Δύο βρετανικά ντοκιμαντέρ, τα οποία κάνουν πρεμιέρα στην 80ή επέτειο από την απελευθέρωση του Άουσβιτς (27 Ιανουαρίου 1945), το γεγονός που βρίσκεται στο επίκεντρο των φετινών εκδηλώσεων της Διεθνούς Ημέρας Μνήμης Θυμάτων Ολοκαυτώματος, επιχειρούν να φωτίσουν άγνωστες πτυχές της ιστορίας στο στρατόπεδο του θανάτου.
Και οι δύο ταινίες διερευνούν τον ρόλο της μουσικής και τις τουλάχιστον έξι ορχήστρες -κατά άλλες μαρτυρίες, διπλάσιες- που δημιουργήθηκαν στο Άουσβιτς, την κόλαση όπου περισσότεροι από 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Μεταξύ άλλων, καταγράφεται η διαταγή προς τους μουσικούς να παίζουν εμβατήρια την ώρα που οι συγκρατούμενοι τους πήγαιναν στα καταναγκαστικά έργα νωρίς το πρωί αλλά και όταν επέστρεφαν, όπως και μουσική για την ψυχαγωγία των Ναζί αξιωματικών.
«Η τελευταία μουσικός του Άουσβιτς»
Η ταινία του BBC «The Last Musician of Auschwitz», σε σκηνοθεσία Toby Trackman, που κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου, αφηγείται την ιστορία της τσελίστριας Anita Lasker-Wallfisch, «η οποία στα 99 της χρόνια είναι η μοναδική επιζήσασα μέλος της Ορχήστρας Γυναικών στο Άουσβιτς».
Η 90λεπτη ταινία περιλαμβάνει μαρτυρίες και άλλων κρατουμένων του Άουσβιτς που έπαιζαν και συνέθεταν μουσική στο στρατόπεδο, δίνοντας μία απάντηση στο ερώτημα, «τι σήμαινε η μουσική στο χειρότερο μέρος της Γης».
Στην ταινία παρουσιάζονται νέες εκτελέσεις μουσικών έργων που γράφτηκαν από κρατούμενους και «κινηματογραφήθηκαν στη σκιά του Άουσβιτς σήμερα», σύμφωνα με το BBC.
Η Lasker-Wallfisch θυμάται πώς εντάχθηκε στην ορχήστρα, μιλά για τον φόβο της να παίξει μια λάθος νότα, αλλά και για το γεγονός ότι έπαιρνε λίγο περισσότερο φαγητό από τους άλλους κρατούμενους.
Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει επίσης, μια εκτέλεση του «Träumerei (Dreams)» από τo έργο Σκηνές από την παιδική ηλικία του Ρόμπερτ Σούμαν, «το οποίο ο διαβόητος γιατρός του στρατοπέδου Γιόζεφ Μένγκελε ζητούσε από την Ανίτα να παίζει γι′ αυτόν». Στην ταινία, το έργο ερμηνεύει ο γιος της, επίσης τσελίστας, Raphael Wallfisch».
“«Δεν είμαι Εβραίος, δεν είμαι Πολωνός, δεν είμαι Ρομά, δεν είμαι απόγονος θύματος του Άουσβιτς. Αλλά είμαι άνθρωπος. Και αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να αποτρέψω την επιστροφή του κακού, θα το κάνω....»”
Αποκαλύπτεται ακόμη, η χειρόγραφη παρτιτούρα ενός έργου με τίτλο «Lullaby» (Νανούρισμα) που διασώθηκε, το οποίο συνέθεσε ο Πολωνός πολιτικός κρατούμενος Adam Kopyciński, μαέστρος της πρώτης ορχήστρας στο Άουσβιτς.
Στην ταινία παρουσιάζεται μαζί με ένα παρόμοιο τραγούδι, το «Υπάρχει ένα μεγάλο σπίτι στο Άουσβιτς», το οποίο ερμηνεύει η μουσικολόγος Petra Gelbart, η οποία έχει καταγωγή από τους Ρομά. Το τραγούδι εικάζεται ότι τραγουδήθηκε για πρώτη φορά στο στρατόπεδο και διασώθηκε μέσω της οικογένειάς της.
«Δεν γνώριζα ότι υπήρχε μουσική στο Άουσβιτς»
«Δεν γνώριζα ότι υπήρχε μουσική στο Άουσβιτς -στην πραγματικότητα, σε κανένα από τα στρατόπεδα», δήλωσε ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Toby Trackman στο THR. «Και όταν το μαθαίνεις για πρώτη φορά, υπάρχει σίγουρα μια γνωστική αντίφαση σε αυτό».
Ήταν «μια μεγάλη προσωπική απόφαση να βουτήξω, να ανοίξω αυτό το κουτί, να μπω μέσα και να δω πραγματικά τι υπήρχε εκεί», προσθέτει. «Είχα επίσης επίγνωση ότι υπάρχει ήδη ένα τεράστιο έργο, με ταινίες σχετικά με το Ολοκαύτωμα, και ήμουν απολύτως αποφασισμένος από την αρχή ότι αν επρόκειτο να ασχοληθώ με αυτό, θα το προσέγγιζα με διαφορετικό τρόπο και θα έκανα κάτι που θα παρουσίαζε την ιστορία από άλλη οπτική».
