Η εποχή μας, αν κάτι τη χαρακτηρίζει ειδικά για τους ανθρώπους των νεότερων γενεών, αυτό δε θα ήταν ίσως τίποτα άλλο από το πέρασμα της επανάστασης του διαδικτύου στην επανάσταση των κοινωνικών δικτύων και της άμεσης, αλλά δυστυχώς αποκλειστικά ηλεκτρονικής, επαφής κι επικοινωνίας.
Δε θα ήταν υπερβολή αν ισχυριστεί κανείς πως στις μέρες μας βιώνουμε μια περίοδο «κοινωνικής μοναξιάς» κατά την οποία συμβαίνουν δυο πολύ παράδοξα γεγονότα, από τη μια ο άνθρωπος νιώθοντας την ανάγκη να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του και να κοινοποιήσει τις δραστηριότητές του, αναρτά με πολύ μεγάλη ευκολία στις διάφορες διαθέσιμες πλατφόρμες στο διαδίκτυο κάθε τι που τον αφορά περιμένοντας την αντίδραση των «φίλων» του κι από την άλλη δεν έχει μέσα του την ανάγκη να έρθει σε δια ζώσης και διαδραστική επαφή με τους «φίλους» αυτούς. Τη λέξη «φίλος» την έχουμε θέσει εντός των εισαγωγικών, διότι είναι έντονα αμφισβητήσιμο το αν τελικώς οι ηλεκτρονικοί φίλοι είναι και πραγματικοί φίλοι, τουλάχιστον με την έννοια που έχει δοθεί από φιλοσόφους, κοινωνιολόγους και μελετητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Από το αριστοτελικό «φίλος είναι μια ψυχή σε δυο σώματα» και το επικούρειο «φίλος είναι ένας άλλος εαυτός» μέχρι το «είμαι ηλεκτρονικός φίλος και ζω σε άλλη πόλη/νομό/χώρα/ήπειρο αλλά επειδή τυγχάνει να έχουμε κοινό ένα φίλο, ο οποίος πάλι μπορεί να είναι ηλεκτρονικός φίλος κάποιου τρίτου που ζει σε άλλη πόλη/νομό/χώρα/ήπειρο κ.ο.κ. κι έτσι έτυχε να γνωριστούμε διαδικτυακά, είμαι φίλος και δικός σου κι ας μην έχουμε ανταλλάξει ποτέ ούτε μια καλημέρα», υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη απόσταση!
Σκοπός όμως της συλλογιστικής και των σκέψεών μας δεν είναι βεβαίως να αναλύσουμε αυτό το φαινόμενο, αλλά να τονίσουμε το γεγονός πως η μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, αν και πια είναι «κοινωνική», δεν παύει να βαραίνει την ύπαρξη και την ψυχή του. Η μοναξιά είναι κυριολεκτικά πνιγηρή και η διέξοδος δε φαίνεται να υπάρχει κάπου στον ορατό κι άμεσα προσβάσιμο ορίζοντα. Όμως, αν κανείς κοιτάξει προσεκτικά και διερευνήσει τις συνήθειες του σήμερα, θα διαπιστώσει πως έχει αρχίσει κι αναπτύσσεται μια ροπή προς την (αδέξια μάλλον) τέχνη -δύσκολα βεβαίως θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει ‘τάση’ με σαφή όρια και ξεκάθαρα χαρακτηριστικά. Παρατηρούμε πως άνθρωποι που ακόμα και οι ίδιοι δηλώνουν πως δεν έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες, χρησιμοποιούν την ευκολία της τεχνολογίας για να δημιουργήσουν… ομορφιά!
Δεν είναι λίγες οι φωτογραφίες από τα κινητά τηλέφωνα που δημοσιοποιούνται στο διαδίκτυο και μάλιστα κάποιες από αυτές είναι εξαιρετικού κάλλους -στο σημείο αυτό σημειώνουμε πως υπάρχουν σε εξέλιξη καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί με εικόνες από κινητά στους οποίους έχουμε δει πραγματικά εξαιρετικές συμμετοχές. Δεν είναι λίγες οι απόπειρες συγγραφής λογοτεχνικών κειμένων , κάτι το οποίο στο δικτυακό τόπο τοβιβλίο.net βιώνουμε σε καθημερινή βάση, έστω κι αν αυτές είναι σε εμβρυικό και πρωτογενές στάδιο και χρήζουν αρκετών βελτιώσεων. Δεν είναι λίγες πια ούτε αμελητέες για να περάσουν απαρατήρητες οι προσπάθειες επικοινωνίας του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων με οποιοδήποτε διαθέσιμο τεχνολογικό μέσο που επιτρέπει την άμεση κι ευρεία κοινοποίησή του. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό στις μέρες μας σε τόσο μεγάλο εύρος και με τόσο μεγάλη αποδοχή;
Η απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε έχει βεβαίως δυο μέρη. Η ψυχική ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί δια της Τέχνης, που είναι πολύ παλιά κι ανάγεται στον πρωτόγονο πρόγονό μας που ζωγράφιζε στα τοιχώματα των σπηλαίων, δεν έχει πάψει να υπάρχει. Η ανάγκη για καλαισθησία, για δημιουργία, για καλλιέπεια, για την ανάδειξη του μέτρου και της αρμονίας είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική στις δύσκολες κι εξόχως απαιτητικές μέρες του σήμερα, θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει πως είναι συνάμα ευλογία όταν γίνεται πραγματικότητα αλλά και μαρτύριο όταν εγκλωβίζεται και δεν μπορεί να εξωτερικευτεί.
