολοφόνων της Τουρκίας, μπορεί ν’ αντιτάξει τις ταξιαρχίες της μνήμης που μπορούν να διαπεράσουν πολιτισμικά όλη σχεδόν την οικουμένη, όχι για να την καθυποτάξουν, αλλά για να γεννήσουν εκ του μηδενός ή ν’ ανασυστήσουν εξατομικευμένες σχέσεις εμπειρίας και μνήμης· αναφερόμαστε σε λαούς και χώρες που είχαν ή έχουν ιστορικές σχέσεις με τον Ελληνισμό.
Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να μην κολακευθεί, αν βρεθεί να έχει έστω και κάποια μακρινή αλλά πραγματική σχέση με τον Διαχρονικό Ελληνικό Πολιτισμό. Εντούτοις, προϋπόθεση αυτού είναι ν’ αντιληφθεί ο σύγχρονος Έλληνας ότι είναι ένας απλός κρίκος σε μια ενιαία πολιτισμική αλυσίδα χιλιετιών, αναλαμβάνοντας το βάρος μιας αντίστοιχης πολιτισμικής κληρονομιάς, που έχει διαπεράσει όχι μόνο τον πολιτισμό των άμεσα γειτόνων μας, αλλά μπορεί να εντοπιστεί η επίδρασή της και σε απροσδόκητα μακρινά μέρη, όπως η Ινδία ή η Λατινική Αμερική.
H πραγματική δύναμη του Ελληνισμού δεν βρίσκεται στις υλικές, αλλά στις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του, που γοητεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη και οι οποίες -χωρίς να χρειαστεί ν’ ασκήσουν καμία πίεση- έλκουν ανθρώπους να συνταχθούν με το φως που βλέπουν σε αυτόν. Υπάρχει μια διαπερατότητα στον διαχρονικό και ενιαίο πολιτισμό των Ελλήνων -παρά τις αντιφάσεις και τις επιμέρους αδυναμίες του- η οποία έχει τη δύναμη να εμπνέει ακόμη και στην εποχή του διαδικτύου και της τεχνητής νοημοσύνης.
Άνετα θα μπορούσε ο Ελληνισμός ν’ αξιοποιήσει την πολιτισμική διαπερατότητά του, προκειμένου να δομήσει εξατομικευμένες διπλωματικές προσεγγίσεις, στηριγμένες πάνω στην κοινή πολιτισμική ανάμνηση και εμπειρία.
Θα φέρω ως παράδειγμα τον αραβικό κόσμο, με τον οποίο εκ πρώτης όψεως δεν έχουμε κάποια ισχυρά κοινά πολιτισμικά στοιχεία αναφοράς, πέραν μιας αμοιβαίας συμπάθειας που ανάγεται σε ιστορικούς λόγους. Ωστόσο, μια δεύτερη ανάγνωση δείχνει ότι υπάρχει περιθώριο για μια στρατηγική πολιτισμικής διαπερατότητας, ακόμη και εκεί, αν π.χ. προβληθεί το έργο των Αράβων ελληνιστών μεταφραστών, οι οποίοι διέσωσαν και διέδωσαν τα κλασικά κείμενα στον μεσαιωνικό δυτικό κόσμο. Αν μάλιστα τονιστεί αυτή η κοινή πολιτισμική εμπειρία και ανάμνηση, παράλληλα με την προσπάθεια αναβίωσης των σχετικών σπουδών, τότε η προοπτική της πολιτισμικής διαπερατότητας του διαχρονικού Ελληνισμού μπορεί να πάρει σάρκα και οστά, εγγυώμενη μια ευρύτερη πολιτισμική ανάπτυξη και ευημερία στην περιοχή.
Αντίστοιχες προσπάθειες μπορούν να γίνουν και σε άλλες περιοχές, όπου ο Ελληνισμός, με την ευεργετική παρουσία εκπροσώπων του, άφησε ανάμνηση με θετικό πρόσημο σε όλο τον κόσμο, από τις σλαβικές χώρες μέχρι την Αφρική.
Μια στρατηγική αξιοποίηση της πολιτισμικής διαπερατότητας του διαχρονικού Ελληνισμού είναι το ζητούμενο. Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ αναγνωριστεί η διαχρονία του Ελληνισμού από την πολιτική του ηγεσία και να μη χαρίζεται στην ακροδεξιά ρητορική ως εθνικιστικό παραλήρημα ή ως προγονοπληξία. Η αξιοποίηση του παρελθόντος είναι το μέλλον.