Η τεχνητή νοημοσύνη και η σκληρή πραγματικότητα ενώνει την Ευρώπη;

Η ΕΕ εκτός από την ανάπτυξη της στρατιωτικής ισχύος πρέπει να συνδυάσει και την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης ώστε να καλύψει το σημερινό κενό που επισημαίνει η έκθεση Ντράγκι.
denizbayram via Getty Images

Γράφει ο Γιώργος Ατσαλάκης, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης

Ο κόσμος βρίσκεται σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών και αναδιατάξεων στην παγκόσμια σκηνή.

Η Ρωσία, που παραδοσιακά θεωρούνταν σημαντική στρατιωτική δύναμη, φαίνεται να έχει χάσει την ικανότητά της να διαμορφώνει αποτελεσματικά τις εξελίξεις.

Η Κίνα, αν και διαθέτει τεράστιο οικονομικό δυναμικό, έρχεται αντιμέτωπη με στρατηγικά αδιέξοδα και εσωτερικές πιέσεις που δυσχεραίνουν την εξωστρεφή της πολιτική.

Η Ευρώπη, παρά την αρχική αισιοδοξία περί ενότητας, αποδεικνύεται κατακερματισμένη και αδύναμη, καθώς οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών-μελών καθιστούν δύσκολη τη χάραξη μιας πραγματικά κοινής στρατηγικής.

Την ίδια στιγμή, η Μέση Ανατολή διατηρεί τον ρόλο της ως τη μεγαλύτερη γεωπολιτική αβεβαιότητα, με συνεχείς εντάσεις και απρόβλεπτες ανατροπές.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, διατηρώντας την παγκόσμια ηγεμονία τους, επανεξετάζουν τον τρόπο άσκησης της ισχύος τους. Δεν αποσύρονται, αλλά αλλάζουν στρατηγική, αναζητώντας μια ισορροπία μεταξύ παρεμβατισμού και έμμεσης επιρροής σε κρίσιμα ζητήματα.

Το ερώτημα δεν αφορά πλέον το κατά πόσο καταρρέει η παλιά διεθνής τάξη πραγμάτων, αλλά ποιο κράτος διαθέτει τα μέσα – οικονομικά, στρατιωτικά, τεχνολογικά και κοινωνικά – για να συγκροτήσει και να επιβάλει τη νέα τάξη που αναδύεται.

“Στη σημερινή συγκυρία, εάν η ΕΕ  θα ισορροπήσει αποτελεσματικά ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη, τη στρατιωτική ικανότητα και την εθνική συνοχή θα είναι αυτή που θα συμβάλει στη διαμορφώσει τη νέας παγκόσμιας τάξης.”

2+1 καθοριστικοί παράγοντες για την ΕΕ

Η ισχύς στηρίζεται σε δύο κεντρικούς πυλώνες: την οικονομική και τη στρατιωτική δύναμη.

Ωστόσο, υπάρχει και ένας τρίτος παράγοντας που αποδεικνύεται καθοριστικός: η συνοχή του έθνους.

Μπορεί άραγε η Ευρώπη να έχει και τους 3 παράγοντες; Συνήθως η υπάρξη απειλής ενώνει τα κράτη.

Χωρίς εσωτερική ενότητα και σταθερότητα, ακόμη και ένας πλούσιος ή οπλισμένος μέχρι τα δόντια κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να διαρκέσει στον χρόνο. Η τεχνολογική επανάσταση επηρεάζει πλέον καίρια όλα τα πεδία και κυρίως η τεχνητή νοημοσύνη: από τις εξελίξεις στη βιομηχανία και την ψηφιακή οικονομία μέχρι την υβριδική ή κυβερνο-στρατηγική.

Στη σημερινή συγκυρία, εάν η ΕΕ θα ισορροπήσει αποτελεσματικά ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη, τη στρατιωτική ικανότητα και την εθνική συνοχή θα είναι αυτή που θα συμβάλει στη διαμορφώσει τη νέας παγκόσμια τάξης.

Η Ευρώπη έχει δύναμη αλλά...