Η επιλογή της μουσικής έγινε με γνώμονα «ότι κάθε μουσικό κομμάτι θα μπορούσε να μας βοηθήσει να αφηγηθούμε ένα μέρος της ευρύτερης ιστορίας. Έτσι, αναζητούσαμε μουσική που να μιλάει για συναισθηματικά θέματα τα οποία θα μπορούσαμε πραγματικά να εξερευνήσουμε», εξήγησε ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας ότι η παραγωγή ήταν πολύ τυχερή που συνεργάστηκε με το Άουσβιτς και το μουσείο του. «Είχαμε το απίστευτο προνόμιο να μας επιτραπεί να παίξουμε τα μουσικά κομμάτια μέσα στο στρατόπεδο», τόνισε.
Οι προπολεμικοί φακοί και η Γερμανίδα Εβραία
Δεν είναι μόνο τα μουσικά κομμάτια που παρουσιάζονται στο ντοκιμαντέρ, αλλά και οι φακοί της κάμερας που χρησιμοποιήθηκαν για τα γυρίσματα, που επίσης συνδέονται με την αποτρόπαια ιστορία του Άουσβιτς.
«Είχαμε πρόσβαση σε ένα σετ γερμανικών προπολεμικών φακών που ήταν σε διαδικασία επαναταξινόμησης [...] στο πλαίσιο της οποίας, προέκυψε μετά από έρευνα σχετικά με την προέλευση τους, ότι είχαν κατασκευαστεί από μια Γερμανίδα Εβραία που ήταν σε κατ′ οίκον περιορισμό στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος», όπως εξήγησε ο Trackman στο THR. «Στη συνέχεια, με τραγικό τρόπο, στάλθηκε στο Άουσβιτς το 1943 και δολοφονήθηκε. […] Υπάρχει μάλιστα, μια επιστολή από την εταιρεία προς τη ναζιστική οικονομική υπηρεσία που απαιτεί, από τη στιγμή που η γυναίκα ήταν στο Άουσβιτς, οι φακοί να επιστραφούν στην εταιρεία».
Οι φακοί είναι «πολύ ασυνήθιστοι, φωτογραφικά μιλώντας. Είναι αρκετά μαλακοί και ήπιοι», επισημαίνει ο Trackman. «Δεν είναι απαραίτητα η επιλογή που θα σκεφτόταν κανείς σε πρώτο επίπεδο για μια ταινία σχετικά με το Άουσβιτς. Αλλά το να μπαίνουμε σε αυτούς τους χώρους με ερμηνευτές που έχουν συγγένεια με επιζώντες και να ηχογραφούμε μουσική γραμμένη από κρατούμενους με έναν φακό που κατασκευάστηκε από κάποιον άνθρωπο ο οποίος πέθανε ακριβώς πίσω από τον φράχτη, ήταν απίστευτα δυνατό. Δεν ήθελα να υπάρχει καμία επιτήδευση».
«Η χαμένη μουσική του Άουσβιτς»
Το έτερο ντοκιμαντέρ με τίτλο «The Lost Music of Auschwitz» (Η χαμένη μουσική του Άουσβιτς) σε σκηνοθεσία Tom Cook, που προβλήθηκε στις 20 Ιανουαρίου στο Λονδίνο και είναι διαθέσιμο από το Sky Arts και την υπηρεσία streaming του Sky Now, καταγράφει την οκταετή έρευνα του Βρετανού συνθέτη και μουσικού Leo Geyer να αναλύσει και σε ορισμένες περιπτώσεις να αποδώσει αποσπάσματα άγνωστων μουσικών κομματιών που συνέθεσαν κρατούμενοι στο Άουσβιτς, τα χειρόγραφα των οποίων βρίσκονται στο αρχείο του στρατοπέδου.
Επισημαίνοντας ότι «πολλά από τα χειρόγραφα που άφησαν πίσω τους είναι πολύ ξεθωριασμένα για να διαβαστούν και άλλα κατεστραμμένα», η 90λεπτη ταινία ακολουθεί τον Geyer «σε αυτό το μουσικό ταξίδι καθώς ανακαλύπτει πώς οι μουσικοί αντιδρούσαν με απαγορευμένες μελωδίες, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται δυνατές συνεντεύξεις με μερικούς από τους τελευταίους επιζώντες και ερμηνείες από την ορχήστρα του [Geyer]».
«Μετά από πολλά χρόνια έρευνας, χαίρομαι που μπορώ να μοιραστώ αυτή τη μουσική με το κοινό για να τιμήσω τα 80 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς. Το Ολοκαύτωμα δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί. Μέσα από αυτή τη μουσική, ελπίζω να ενώσω όλους μαζί για να θυμηθούμε όχι μόνο εκείνους των οποίων οι ζωές σώθηκαν χάρη στο μουσικό τους ταλέντο, αλλά και όλους εκείνους που υπέφεραν και χάθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος».