Από την άλλη μεριά, η αποδοχή αυτής της «ενστικτώδους» και «στιγμιαίας» παραγωγής τέχνης από τον απλό, καθημερινό άνθρωπο, ο οποίος βεβαίως δεν έχει καλλιεργήσει ούτε μελετήσει βαθύτερα την ίδια την Τέχνη, παρατηρούμε πως γίνεται ευρέως αποδεκτή από τους συνανθρώπους του ή -για να γίνουμε ίσως περισσότερο ακριβείς – από τον κύκλο των γνωριμιών του, αν και δεν είναι απίθανο να υπάρξουν περιπτώσεις που οι καλλιτεχνικές αυτές δημιουργίες να αναγνωριστούν ευρέως ως αληθινά έργα τέχνης. Είναι αυτονόητο πως οι δημιουργίες αυτές βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στο αισθητικό του κριτήριο και όχι σε κάποιας μορφής Παιδεία ή ανάλογη εκπαίδευση, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται, ειδικά ως προς το ποιοτικό κριτήριο.
Στο σημείο αυτό μπορεί κάποιος εύλογα να προτάξει το επιχείρημα πως θα πρέπει και ο αποδέκτης της Τέχνης, ο ακροατής, ο θεατής, ο αναγνώστης κλπ., να έχει κι ο ίδιος την κατάλληλη Παιδεία ώστε να την αφομοιώσει και βεβαίως να εκτιμήσει την αξία της. Ένα απαίδευτο κοινό ίσως είναι πολύ εύκολο να μπορέσει να αποδεχτεί κάτι που τελικώς να μην έχει καμιά αξία. Όμως, αν μπορούσαμε να βάλουμε στη συλλογιστική μας ένα αντεπιχείρημα κι αναλύοντας την τέχνη στα συστατικά από τα οποία αυτή συντίθεται, ήτοι δηλαδή τις ψυχικές εσωτερικές διεργασίες που προκαλώντας αισθήματα οδηγούν στη δημιουργία μη καθημερινών κι εξεζητημένων πραγμάτων, υλικών ή άυλων αλλά και δράσεων, θα διαπιστώσουμε πως ενδεχομένως ακόμα και η «άγαρμπη» προσπάθεια έκφρασης ίσως τελικά να είναι και η ίδια μια μορφή τέχνης στην οποία αξίζει να στρέψουμε την προσοχή μας και να ξεδιαλέξουμε ό,τι πραγματικά είναι αξιόλογο.
Η «κοινωνική μοναξιά» μπορεί να γίνει αυτό που κανείς δεν είχε φανταστεί στην προ των κοινωνικών δικτύων εποχή, η αφορμή για ένα νέο καλλιτεχνικό και δημιουργικό ρεύμα, το οποίο αν και «ερασιτεχνικό» ή στοιχειωδώς υπεραπλουστευμένο, αρκεί να αφήσει το στίγμα του και να εκφράσει την εποχή του. Δε θα αποτελούσε έκπληξη για όλους εμάς σήμερα μια ενδεχόμενη αναφορά -με κολακευτικούς ίσως όρους- από τους ιστορικούς του μέλλοντος σε όλη αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να εξωτερικεύσει τον ψυχικό του κόσμο κάνοντας ευρεία χρήση της τεχνολογίας. Το «γρήγορο», το «αδούλευτο» ακόμα και το «επιφανειακό» του σήμερα, μπορεί να γίνει το αντικείμενο θαυμασμού αύριο. Κι αν όλο αυτό ακούγεται απλοϊκό ή υπεραισιόδοξο κι ουτοπικό, ας αναρωτηθούμε τούτο: Τι θέλει πραγματικά η ψυχή του ανθρώπου για να γαληνέψει μέσα στην απέραντη μοναξιά της; Σίγουρα όχι να αφήνει τον καιρό να περνάει και φιμωμένη να απέχει από κάθε μορφής δημιουργία, έστω και για απλή, προσωπική χρήση!