Η Ευρώπη παράγει περισσότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε χάλυβα, οχήματα, πλοία και πολιτικά αεροσκάφη, γεγονός που φανερώνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει σημαντική βιομηχανική και χρηματοοικονομική ισχύ. Η ικανότητα αυτή μπορεί να της επιτρέψει να στηρίξει ουσιαστικά την Ουκρανία, αλλά και να επανεξοπλίσει τις δικές της ένοπλες δυνάμεις, περιορίζοντας έτσι την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή ενδεχόμενης αποστασιοποίησης των Αμερικανών από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Ταυτόχρονα, όμως, η ΕΕ χρειάζεται να επενδύσει πιο δυναμικά στον τομέα της άμυνας και να θωρακίσει την παραγωγική της βάση απέναντι στις επιθετικές εμπορικές τακτικές της Κίνας και τους δασμούς που επιβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η βιομηχανία της ΕΕ κατά μέσο όρο αντιπροσωπεύει το 16,4% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ, ενώ στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 11%. Παράλληλα, ο βιομηχανικός τομέας της ΕΕ απασχολεί περίπου 30 εκατομμύρια ανθρώπους, υπερδιπλάσιος αριθμός από τα 13 εκατομμύρια εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία της βιομηχανικής παραγωγής για την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και τη δυνατότητα αξιοποίησής της σε επίπεδο άμυνας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γερμανία, της οποίας οι βιομηχανικές αλυσίδες εφοδιασμού μπορούν, εν πολλοίς, να διπλασιαστούν ως αλυσίδες εφοδιασμού στον τομέα της αμυντικής παραγωγής.

ΕΕ και αμυντική βιομηχανία

Ωστόσο, όμως, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία εμφανίζεται αποδυναμωμένη εξαιτίας του κατακερματισμού και της εξειδικευμένης παραγωγής, καθώς και της μακροχρόνιας υποεπένδυσης στην άμυνα. Με άλλα λόγια, τα κράτη της ΕΕ δεν έχουν διασφαλίσει τις προϋποθέσεις για μαζική, τυποποιημένη παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού, ενώ οι επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης παραμένουν αποσπασματικές.

Η ΕΕ θα πρέπει να προχωρήσει σε ένα ενιαίο, τυποποιημένο πλαίσιο στρατιωτικής παραγωγής, που θα μπορεί να παραχθεί μαζικά, ώστε να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών. Εξίσου σημαντικό βήμα είναι η παροχή σταθερών και μακροχρόνιων συμβάσεων από τις κυβερνήσεις, έτσι ώστε οι βιομηχανίες να αποκτήσουν την αναγκαία ασφάλεια και το οικονομικό υπόβαθρο για να επεκτείνουν την παραγωγική τους ικανότητα.

Σε έναν κόσμο όπου οι γεωπολιτικές συνθήκες μεταβάλλονται ταχύτατα, η ικανότητα της ΕΕ να ανταποκριθεί στις αμυντικές προκλήσεις και να στηρίξει συμμαχικές χώρες όπως η Ουκρανία συνδέεται στενά με τη διατήρηση και ενίσχυση της βιομηχανικής της βάσης. Εφόσον οι Ευρωπαίοι επιλέξουν να εστιάσουν στρατηγικά στη βιομηχανία, να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τις εμπορικές προκλήσεις και να υιοθετήσουν ένα κοινό όραμα για την αμυντική τους αυτάρκεια, θα μπορέσουν να αναδειχθούν σε έναν ισχυρό και αυτόνομο πόλο στα διεθνή ζητήματα.

“Ενώ οι μετοχές των αμερικανικών αμυντικών εταιρειών έχουν μειωθεί από την εποχή που ανέλαβε ο Τραμπ, οι μετοχές των ευρωπαϊκών αμυντικών εταιρειών έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 30% κατά μέσο όρο, καθώς οι επενδυτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη θα δαπανά πολύ περισσότερα για την άμυνα – αλλά ότι θα τα ξοδεύει εσωτερικά, αν είναι δυνατόν.”

Ο Γερμανικός Παράγοντας

Η Γερμανία προσπαθεί να αναπτύξει ένα πρόγραμμα 500 δισ. στους εξοπλισμούς. Αυτό δεν περνάει απαρατήρητο από τις αγορές και για αυτό βλέπουμε την απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου να αυξηθεί κατά 2,8% πρόσφατα και ο δείκτης Dax αυξήθηκε κατά 3,4% καθώς τα κεφάλαια εγκαταλείπουν το 10ετές ομόλογο και επενδύονται σε μετοχές και κυρίως μετοχές στον αμυντικό τομέα. Οι ευρωπαϊκές μετοχές άμυνας αυξήθηκαν ενώ οι αμερικανικές μετοχές άμυνας έπεσαν. Επίσης το ευρώ ενισχύθηκε έναντι του δολαρίου. Από την αρχή του έτους ο δείκτης Eurostoxx έχει αυξηθεί πάνω από 11%, ενώ ο S&P 500 έχει μειωθεί σχεδόν κατά 2% παρά την εκλογή του Τραμπ.

