Πολιτικοί επιστήμονες οικονομολόγοι και ιστορικοί μεταξύ των οποίων οι George Modelski, Robert Gilpin, Robert Keohane, Stephen Krasner, και ο Charles P. Kindleberger εισήγαγαν τη θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας στον τομέα της πολιτικής οικονομίας. Μέσα από μία συστημική και εμπειρική προσέγγιση, η πρωτοκαθεδρία του διεθνούς συστήματος από τον «ηγεμόνα» γεννά οικονομικά κίνητρα μέσω του ελεύθερου εμπορίου, από το οποία θα επωφεληθούν τα υπόλοιπα κράτη. Δηλαδή στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του ανοιχτού εμπορίου, ο ηγεμόνας εξουσιάζει τα υπόλοιπα κράτη και τα κράτη εκμεταλλεύονται προς όφελος τους τα αντίστοιχα οικονομικά και εμπορικά κέρδη. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται σταδιακά σχέσεις εξάρτησης ή ακόμα και αλληλεξάρτησης με την ηγεμονική δύναμη, όπως η μετάβαση από την Pax Britanica στην Pax Americana.
Η ανοιχτή οικονομία είναι αναπόσπαστο χαρακτηριστικό στοιχείο για το κράτος ηγεμόνα. Χωρίς την ανοιχτή οικονομία η ηγεμονική σταθερότητα είναι αδύνατο να επιτευχτεί. O ηγεμόνας είναι σε θέση να προωθεί τα οικονομικά και πολιτικά του συμφέροντα μεριμνώντας παράλληλα και για την ασφάλειά του. Έτσι με την προώθηση της ανοιχτής οικονομίας και του κοινού καλού (public good), το κράτος ηγεμόνας χρησιμοποιεί την υπεροχή του και στηρίζει καθεστώτα και κυβερνήσεις που είναι φιλικά προσκείμενες προς αυτό και εμποδίζει δυνάμεις (counter hegemonic power) οι οποίες στο μέλλον θα αποτελέσουν απειλή για την ηγεμονία του σε περιφερειακό επίπεδο. Δηλαδή βασικός του στόχος είναι η διατήρηση του ήδη υπάρχοντος status quo. Αυτό επιτυγχάνεται με τον παρεμβατισμό, με την παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας και τεχνογνωσίας σε χώρες ώστε να έχουν ισχυρούς και αποδοτικούς δημόσιους μηχανισμούς που θα ωφελήσουν την αντίστοιχη κυβέρνηση.
Για να θεωρηθεί μία χώρα ως ηγεμονική δύναμη, θα πρέπει να έχει, όμως την προθυμία αλλά και τις δυνατότητες προβολής και άσκησης σκληρής ισχύος, και μάλιστα την ισχυρότερη. Έτσι θα είναι σε θέση να προστατεύει τους συμμάχους της αλλά και να ασκεί διπλωματία του καταναγκασμού εκεί που θεωρεί ότι απειλούνται τα εθνικά της συμφέροντα (gun boat diplomacy). Σε όρους ήπιας ισχύος να έχει ισχυρή οικονομία ώστε να επηρεάζει τις ανατιμήσεις, τις υποτιμήσεις των νομισμάτων και να ελέγχει τις αντίστοιχες οικονομικές εξελίξεις. Να κατέχει φυσικούς πόρους και να έχει ισχυρή και ανεξάρτητη αυτόνομη παραγωγή.
Από την λήξη του Β΄ΠΠ και μετά, τον ρόλο της ηγεμονική δύναμης ανέλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στην ισχυρή της οικονομία, στην υψηλή στρατιωτική ισχύ και στις άθικτες υποδομές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την συσσώρευση φορτίων ισχύος που της επέτρεψαν να αναλάβει αυτό το ρόλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ότι είχε καταφέρει να ελέγχει το 50% του παγκόσμιου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος. Μέσα από το σχέδιο Marshall, συνέβαλλε στην ανοικοδόμηση της Γηραιάς Ηπείρου, περιόρισε την ρωσική επιρροή και δημιούργησε σχέσεις εξάρτησης με χώρες σχεδόν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.
Επί Προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, είναι εμφανές ότι η Αμερική ή καλύτερα η ηγεσία της παρουσιάζει μια τάσης παραίτησης από τον ρόλο της ηγεμονικής δύναμης που κατέχει τα τελευταία 75 χρόνια. Το περίφημο σύνθημα «Make America Great Again» ήταν η προειδοποιητικός χτύπος μιας σειράς συνεχόμενων από τότε ενεργειών της αμερικανικής κυβέρνησης. Η εφαρμογή μιας επιθετικής δασμολογικής πολιτικής ενάντια στην Κίνα πρωτίστως και δευτερευόντως απέναντι στην ΕΕ αλλά και η σταδιακή υποχώρηση από διάφορα σημεία του πλανήτη απέδειξαν εν τοις πράγμασι μια μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής η οποία αναμφίβολα δεν είναι και δεν θα είναι χωρίς επιπτώσεις.
