«Άνοιξη είναι η παιδική ηλικία του έτους»
Άλφρεντ Τέννυσον
Ο χειμώνας πέρασε. Το σκοτάδι και τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια έδωσαν την θέση τους στο φως και τα χλομά ανοιξιάτικα απογεύματα, ενώ η μητέρα-φύση ξεκίνησε δειλά δειλά να αναγεννάτε και να ανασταίνεται. Ο χειμωνιάτικος λήθαργος τελειώνει. Στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έρχεται η Ανάσταση και ολοκληρώνεται η τελετουργία της Αναγέννησης του πνευματικού αλλά και του φυσικού μας κόσμου.
Η Αναγέννηση της Μητέρας Φύσης παρουσιάζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με την Ανάσταση του Χριστού. Το Χριστιανικό Πάσχα, ή κοινώς Πασχαλιά ή ελληνοπρεπώς Λαμπρή, και ειδικότερα η Ανάσταση του Χριστού, είναι η σπουδαιότερη γιορτή του χριστιανικού εκκλησιαστικού έτους. Πρόκειται για κινητή γιορτή και εορτάζεται την πρώτη Κυριακή που ακολουθεί την πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία η οποία πραγματοποιείται κάθε χρόνο μεταξύ 20 και 21 Μαρτίου. Αν η πανσέληνος της Άνοιξης φωτίσει τον ουράνιο θόλο ημέρα Κυριακή, τότε η Κυριακή του Πάσχα θα είναι η επόμενη Κυριακή. Με βάση αυτόν τον ορισμό, ο οποίος καθορίστηκε από την Α′ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ., το Πάσχα πέφτει πάντοτε ανάμεσα στις 4 Απριλίου και στις 8 Μαΐου.
Το χριστιανικό Πάσχα αποτελεί την χαρακτηριστικότερη μορφή Θεοκρασίας, καθώς συνδυάζει εβραϊκά στοιχεία λατρείας αλλά και υπολείμματα Ηλιακής και Σεληνιακής λατρείας και στην ουσία παρουσιάζει την τελετουργία της Ανάστασης της φύσης μετά τον μακρύ σκοτεινό και παγωμένο χειμώνα (η επιστροφή από τον Κάτω Κόσμο και τον Άδη.).
Ο όρος θεοκρασία προέρχεται από τον συνδυασμό τον λέξεων θεός + κράσις, μορφή του ρήματος κεράννυμι που σημαίνει «αναμειγνύω». Στην ουσία ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πρόσμειξη ιδιοτήτων διαφόρων θεοτήτων σε μια άλλη θεότητα ή την ανάμειξη θρησκευτικών στοιχείων ενός τρόπου λατρείας σε έναν άλλο. Αυτή η ανταλλαγή επιμέρους θρησκευτικών στοιχείων ονομάζεται και θρησκευτικός συγκρητισμός.
O όρος Πάσχα προέρχεται από το αραμαϊκό πασ’ά και το εβραϊκό πέσαχ. Η Αραμαϊκή είναι αρχαία γλώσσα του βορειοδυτικού σημιτικού κλάδου η οποία συγγενεύει στενά με την εβραϊκή. Το όνομά της προέρχεται πιθανώς από τη Βιβλική χώρα Αράμ-ναχαραΐμ που σημαίνει «υψίπεδο μεταξύ δύο ποταμών» (τα ποτάμια Ευφράτης και Τίγρης) και συνήθως αναφέρεται στην Άνω Μεσοποταμία ή στη Συρία. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι ο όρος Πάσχα προέρχεται από την ασσυριακή λέξη (κλάδος της ευρύτερης ομάδας Αφροασιατικών γλωσσών της αρχαίας Μεσοποταμία) πασαχού (πραύνω) ή την αιγυπτιακή πασ’ (ανάμνηση) ή πεσάχ (πλήγμα).