Η Γερμανία προσπαθεί να περάσει το σκόπελο του φράγματος του χρέους πριν αναλάβει η νέα διοίκηση πράγμα το οποίο σημαίνει ότι επιτέλους, θα εγκαταλείψει τη δημοσιονομική αυστηρότητα που ξέραμε τις τελευταίας δεκαετίας. Βλέπει ότι αυτός είναι μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που προέρχεται από την αποδυνάμωση των σχέσεων ασφάλειας των ΗΠΑ με την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τις απειλές για τους δασμούς κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Γερμανία έχει περιθώριο να δανεισθεί αυξάνοντας το δημόσιο χρέος καθώς έχει πολύ χαμηλό ποσοστό δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ της Γερμανίας θα παραμείνει στο 60% περίπου μέχρι το 2030 αρκετά ευνοϊκό σε σχέση με το 115% της Γαλλίας και το 122% των ΗΠΑ.

Όταν μια χώρα χρειάζεται επενδύσεις – και τις αποκτά – είναι θετικό για την ανάπτυξη. Για χρόνια, η Γερμανία ήταν επικριτική απέναντι σε κάθε προσπάθεια να διευκολυνθούν οι κυβερνήσεις της Ευρώπης να ξοδεύουν χρήματα, λόγω του φόβου ότι θα φορτώσουν τη ζώνη του ευρώ με χρέη και θα θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του ευρώ.

Οι απειλές και το σχέδιο

Οι επαναλαμβανόμενες απειλές του προέδρου των ΗΠΑ για δασμούς στις εισαγωγές από την ΕΕ, μαζί με την επίπληξη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ στους Ευρωπαίους ηγέτες τον περασμένο μήνα στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου – ακολουθούμενη από την καταστροφική συνάντηση με τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι – η οποία κατέληξε σε μια δημόσια αντιπαράθεση – πυροδότησαν αυτήν την τεράστια στροφή στην πολιτική της Γερμανίας – και γενικότερα στην ευρωπαϊκή πολιτική.

Τα ευρωπαϊκά έθνη πρέπει να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες. Η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία, όταν συνδυαστούν, ήδη ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα από ό,τι η Ρωσία, αλλά απαιτείται μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που αντιτίθενται στην ρωσική επιθετικότητα.

Οι συνομιλίες για αύξηση των δαπανών στη Γερμανία ήρθαν τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις αρχές Μαρτίου ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης που θα επιτρέπει στα κράτη μέλη να χρηματοδοτούν την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορεί να δανείζεται έναντι του προϋπολογισμού της ΕΕ και στη συνέχεια να δανείζει τα κράτη μέλη με χαμηλά επιτόκια. Αυτό θα απαιτήσει ομόφωνη υποστήριξη από τα κράτη μέλη της ΕΕ – κάτι που ενδέχεται να είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Η άρση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ για τις αμυντικές επενδύσεις θα επιτρέψει στις χώρες να δαπανήσουν 650 δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνα τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ή περίπου το 1,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο.

Ενώ οι μετοχές των αμερικανικών αμυντικών εταιρειών έχουν μειωθεί από την εποχή που ανέλαβε ο Τραμπ, οι μετοχές των ευρωπαϊκών αμυντικών εταιρειών έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 30% κατά μέσο όρο, καθώς οι επενδυτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη θα δαπανά πολύ περισσότερα για την άμυνα – αλλά ότι θα τα ξοδεύει εσωτερικά, αν είναι δυνατόν.

Ενώ παραδοσιακά πολλές ευρωπαϊκές δαπάνες για την άμυνα αφορούσαν αμερικανικά όπλα, οι επενδυτές τώρα αναμένουν να τις δουν να ξοδεύονται περισσότερο εγχώρια, καθώς όταν ξένες κυβερνήσεις αγοράζουν όπλα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λόγο στο πώς χρησιμοποιούνται αυτά τα όπλα. Με τις ΗΠΑ να συμμαχούν περισσότερο με τη Ρωσία, οι Ευρωπαίοι αγοραστές τώρα εξετάζουν τον κίνδυνο του να μην μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τα αμερικανικά όπλα σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει είναι προς ποια κατεύθυνση θα είναι εξοπλισμοί, θα αφορούν παραδοσιακούς εξοπλισμούς ή σύγχρονους εξοπλισμούς με ενσωματωμένη τεχνητή νοημοσύνη και άλλες αναδυόμενες έξυπνες τεχνολογίες;

“το κράτος ή η συμμαχία που θα πρωταγωνιστήσει στην ανάπτυξη και ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στις ένοπλες δυνάμεις του, θα κατέχει σοβαρό πλεονέκτημα.”

