Τόσο οι ειδικοί, μουσικολόγοι, μουσικοί και κριτικοί. όσο και το συνειδητό μουσικόφιλο κοινό συμφωνούν ότι η κορύφωση του – ευρύτατης και για την εποχή του γκάμας, αξίζει να σημειωθεί – έργου του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν είναι οι εννέα συμφωνίες με κορωνίδα ίσως την τελευταία, την επιλεγόμενη Συμφωνία Της Χαράς (από την μελοποίηση για χορωδία του ποιήματος του ομοεθνή του ποιητή Φρειδερίκου Σιλερ «Ο Ύμνος Στη Χαρά» την οποία περιλαμβάνει). Σχεδόν ομοφωνία επίσης επικρατεί ως προς το ότι το καταστάλαγμα της μουσικής σοφίας αλλά και εν πολλοίς αυτής της ζωής του μέγιστου Γερμανού μουσουργού είναι τα κουαρτέτα εγχόρδων που συνέθεσε προς το τέλος της όχι ιδιαίτερα μεγάλης σε διάρκεια ζωής του (ο θάνατος, συνέπεια της από πολλές πλευρές κλονισμένης υγείας του, τον βρήκε το 1927 πριν καν συμπληρώσει τα πενήντα επτά χρόνια του) και αξίζει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι είναι ένας από τους ελάχιστους οι οποίοι οδήγησαν την τόσο δημοφιλή στους συνθέτες της χρυσής περιόδου της κλασικής μουσικής – και όχι μόνον βέβαια...- μα συνάμα και τόσο δύσκολης στην γραφή της φόρμα του ολιγομελέστερου ενόργανου συνόλου σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη.
Προσυπογράφοντας όμως δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό τα παραπάνω θα ήθελα να προσθέσω – λιγότερο ή περισσότερο αιρετικά, ανάλογα με την οπτική γωνία καθενός/μίας στο έργο και την ζωή του δημιουργού – έναν τρίτο «ποιοτικό» και όχι αξιολογικό βέβαια διαχωρισμό του corpus που άφησε αυτή η μουσική μεγαλοφυία. Άπαντες/σες δηλαδή συμφωνούν ότι τα πιανιστικά έργα του Μπετόβεν αποτελούν κάποιες από τις κυριολεκτικά εκθαμβωτικής λαμπρότητας σελίδες του ρεπερτορίου του «βασιλιά των οργάνων». Κατά την ταπεινή μου άποψη όμως αποτελούν επίσης, πολύ περισσότερο και από τις συμφωνίες ή οτιδήποτε άλλο, το πλέον προσωπικό τμήμα του Μπετοβεν-ικού έργου. Ναι, όσο παράδοξο και αν φαίνεται όταν μιλάμε για εκείνον που κατόρθωσε – κυρίως χάρη στις συμφωνίες του προφανώς – να μετατρέψει την ορχήστρα σε ένα μεγάλο, συμπαγές όργανο δίχως ταυτόχρονα να καταλύσει ούτε στο ελάχιστο τα ηχοχρώματα αλλά και τους «ρόλους» εκείνων που την απαρτίζουν και ενώ ήταν μεν ένας επαρκέστατος πιανίστας ο οποίος όχι μόνον έπαιζε συχνότατα δημόσια, μέχρι κάποια στιγμή τουλάχιστον, (σ)τα έργα του αλλά και στη νεαρή ηλικία του βιοποριζόταν επίσης εν μέρει ως δάσκαλος του οργάνου από την άλλη όμως δεν πλησίαζε καν το έμφυτο, αληθινά εκ γενετής χάρισμα και όχι απλό ταλέντο του Μότσαρτ που τον καθιστούσε έναν κολοσσιαίο βιρτουόζο του συνόλου των πληκτροφόρων οργάνων, κατά μαρτυρίες της εποχής μάλιστα δεν έφτανε καν στο επίπεδο του πολυοργανίστα και δεξιοτέχνη του εξαιρετικά δύσκολου εκκλησιαστικού οργάνου Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, πιστεύω ότι η ψυχή, σε μεγάλο βαθμό και το μυαλό του Μπετόβεν, αποτυπώθηκαν στις παρτιτούρες του για σόλο πιάνο περισσότερο από όσο σε οποιεσδήποτε άλλες.