Ορισμένοι ερευνητές ανιχνεύουν τις αρχές των εορταστικών εκδηλώσεων του Πάσχα σε χαναανιτικές γιορτές ( Χαναάν, περιοχή που αντιστοιχεί περίπου στο σημερινό Ισραήλ/Παλαιστίνη και περιλαμβάνει τη Δυτική Όχθη, τη δυτική Ιορδανία, τη νότια Συρία και τον Λίβανο ως τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας) που σχετίζονταν με την συγκομιδή κριθαριού την Άνοιξη. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι η ρίζα του βρίσκεται σε γιορτές και ιεροτελεστίες της Άνοιξης της προ-ισραηλιτικής εποχής με την έννοια των ποιμένων που υποβάλλουν αίτημα στο Θεό για την προστασία του κοπαδιού τους. Εντούτοις, αυτές οι υποθέσεις δεν θεωρούνται επαρκώς τεκμηριωμένες.
Η Βίβλος συσχετίζει το πέσαχ με το ρήμα πασάχ που σημαίνει είτε χωλαίνω, είτε εκτελώ τελετουργικό χορό γύρω από τη θυσία (Γ′ Βασ. 18:21,26), είτε, μεταφορικά, ”ξεφεύγω”, ”προσπερνώ”, ”απαλλάσσω”. Το Πάσχα για τους Εβραίους είναι η προσπέραση του αγγέλου του Θεού πάνω από τα σπίτια των Ισραηλιτών, ενώ έπληττε με θάνατο τα πρωτότοκα αγόρια των σπιτιών των Αιγυπτίων. Σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές, το Πάσχα αποτελούσε ανάμνηση της εξόδου από την δουλεία της Αιγύπτου υπό την ηγεσία του Μωυσή μέσω θεϊκής παρέμβασης.
Το Πάσχα ήταν μια οικογενειακή εορτή. Εορταζόταν νύχτα, στην πανσέληνο (αρχαία υπολείμματα σεληνιακής λατρείας/ η Θεά Σελήνη αποτελεί τη θηλυκή αρχή της δημιουργίας του Κόσμου) της εαρινής ισημερίας (αρχαία υπολείμματα ηλιακής λατρείας/ ο Θεός Ήλιος που βλέπει τα πάντα /Ήλιος Πανόπτης), την 14η του μήνα Αβίβ (ο οποίος ονομάστηκε Νισάν από το σουμεριακό nisag που σημαίνει οι πρώτοι καρποί μετά την Βαβυλωνιακή εξορία των Εβραίων).Η εορτή τελούνταν με προσφορά νεαρού ζώου, χρονιάρικου, για να ευλογηθεί από το Θεό όλο το κοπάδι. Το σφάγιο ήταν αρνί ή κατσίκι, αρσενικό και αρτιμελές (Εξ. 12:3-6), δεν έπρεπε να σπάσει κανένα κόκαλο του (Έξ. 12:46, Αρ. 9:12) ενώ το αίμα του ως ένδειξη προστασίας, το έβαζαν στην είσοδο κάθε σπιτιού (Εξ. 12:7,22). Οι μετέχοντες στο δείπνο ήταν ντυμένοι και έτοιμοι για ταξίδι (Έξ. 12:8-11).
Αυτά τα στοιχεία νομαδικής, οικογενειακής ζωής μας δείχνουν μια πολύ παλαιότερη προέλευση του Πάσχα, που θα μπορούσε να είναι η θυσία που ζήτησαν οι Ισραηλίτες από τον Φαραώ να πάνε, δηλαδή, να γιορτάσουν στην έρημο (Έξ. 3:18, 5:1 εξ). Στην ουσία όμως η έξοδος από την Αίγυπτο έδωσε στο εβραϊκό Πάσχα την οριστική του σημασία και καθιέρωσε το αναμνηστικό γεύμα του ιουδαϊκού Πάσχα, το οποίο περιλαμβάνει άζυμο ψωμί και κρασί και ονομάζεται Σεντέρ.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το Πάσχα προέρχεται από την ελληνική λέξη Πάσχειν προς τιμήν των Παθών του Χριστού. Της εορτής αυτής που θεωρείται η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη του Ανατολικού Χριστιανισμού προηγείται η μακρά και αυστηρή νηστεία και η Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών, όπου η Εκκλησία με πένθιμες τελετές επαναφέρει στη μνήμη των πιστών τις ταπεινώσεις και τα μαρτύρια που υπέστη ο Χριστός πριν το σταυρικό θάνατό του. Η Μεγάλη Εβδομάδα, η οποία ξεκινάει αμέσως μετά την τελευταία εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αρχίζει από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, όπου τελείται η Ακολουθία του Νυμφίου, τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο και είναι αφιερωμένη στα Άγια Πάθη του Ιησού Χριστού.