Τεχνητή Νοημοσύνη και στρατιωτικός τομέας

Η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) διαμορφώνει με ταχύ βήμα μια νέα εποχή, όπου οι επιπτώσεις και οι εφαρμογές της επεκτείνονται σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ωστόσο, ίσως η πιο κρίσιμη —και παράλληλα δυνητικά απειλητική— χρήση της αφορά το στρατιωτικό τομέα. Όπως συνέβη σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους, όταν τεχνολογίες όπως η ατμομηχανή, η αεροπορία ή η πυρηνική ενέργεια μετέβαλαν ριζικά την έννοια του πολέμου, έτσι και η επόμενη γενιά της τεχνητής νοημοσύνης αναμένεται να μεταμορφώσει το πεδίο της μάχης.

Η ταχύτατη ανάπτυξη στους αλγόριθμους μηχανικής μάθησης και στα αναβαθμισμένα υπολογιστικά συστήματα ανοίγει τον δρόμο για έναν σχεδόν αμέτρητο αριθμό στρατιωτικών εφαρμογών. Ενδεικτικά, τα συντονισμένα σμήνη drones μπορούν να εκτελούν ταυτόχρονες αποστολές με ακρίβεια, επιτυγχάνοντας συλλογικές αποφάσεις και ανακατανομή των στόχων σε πραγματικό χρόνο. Αυτή η μορφή αυτοματοποιημένης στρατηγικής μπορεί να διεξάγει χτυπήματα μεγάλης κλίμακας, ελαχιστοποιώντας τις ανθρώπινες απώλειες από την πλευρά των επιτιθέμενων.

Επιπλέον, τα αυτοματοποιημένα συστήματα στρατηγικής πεδίου μάχης και η δυνατότητα διακοπής της επικοινωνίας του αντιπάλου βελτιώνουν θεαματικά τις επιχειρήσεις. Μέσω της τεχνητής νοημοσύνης, η επιτήρηση και η αναγνώριση γίνονται πιο αποτελεσματικές, παρέχοντας ακριβή δεδομένα σε διοικητές και συστήματα λήψης αποφάσεων. Συγχρόνως, αναπτύσσονται συστήματα πρώιμης προειδοποίησης και αποφυγής, για να θωρακίσουν κρίσιμες εγκαταστάσεις από πυραυλικές ή αεροπορικές επιθέσεις και να προστατεύσουν στρατεύματα και πολεμικό εξοπλισμό.

“Η ταχύτητα και η έκταση των καινοτομιών επιβεβαιώνουν ότι οι χώρες που θα επενδύσουν στην έρευνα, την ανάπτυξη και την εφαρμογή της ΤΝ στην άμυνα, όχι απλώς θα έχουν προβάδισμα, αλλά θα διαμορφώσουν και τους κανόνες της νέας εποχής ασφάλειας.”

Η επιρροή της τεχνητής νοημοσύνης δεν σταματά στα φυσικά πεδία• επεκτείνεται και στην κυβερνοασφάλεια. Όλο και πιο εξελιγμένες κυβερνοεπιθέσεις μπορούν να διαταράξουν δίκτυα, κρίσιμες υποδομές (όπως δίκτυα ενέργειας και ύδρευσης) και στρατιωτικές επικοινωνίες, επιφέροντας χτυπήματα καταλυτικά σε πολεμικές ικανότητες και εθνική ασφάλεια. Παράλληλα, εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για ανίχνευση αόρατων αντικειμένων—π.χ. αεροσκαφών χαμηλής παρατηρησιμότητας (stealth)— προσφέρουν αξιοσημείωτο πλεονέκτημα σε αναδυόμενες συνθήκες απειλής.

Όλα αυτά υποδεικνύουν μια αδιάλειπτη κούρσα ισχύος και τεχνολογίας, όπου το κράτος ή η συμμαχία που θα πρωταγωνιστήσει στην ανάπτυξη και ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στις ένοπλες δυνάμεις του, θα κατέχει σοβαρό πλεονέκτημα.

Συνολικά, όπως οι προηγούμενες βιομηχανικές και τεχνολογικές επαναστάσεις μετέβαλαν αμετάκλητα τον χαρακτήρα των πολεμικών συγκρούσεων, έτσι και η επερχόμενη γενιά τεχνητής νοημοσύνης θα καθορίσει το μέλλον των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η ταχύτητα και η έκταση των καινοτομιών επιβεβαιώνουν ότι οι χώρες που θα επενδύσουν στην έρευνα, την ανάπτυξη και την εφαρμογή της ΤΝ στην άμυνα, όχι απλώς θα έχουν προβάδισμα, αλλά θα διαμορφώσουν και τους κανόνες της νέας εποχής ασφάλειας.

Αυτά πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη από την ΕΕ ώστε εκτός από την ανάπτυξη της στρατιωτικής ισχύος να συνδυάσει και την ανάπτυξη της ΤΝ ώστε να καλύψει το σημερινό κενό που επισημαίνει και η έκθεση Ντράγκι.

Δημοφιλή