Δεν μπορώ φυσικά να τεκμηριώσω αυτόν τον ισχυρισμό μου με επιστημονικά/μουσικολογικά επιχειρήματα καθώς μιλάμε για την κατά κύριο λόγο ψυχολογική διάσταση του έργου ενός δημιουργού αλλά μπορώ να καταθέσω τους λόγους που με οδηγούν σε αυτόν. Γνωρίζουμε ότι ο Μπετόβεν ήταν μια πολλαπλά βασανισμένη προσωπικότητα που έζησε μια γόνιμη και πληρέστατη μεν αλλά και μάλλον δυστυχισμένη ζωή. Οι αιτίες για αυτό αρκετές, από την περιπετειώδη, άστατη αλλά εντέλει και μάλλον αποτυχημένη προσωπική ζωή του (παρά τους ουκ ολίγους έρωτες του ήταν ένας από τους μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού κλασικούς συνθέτες που δεν παντρεύτηκαν ποτέ, περίπου σκάνδαλο για τα τότε ήθη) και τον διαφορετικό από τους περισσότερους άλλους τρόπο με τον οποίο λειτούργησε επαγγελματικά (θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα και ότι ήταν...μάνατζερ του εαυτού καθώς, για να διατηρήσει την οικονομική, άρα και δημιουργική, ανεξαρτησία του δεν τέθηκε ποτέ «υπό την αιγίδα» ενός ηγεμόνα ή πλούσιου ευγενή ή της εκκλησίας αλλά ζούσε μόνον από τα έσοδα των δημοσίων εκτελέσεων/συναυλιών των έργων του τις οποίες διοργάνωνε ο ίδιος και λίγες, περιστασιακές και...κατ’ αποκοπήν, αναθέσεις) μέχρι την υγεία του που κλονίστηκε νωρίς και το γεγονός αυτό εύλογα τον επηρέασε τόσο άσχημα ψυχολογικά ώστε από μια στιγμή και μετά η συνολικά κακή σωματική κατάσταση του επιδεινωνόταν ραγδαία και το αναμφίβολα σημαντικότερο σκέλος αυτής της κακής υγείας του, την σταδιακή κώφωση του η οποία σύντομα κατέληξε σε ολική και πολλοί υποστηρίζουν ότι η ψυχολογική, σε ένα βαθμό και διανοητική φθορά, που του επέφερε ήταν επί της ουσίας η αιτία η οποία τον οδήγησε στον πρόωρο θάνατο του.
Ανθρωπος μοναχικός, αρχικά λόγω ιδιοσυγκρασίας και στη συνέχεια όλο και περισσότερο λόγω ποικίλων συνθηκών, με πάρα πολλούς θαυμαστές και υποστηρικτές αλλά ελάχιστους αληθινούς φίλος και μοναδικό πραγματικά δικό του άνθρωπο τον έναν από τους δύο αδελφούς του με τον οποίο είχε ισχυρό σύνδεσμο, κατά βάση εσωστρεφής αλλά και με έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις, με βροντερό γέλιο αλλά και συχνούς εντονότατους θυμούς οι οποίοι εκδηλώνονταν με εκρηκτικές κρίσεις, με πολύ ισχυρή αίσθηση της αξιοπρέπειας μα και εξαιρετικά υψηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση που κάποιες φορές έφταναν να δίνουν ακόμα και την λανθασμένη εντύπωση αλαζονείας και με μιαν οικονομική κατάσταση η οποία ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ανθηρή και σε ορισμένες περιόδους έφτανε να είναι και πολύ περιορισμένη ο Μπετόβεν έζησε μια ζωή στερημένη από πάρα πολλά, υλικά και μη, με τα δεύτερα να είναι πολύ περισσότερα και πολύ πιο επώδυνα. Βίωσε πάρα πολλά πάθη, του σώματος και ακόμα περισσότερα και πολύ πιο σφοδρά της ψυχής, ταλανίστηκε και ταλάνισε καθώς ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός και γενικότερα πολύ «δύσκολος» με όλους και όλες γύρω του και πριν από όλους τους συνεργάτες του μουσικούς.