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η μέρα απόλυτου πένθους για όλη την Χριστιανοσύνη, απόλυτης αργίας και νηστείας, η μέρα που γίνεται η κορύφωση του Θείου Δράματος. Η μέρα όπου κορυφώνονται τα Πάθη του Χριστού έχει γίνει η Σταύρωσή Του. Οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα και όποια εργασία απαγορεύεται. Το βράδυ γίνεται η περιφορά του στολισμένου με άνθη Επιταφίου, όπου από τους Χριστιανούς ψάλλονται Εγκώμια Επιταφίου Θρήνου με πιο γνωστό το «Ω γλυκύ μου έαρ». Το κατανυκτικό κείμενο του ύμνου αποδίδει τον πόνο της Παναγίας για τον επίγειο θάνατο του μοναδικού υιού της. Είναι ένα μοιρολόι, μεγάλο θρησκευτικό τραγούδι στην Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και στην Ακολουθία του Επιταφίου. Εξιστορεί την σταύρωση του Ιησού και εκφράζει τον πόνο της Αγίας του Μητέρας. Ιστορικά τα εγκώμια επιταφίου αποτελούν δημιουργήματα λαϊκής έμπνευσης, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις διακρίνονται ιδιαίτερα για την αρχαιότητά τους, ως αντιγραφή, από Βυζαντινούς μαΐστορες, των αρχαίων εγκωμίων προς την Περσεφόνη και την θεά Δήμητρα που ψάλλονταν κατά τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Αν και η ουσία των Ελευσίνιων μυστηρίων παραμένει στις μέρες μας άγνωστη, ο θρήνος της Θεάς Δήμητρας για την κάθοδο της κόρης της Περσεφόνης στο Βασίλειο του Άδη (Κάτω Κόσμος) συγκρίνεται με τον θρήνο της Παναγίας. Η μύηση στα Ελευσίνια μυστήρια αποσκοπούσε στη συμφιλίωση με το θάνατο και την προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής. Η πεποίθηση αυτή αντανακλάται και στον ομηρικό ύμνο προς τη θεά Δήμητρα.
Αποτελεί γεγονός ότι οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι, Πέρσες, Αιγύπτιοι, Ιουδαίοι και Έλληνες αντιλαμβάνονταν το θάνατο ως απομάκρυνση από τον κόσμο των ζωντανών. Κάποιοι από αυτούς θεωρούσαν ότι κατά το θάνατο συνέβαινε η μετάβαση σε ένα διαφορετικό τόπο, όπως ο Άδης, που ειδικά για τους Έλληνες διαφαίνεται από την απαρχή της Ελληνικής Μυθολογίας. Η ιδέα της ανάστασης των νεκρών όπως παρουσιάζεται στην Χριστιανική πίστη έχει περσική προέλευση. Οι Σαδδουκαίοι, αντίθετα, δεν πίστευαν διόλου στην ανάσταση.
