
Από την εποχή που ο Ανδρέας Παπανδρέου περιόρισε κάποιες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, για να αιτιολογήσει την μη εκ νέου πρόταση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, διακινήθηκε πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει συμβολικό και μόνο ρόλο. Με άλλα λόγια, πως δεν έχει πρακτικώς καμία εξουσία και οφείλει να παραμείνει ήσυχος, ουδέτερος, να μην ενοχλεί κανένα. Να μετατραπεί δηλαδή σε τυπικό τελετάρχη πολιτικών διαδικασιών. Έτσι, εκθειάζουμε τους Προέδρους που ακολουθούσαν αυτήν την μέχρι εκνευρισμού απάθεια. Ο νέος Πρόεδρός μας απέδωσε στην προηγούμενη Πρόεδρο εύσημα, πως δήθεν «ανοίχτηκε στην κοινωνία», αν και το μόνο «άνοιγμά» της ήταν η συμμετοχή της στο πάρτι μετά την υπερψήφιση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και λοιπών αιτημάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητος.
Τα πράγματα δεν είναι όμως έτσι, ο Πρόεδρος έχει κρίσιμο ρόλο και τεράστια ευθύνη και εξουσία. Το άρθρο 30 ορίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως τον «ρυθμιστή του Πολιτεύματος», δηλαδή εγγυητή, δηλαδή προστάτη, του Συντάγματος της χώρας και του Πολιτεύματός της.
Εγγυώμαι και προστατεύω το Πολίτευμα, σημαίνει πως όποτε διαπιστώσω πως η πολιτική πρακτική παρεκκλίνει του Συντάγματος, οφείλω να δράσω. Δεν απαιτείται άλλη διευκρίνηση στο γράμμα του Συντάγματος. Ο νόμος, π.χ., ορίζει πως η αστυνομία προστατεύει την έννομη τάξη, δεν περιγράφει με λεπτομέρειες το πως πρέπει να δράσει. Αυτές εννοούνται και εμπεριέχονται στη γενική διάταξη περί του ρόλου της αστυνομίας. Έτσι λοιπόν, αν ο Πρόεδρος διαπιστώσει πως δεν εφαρμόζεται το Σύνταγμα, οφείλει να παρέμβει προς αποκατάστασή του, με τρόπο αποτελεσματικό. Αποτελεί τρόπον τινά, Συνταγματικό Δικαστή.
Ο τρόπος που ο Πρόεδρος μπορεί να παρέμβει όμως, προβλέπεται από το Σύνταγμα, με την πρόβλεψη του άρθρου 40, παρ. 1: «O Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί τη Bουλή τακτικά μία φορά κάθε χρόνο, και εκτάκτως κάθε φορά που το κρίνει εύλογο, όπως ορίζει το άρθρο 64 παράγραφος 1», όπου στο άρθρο 64, παρ. 1: «H Bουλή συνέρχεται αυτοδικαίως κάθε έτος την πρώτη Δευτέρα του Oκτωβρίου σε τακτική σύνοδο για τα ετήσια έργα της, εκτός αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη συγκαλέσει ενωρίτερα σύμφωνα με το άρθρο 40. Προφανώς μπορεί να την καλεί όποτε διαπιστώνει συνταγματική εκτροπή.
Συγκλήσεις της Βουλής από τον/την Πρόεδρο έχουν γίνει, όμως κάποιες ελάχιστες φορές. Οι συγκλήσεις πάντως αυτές έγιναν για δευτερεύοντες λόγους, που μάλλον εκφεύγουν των υποχρεώσεων του Προέδρου. Π.χ. η Βουλή συνεκλήθη γιά αντιμετώπιση του Vovid-19 ή κάποιων άλλων δευτερευόντων νομοθετημάτων, που αποτελούν αρμοδιότητα της Νομοθετικής Εξουσίας και μόνο. Ουδέποτε ετέθη θέμα εφαρμογής του Συντάγματος ή ορθής και συνταγματικής λειτουργίας των θεσμών, καίτοι τέτοια θέματα διαρκώς και μετ’ επιτάσεως τίθενται, ενίοτε και από κεντρικούς πολιτικούς παράγοντες.
Πέραν επί μέρους ενεργειών, από πλευράς κεντρικής πολιτικής εξουσίας, που συχνά κρίνουμε ως αντισυνταγματικές και θα έπρεπε να απασχολήσουν τους/τις Προέδρους μας, υφίσταται και το μεγάλο ζήτημα της Διάκρισης των Εξουσιών, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Υφίστανται, κατά το Σύνταγμα, τρείς διακριτές πολιτικές Εξουσίες, η Νομοθετική, η Εκτελεστική και η Δικαστική. Καταστρατηγείται όμως αυτή η διάκριση, δηλαδή καταστρατηγείται τόσο το πνεύμα όσο και το γράμμα του Συντάγματος και αλλοιώνεται το Πολίτευμα της χώρας. Η Νομοθετική και η Εκτελεστική Εξουσία πρακτικώς ταυτίζονται, με την υπουργοποίηση των βουλευτών, που ως επικεφαλής εκτελεστικών οργάνων παραμένουν βουλευτές, δηλαδή νομοθέτες, ενώ η Δικαστική εμφανώς εξαρτάται από την Νομοθετική. Ταυτοχρόνως όλες αυτές οι Εξουσίες ελέγχονται, ου μην υπάγονται, από τον εκάστοτε πρωθυπουργό, δίκην εκλεγόμενου μονάρχη. Τούτο αποδεικνύει ο τρόπος λειτουργίας της Βουλής, που κατ’ ουσία δεν βουλεύεται, όπως και όλοι οι άλλοι θεσμοί της χώρας.