Η μουσική ως εργαλείο και οι νότες της ανυπακοής
Όταν μετά την προβολή στο Λονδίνο, Geyer και Cook ρωτήθηκαν πώς θα εξηγούσαν τον ρόλο που έπαιξε η μουσική στα στρατόπεδα θανάτου και γιατί και πώς ακριβώς οι Ναζί χρησιμοποιούσαν τη μουσική, απάντησαν: «Χρησιμοποιούσαν τη μουσική για να εκτονώνονται. Για να ανταμείβουν τους φρουρούς. Νομίζω ότι αυτό ήταν σίγουρα ένα από τα πράγματα που έκαναν, αλλά ήταν σίγουρα ένα εργαλείο», σημείωσε ο Cook.
«Χρησιμοποιούσαν τη μουσική ως εργαλείο για τη λειτουργία του στρατοπέδου - και το βασικό ήταν, ξέρετε, η μουσική των εμβατηρίων. Η ορχήστρα ήταν εκεί για να διασφαλίζει ότι οι κρατούμενοι θα βγουν από το στρατόπεδο κάθε πρωί, θα επιστρέφουν κάθε βράδυ και θα βαδίσουν σε απολύτως ευθείες γραμμές, πράγμα που διευκόλυνε την καταμέτρηση. Οπότε σίγουρα απολάμβαναν τη μουσική -οι Γερμανοί- αλλά τη χρησιμοποιούσαν και ως εργαλείο».
«Σκεφτόμαστε τη μουσική ως κάτι που απολαμβάνουμε, ως ευχαρίστηση. Αλλά ο σκοπός εκεί ήταν η εργαλειοποίηση της, η χρήση της ως μέρος αυτής της δολοφονικής μηχανής», δήλωσε ο Geyer. «Και είναι απίστευτα δύσκολο να το αποδεχτούμε αυτό».
Για τους κρατούμενους, εν τω μεταξύ, η μουσική ήταν επίσης μια ευκαιρία για «αντίδραση», τόνισε ο Geyer. «Ένα από τα πράγματα που έκαναν οι κρατούμενοι, και είναι εκπληκτικό, ήταν ότι έπλεκαν στη μουσική των εμβατηρίων πολωνικές μελωδίες. Οι στρατιώτες, δεν το αντιλαμβάνονταν, αλλά οι Πολωνοί κρατούμενοι που άκουγαν αυτές τις μελωδίες έπαιρναν δύναμη και κουράγιο. Ήταν μια εκπληκτική χειρονομία».
Μερικές φορές, οι μουσικοί στο στρατόπεδο έπαιζαν εμβατήρια του Αμερικανού συνθέτη John Philip Sousa ως σύμβολο της ανυπακοής τους. «Οι στρατιώτες δεν αντιλαμβάνονταν καμία διαφορά μεταξύ αυτής και της συνηθισμένης γερμανικής μουσικής. Και, πιθανότατα, δεν νομίζω ότι πολλοί κρατούμενοι ήταν απαραίτητα σε θέση να διακρίνουν τη διαφορά», εξήγησε ο Geyer. «Αλλά ήξεραν ότι ήταν μία τεράστια, μεγάλη κίνηση απέναντι στους Ναζί».
Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του αφορά την αποκατάσταση, που βασίστηκε σε μεγάλη έρευνα μουσικών κομματιών που δημιουργήθηκαν ή παίχτηκαν στο στρατόπεδο. Αλλά δημιούργησε και ο ίδιος ένα κομμάτι για την ταινία.
Σε μία από τις πολλές συγκινητικές στιγμές του ντοκιμαντέρ, βλέπουμε έναν μουσικό να παίζει αυτό το κομμάτι για σόλο βιολί, το οποίο ο Geyer συνέθεσε προς τιμήν του Ρομά βιολιστή Jakub Segar, σε ένα βιολί που επίσης διασώθηκε από το Άουσβιτς.
Ο ήχος του Άουσβιτς
«Στόχος ήταν να κρατήσουμε το ντοκιμαντέρ όσο το δυνατόν πιο αυθεντικό και να αποφύγουμε ο,τιδήποτε έμοιαζε τεχνητό. Οπότε περάσαμε αρκετό χρόνο στο Άουσβιτς καταγράφοντας τον ήχο του όπως είναι τώρα. Ο ήχος που ακούτε πάνω στα πλάνα του στρατοπέδου όπως είναι σήμερα, είναι ο γνήσιος ήχος του Άουσβιτς τώρα», τόνισε ο Cook.
«Δεν είμαι Εβραίος, δεν είμαι Πολωνός, δεν είμαι Ρομά, δεν είμαι απόγονος κάποιου ανθρώπου που χάθηκε στο Άουσβιτς», δήλωσε ο Geyer. «Αλλά είμαι άνθρωπος και το Ολοκαύτωμα ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία της ανθρωπότητας. Και αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να αποτρέψω την επιστροφή του κακού, θα το κάνω. Αυτή ήταν η φιλοδοξία μας».
Με πληροφορίες από Hollywood Reporter