Αυτό όμως που τον ταλάνιζε πάω από όλα τελικά πρέπει να ήταν η συνεχής εσωτερική διαπάλη του. Εχοντας πολύ μεγάλη αυτογνωσία και για αυτό υψηλότερες απαιτήσεις από οποιονδήποτε άλλο από τον εαυτό του αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι σαν άνθρωπος ήταν απλά πολύ κατώτερος από ό,τι ήταν ως δημιουργός/μουσικός. Δεν το συγχωρούσε αυτό στον εαυτό του και πολέμησε, έδωσε πολύ σκληρή μάχη σε όλη την διάρκεια της ζωής του για να το ανατρέψει. Εν κατακλείδι έχουμε να κάνουμε με μιαν αυθεντικά τραγική φυσιογνωμία και ένα γνήσιο τέκνο του κυρίαρχου όχι μόνον μουσικού αλλά και συνολικού πολιτιστικού ρεύματος της εποχής του, του ρομαντισμού και φορέα στο έπακρο του πνεύματος του τελευταίου, του περιώνυμου Sturm und Drang.
Αυτό φαίνεται και σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα περιστατικά της ζωής του που για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν ίσως αστείο, ακόμα και γελοίο αλλά για τον ίδιο είναι ένα ακόμα δείγμα της τραγικότητας της ύπαρξης του. Ηταν όταν, αν και εντελώς κωφός πλέον, επιχείρησε να διευθύνει, για τελευταία φορά όπως αποδείχθηκε, την ορχήστρα κατά την ζωντανή παρουσίαση ενός έργου του. Ακριβώς λόγω του προβλήματος της ακοής του στην προτελευταία πρόβα τα φάλτσα και άλλα λάθη των μουσικών ήταν τόσα και τέτοια ώστε κατέληξαν σε ένα πανδαιμόνιο κακοφωνίας που οι ίδιοι σταμάτησαν κατεβάζοντας ο ένας μετά τον άλλο τα όργανα τους. Οι περισσότεροι είχαν μείνει αποσβολωμένοι από το πως ο μόνος που έδειχνε να μην έχει αντιληφθεί τι είχε συμβεί ήταν ο ίδιος ο συνθέτης και μαέστρος. Ενώ είχαν σταματήσει να παίζουν ο Μπετόβεν, με σκυμμένο το κεφάλι, τα μακριά και ατίθασα μαλλιά του να του μπαίνουν στα μάτια αλλά με το βλέμμα καρφωμένο στην παρτιτούρα του μαέστρου, συνέχιζε να διευθύνει ακάθεκτος! Η εξήγηση δόθηκε με τον πιο ταπεινωτικό για εκείνον τρόπο όταν, μετά από σύντομο δισταγμό, ο βοηθός του – και ένας από τος ελάχιστους οι οποίο γνώριζαν το πρόβλημα του – τον χτύπησε απαλά στον ώμο. Γύρισε και τον κοίταξε, εξοργισμένος για την διακοπή και εκείνος με ένα νεύμα του έδειξε αυτό που συνέβαινε μπροστά του, τα μέλη μιας ολόκληρης ορχήστρας να έχουν σταματήσει να παίζουν και να τον κοιτάζουν άφωνοι. Το μέχρι τότε κρυμμένο «μυστικό»| του είχε αποκαλυφθεί και με τον πιο οδυνηρό τρόπο...Με μια έκφραση λύσσας στο πρόσωπο του που μόνον αν ήμασταν μέσα στο μυαλό του θα γνωρίζαμε αν ήταν για τους μουσικούς που είχε γελοιοποιηθεί μπροστά τους ή για τον εαυτό του ο οποίος ήταν υπαίτιος για αυτό πέταξε την μπαγκέτα κάνοντας νόημα στον βοηθό του να αναλάβει την συνέχεια της πρόβας, γύρισε την πλάτη του στην ορχήστρα και βγήκε από την αίθουσα χωρίς να κοιτάξει ούτε μια φορά πίσω του. Αν κοιτούσε θα έβλεπε όλους τους μουσικούς, δίχως κανένας τους να γελάει αλλά αντίθετα σοβαροί όσο ποτέ, να έχουν σηκωθεί και να υποκλίνονται, όχι μόνον από σεβασμό σε αυτόν τον κολοσσό της τέχνης τους αλλά και αποχαιρετώντας τον ως μαέστρο.