Μετά τη δεκαετία του ’80 η αμερικανική πολιτική ήταν προσανατολισμένη στο μοντέλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης το οποίο και σαφώς εξυπηρετούσε τις ιδεολογικές επιταγές της τότε αμερικανικής ηγεσίας και το οποίο συνέχισε να εφαρμόζεται από τις μετέπειτα αμερικανικές κυβερνήσεις. Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ για ανάδυση δασμολογικών τειχών και η κεκηρυγμένη πολλές αμφισβήτηση του διεθνούς θεσμικού πλαισίου που σε μεγάλο βαθμό δημιούργησαν οι ίδιοι οι Αμερικανοί δημιουργεί την αίσθηση ότι ο δημιουργός πλέον αρνείται το δημιούργημά του, την παγκοσμιοποίηση και επιθυμεί την επιστροφή σε μια κατάσταση με κυρίαρχο το έθνος κράτος η οποία κατάσταση ομολογουμένως και αναμφίβολα είναι δύσκολο να επιτευχθεί επειδή οι δομές που ετέθησαν έχουν γίνει πλέον απαραίτητα συστατικά λειτουργίας της διεθνούς κοινότητας. Με λίγα λόγια δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής - και αυτό είναι το σημαντικότερο-διότι υποβόσκει μια διάχυτη αλλά σταδιακώς εντεινόμενη τάση αντικατάστασης του μέχρι σήμερα ηγεμόνα με νέους και επίδοξους υποψηφίους που επιδιώκουν να τροχοδρομήσουν στις ράγες που έφτιαξε ο δημιουργός. Η στάση της Κίνας είναι χαρακτηριστική.
Η κρίση που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) επιβεβαίωσε για άλλη μία φορά όχι μόνο την απροθυμία των ΗΠΑ να αναλάβουν ηγετικό ρόλο όπως επιβάλει η θέση τους ως το κυρίαρχο κράτος του πλανήτη αλλά και την αδυναμία και αναποτελεσματικότητα των δομών της να αντιμετωπίσουν την πανδημία στο εσωτερικό της χώρας γκρεμίζοντας ουσιαστικά την εικόνα της υπερδύναμης η οποία δεν μπορεί πλέον να προστατέψει ούτε τους ίδιους της τους πολίτες. Και γεννιέται το εξής ερώτημα; Μια υπερδύναμη που χάνει χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά εξαιτίας του ιού θα προστατέψει τους συμμάχους και εταίρους της ανά τον κόσμο σε περίπτωση που επίδοξοι περιφερειακοί ή παγκόσμιοι ηγεμόνες θα επιδιώξουν να καλύψουν το κενό ασφαλείας που δημιουργεί η υποχώρηση των ΗΠΑ; Η απάντηση είναι ότι εξαρτάται. Αν στον υπολογισμό κόστους-οφέλους, το όφελος της αμερικανικής παρέμβασης είναι μεγαλύτερο, ναι θα το κάνει. Αν όχι θα αρκεστεί σε ανούσιες δηλώσεις περί ανάγκης διατήρησης διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναλάβει το ρόλο του ηγεμόνα ο οποίος, όπως διακηρύσσει η θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας, είχε τη προθυμία αλλά και τη δυνατότητα να παράσχει το δημόσιο αγαθό της ασφάλειας μέσω των υπερσύγχρονων για την εποχή στρατιωτικών της όπλων και κυρίως των πυρηνικών της ενάντια στην απειλή που επικρεμόταν πάνω από την Ευρώπη λόγω της ισχύος της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν γνωρίζουμε τι θα έκαναν σήμερα οι ΗΠΑ σε περίπτωση που η Ρωσία ή Κίνα επιτίθονταν σε χώρα σύμμαχο και μέλος για παράδειγμα του ΝΑΤΟ αλλά η διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού καταδεικνύει ότι οι ΗΠΑ αδυνατούν πλέον να παράσχουν το ύψιστο δημόσιο αγαθό που είναι η υγεία όχι στους συμμάχους της αλλά στους ίδιους της τους πολίτες. Ω ς εκ τούτου, αμφισβητείται το κατά πόσο θα προστρέξουν σε βοήθεια των φίλων και συμμάχων τους.
Γίνεται εμφανές από τα παραπάνω ότι ο ρόλος του ηγεμόνα έχει πάψει πλέον να είναι ελκυστικός για τις ΗΠΑ. Αλλά ακόμα και στενοί σύμμαχοι και διαχρονικοί φίλοι των ΗΠΑ αμφιβάλλουν κατά πόσο οι Αμερικανοί θα τους βοηθήσουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις ΗΠΑ και η τρέχουσα υγειονομική κρίση ενισχύει το αίσθημα ανασφάλειας το οποίο όμως θα πρέπει και να υπερκεράσουν είτε περιχαρακωμένοι στα όρια που καθορίζουν τα σύνορά τους είτε αναζητώντας νέους προστάτες. Οι ρόλοι φαίνεται πως αλλάζουν. Μένει να βρούμε τον πρωταγωνιστή.