Τα ζητήματα αυτά έχουν επανειλημμένως τεθεί από κεντρικούς πολιτικούς παράγοντες, αλλά εις μάτην. Ο κ. Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, εδώ και δεκαετίες, τονίζει πως θα πρέπει να πάψει αυτή η διαπλοκή, κατ’ ουσίαν ταύτιση, Νομοθετικής και Εκτελεστικής Εξουσίας. Προτείνει την μη υπουργοποίηση βουλευτών (ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-11-2008), κάτι που άλλωστε εφαρμόζεται, π.χ., στην Κύπρο. Αν μάλιστα κάποιος βουλευτής γίνει υπουργός, θα πρέπει να παραιτηθεί της Βουλής και να μην έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές. Παραλλήλως είχε τονίσει την ανάγκη «τροποποίησης του Κανονισμού της Βουλής, που θα οδηγεί στην ουσιαστική αναβάθμιση του ρόλου και της αποστολής του βουλευτή». Οι προτάσεις του είχαν μάλιστα υιοθετηθεί από το Συνέδριο Αρχών και Θέσεων της ΝΔ, στις 21/01/2000, αλλά βεβαίως έκτοτε τίποτα δεν έγινε. Όλως αντιθέτως…
Πέραν του γράμματος, ας έλθουμε και στο πνεύμα του Συντάγματος, όλων των δυτικών Συνταγμάτων. Υπενθυμίζουμε πως η Διάκριση των Εξουσιών, προέκυψε από την επιδίωξη των εισηγητών της -Γάλλοι Διαφωτιστές του 18ου αιώνα- για μία όσο το δυνατόν ευρύτερη διάχυση των πολιτικών εξουσιών και αρμοδιοτήτων, προς τις κοινωνίες. Στόχευαν δηλαδή προς μια δημοκρατία προσομοιάζουσα με αυτήν των Αθηναίων, όπως την κατέγραψε ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο του Περικλέους (υπενθυμίζουμε πως ο Περικλής διεκήρυττε πως θεωρούσαν αχρήστους τους μη ασχολούμενους με τα κοινά).
Αυτός ο διαμερισμός της Πολιτικής Εξουσίας σε τρείς Διακριτές λειτουργίες, πέραν του ότι την καθιστά περισσότερο ελέγξιμη και προσβάσιμη από τις κοινωνίες, δημιουργεί και ένα σύστημα αυτοελέγχου της, που αποδεδειγμένως έχει ευεργετικές συνέπειες σε όλες τις δυτικού τύπου αντιπροσωπευτικές Δημοκρατίες. Στη χώρα μας δυστυχώς όχι, γιατί διάκριση των Πολιτικών Εξουσιών δεν υφίσταται, παρά τη σαφή σχετική συνταγματική πρόβλεψη. Ιδού με άλλα λόγια, τόσο το γράμμα, όσο και το πνεύμα του Συντάγματός μας.
Αυτή η συγκέντρωση όλων των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών στη Βουλή, δηλαδή στον εκάστοτε πρωθυπουργό και αυτή η εμμονή οι βουλευτές να γίνονται υπουργοί, έχει οδηγήσει σε τραγελαφικά αποτελέσματα, αποτελέσματα που ήδη βιώνουμε, ενίοτε με τρόπο τραγικό. Η Δικαστική Εξουσία ελέγχεται σαφώς και προκλητικώς, τόσο στα ανώτερα κλιμάκιά της, όσο και στις περιπτώσεις ιδιαιτέρως κρισίμων δικών. Η δε Βουλή υπάγεται απολύτως στον εκάστοτε πρωθυπουργό. Ουδείς βουλευτής δικαιούται να ψηφίσει κάτι άλλο από τη «γραμμή» του κόμματος, αν κάνει κάτι τέτοιο γίνεται πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και διαγράφεται από το κόμμα. Έτσι ενίοτε -ή κατά κανόνα- δεν διαβάζει καν τα υπό ψήφιση νομοσχέδια, όπως είχε δηλώσει νυν υπουργός.
Η επικρατούσα αντισυνταγματική πολιτική πρακτική δείχνει παγιωμένη και περίπου αυτονόητη. Ίσως κάποια στιγμή να το κατανοήσουμε και να αντιδράσουμε. Ίδωμεν….
ΥΓ. Προλαβαίνω: πολλοί θα μας πούν πως δεν «διακαιόμαστε δια να ομιλούμε», ως μη «συνταγματολόγοι». Απαντώ: οι νόμοι και τα Συντάγματα δεν ερμηνεύονται και δεν εφαρμόζονται από «ειδικούς». Τιμωρούνται όσοι παρανομούν και δηλώνουν άγνοια νόμου. Αν τώρα τα κείμενα επιδέχονται πολλές ερμηνείες, τότε δεν φταίνε οι δήθεν «μη ειδικευμένοι», φταίνε αυτοί που τα έγραψαν, ενδεχομένως σκοπίμως, ενδεχομένως από ανεπάρκειά τους. Υπάρχει όμως και το «πνεύμα των νόμων», που επίσης δεν απευθύνεται στους δήθεν ειδικούς. Στην προκειμένη όμως περίπτωση θεωρούμε πως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και εκ του γράμματος και εκ του πνεύματος του Συντάγματος της χώρας μας.