Το «θαύμα» της ανάστασης κυριαρχεί σ′ όλες σχεδόν τις αρχαίες θρησκείες. Ο Ταμμούζ, χαλδαϊκή θεότητα, ο Σύριος Άδωνις και ο Άττις της Φρυγίας, ο θεός Μαρδούκ της Βαβυλώνας, ο Αιγύπτιος Όσιρις, ο θρακικός Διόνυσος πέθαναν και αναστήθηκαν ύστερα από τρεις ή τέσσερις ημέρες. Η ιδέα της ανάστασης των νεκρών περιγράφει την επαναφορά των νεκρών από το θάνατο στη ζωή. Η ακριβής αντίληψη του τόπου, του τρόπου και του χρόνου αυτής της διαδικασίας ποικίλει σε καθεμία από τις θρησκείες που διακηρύττουν πίστη στην νεκρανάσταση —όπως ο Ιουδαϊσμός, ο Ζωροαστρισμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ .Η πίστη στην ανάσταση νεκρών, η οποία ομολογείται σε συνδυασμό με τη μέλλουσα ζωή, αναφέρεται στα δύο τελευταία άρθρα του χριστιανικού Συμβόλου της Πίστεως : «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Όπως αντιλαμβανόμαστε, η Ανάσταση της Χριστιανικής Πίστης είναι καθ΄ όλα συνδυασμένη με την ανάσταση της φύσης, γι΄ αυτό και κατά την διάρκεια των πασχαλινών εθίμων χρησιμοποιούνται τα κόκκινα αυγά και τα κουνέλια. Τα κόκκινα ή διακοσμημένα αβγά τα συναντάμε πριν από τα χρόνια του Χριστού, στην αρχαία Ρώμη, την Κίνα, την Γαλιλαία, την Περσία και την Αίγυπτο, όπου μοιράζονται σε ανοιξιάτικες γιορτές αφού -μαζί με τα κουνέλια- αποτελούσαν αρχαίο σύμβολο γονιμότητας, άξιο λατρείας και σεβασμού.
Για τους Κέλτες, το αυγό συμβολίζει τη δύναμη και την αρχή μιας νέας ζωής, γι’ αυτό και θεωρούνταν φυσιολογικό μετά από μια μακρά περίοδο σκληρού χειμώνα τα αυγά να χρησιμοποιούνται ως σύμβολο του ερχομού της άνοιξης. Στο κελτικό ημερολόγιο, εορτάζονταν οι τέσσερις εποχές, αλλά και οι δύο ισημερίες. Την πρώτη πανσέληνο αμέσως μετά την εαρινή Ισημερία γιορταζόταν το φεστιβάλ για τη θεά της άνοιξης, που αναπαριστανόταν από ένα κουνέλι που συμβόλιζε το ζευγάρωμα κι ένα αυγό που συμβόλιζε το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Οι αρχαίοι Κέλτες συνήθιζαν να αφήνουν αυγά να κυλούν από το ανώτερο τμήμα ενός λόφου, σε μια ένδειξη μίμησης της κίνησης του ήλιου. Η εκκλησία τροποποίησε το έθιμο αυτό και το χρησιμοποίησε προκειμένου να αναπαραστήσει την απομάκρυνση του λίθου από την είσοδο του τάφου του Χριστού, ενώ πήρε το θέμα του θανάτου/αναγέννησης και επίθεσε σε αυτό τον θάνατο και την Ανάστασή Του.
Για τους Ορφικούς, μέσα από το βαθύ έρεβος της νύχτας, ο χρόνος γέννησε το κοσμικό αυγό (ωόν αργύφεον) που από μέσα του ξεπήδησε ο Φάνης ο Πρωτόγονος, ο Έρωτας, αρσενικός και θηλυκός μαζί για να ξεκινήσει η δημιουργία της πλάσης. Στην ελληνική σκέψη το αυγό είναι σύμβολο της Παρθενογένεσης δυναμική μορφή της αναγέννησης και της μεταμόρφωσης. Η αλήθεια είναι πως το σχήμα του είναι το πιο κοντινό στο τέλειο, θεϊκό σχήμα του κύκλου που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει στην φύση.
Όπως είχε πει και ο Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσσε «το πουλί αγωνίζεται για να βγει από το αυγό. Το αυγό είναι ο κόσμος του. Αυτός που θέλει να γεννηθεί, πρέπει πρώτα να καταστρέψει έναν κόσμο». Πάντα όμως κάθε τέλος είναι μια νέα αρχή.