Το ίδιο το γεγονός όμως έχει και μια δεύτερη ανάγνωση, το ότι ο Μπετόβεν προσπάθησε να διευθύνει όντας κωφός και συνέχισε να το κάνει ακόμα και με μια ορχήστρα που δεν έπαιζε, εκτός από το να επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την μουσική ιδιοφυία του, δείχνει από το πόσο βαθιά μέσα του πήγαζε η μουσική του, τόσο βαθιά που δεν ήταν ανάγκη να την ακούσει από όργανα, να ακούει τον ήχο της. Την άκουγε ολοκληρωμένη πριν ακόμα την καταγράψει στο πεντάγραμμο, την άκουγε με τα αυτιά της ψυχής και του μυαλού του, πολύ περισσότερο από όσο με αυτά στο κεφάλι του και αυτό ήταν ήδη μια πολύ μεγάλη δύναμη και του έδινε ακόμα περισσότερη. Δύναμη που φάνηκε και στη συναυλία όταν όλοι ανησυχούσαν για το πόσο λυπημένος θα ήταν για το ότι, για πρώτη φορά, δεν θα παιζόταν ένα έργο του με τον ίδιο όχι μπροστά στην ορχήστρα να την διευθύνει αλλά καθισμένο ανάμεσα στο κοινό, σαν να ήταν ένας ακόμα ακροατής. Καμία απολύτως λύπη όμως, ήσυχος κατά το δυνατόν υποθέτω ότι ο βοηθός του θα είχε προετοιμάσει και θα διηύθυνε σωστά την ορχήστρα κάθισε να «παρακολουθήσει» την συναυλία. Μαρτυρίες μάλιστα λένε ότι στο πρόσωπο του υπήρχε ένα γαλήνιο, σχεδόν ευτυχισμένο χαμόγελο που σχεδόν ποτέ δεν τον είχαν ξαναδεί να έχει. Ισως γιατί, απαλλαγμένος αναγκαστικά από το άγχος της διεύθυνσης και της παράστασης, μπόρεσε να κλείσει και πάλι τα μάτια, όπως και στην τελευταία για εκείνον πρόβα και να ακούσει το έργο του στην ιδανική, την τέλεια εκτέλεση του, όπως το άκουγε άλλωστε από την στιγμή που το έγραψε. Απολαμβάνοντας το, αυτός, ο κωφός, εξίσου με τους ακροατές και επικοινωνώντας έτσι μαζί τους με αυτόν τον παράδοξο αλλά και συγκλονιστικό τρόπο.
Το πιάνο δεν ήταν απλά το μοναδικό όργανο που κατείχε εκτελεστικά. Ήδη από την εποχή των σπουδών του και από την αρχή της διαδρομής του ήταν και το μόνο το οποίο είχε πάντα σπίτι του. ουσιαστικά ένα από τα ελάχιστα πράγματα που υπήρχαν στην λιτή κατοικία του. Σε αυτό δοκίμαζε τις συνθέσεις του, ίσως και να έγραφε πάνω του μερικές φορές αλλά και, σε μιαν εποχή που δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι οικιακής διασκέδασης, ήταν και ο μοναδικός φίλος του τις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς, πολύτιμο εργαλείο δουλειάς και ταυτόχρονα συντροφιά και το καταφύγιο του. Επίσης τόσο πριν την κώφωση του όσο και πολύ περισσότερο μετά ήταν ο μοναδικός του τρόπος να βιώνει την σωματικότητα την έργων του, στοιχείο τότε, τώρα και πάντα απαραίτητο για κάθε μουσικό. Ακόμα και σημειολογικά, με το ασπρόμαυρο κλαβιέ του, πρέπει να του έδινε μιαν εικόνα της ζωής του, μοιρασμένης - ή διχασμένης; - ανάμεσα στο φως της δημιουργίας και το σκοτάδι της καθημερινότητας.
Όλα αυτά ήταν απολύτως φυσιολογικό να εκφραστούν και να αποτυπωθούν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο στα έργα του για το όργανο που, από την στιγμή ιδίως που έπαψε να ακούει τον ήχο της, έγινε για εκείνον η εικόνα της ίδια της ίδιας της μουσικής του. Κατά κύριο λόγο δηλαδή οι τριάντα δύο σονάτες του για πιάνο, χωρισμένες σε τρεις περιόδους – με τους αριθμούς που έχουν στην εργογραφία του να μην ανταποκρίνονται πάντα στην χρονολογική σειρά με την οποία συντέθηκαν – και στο σύνολο τους ένα από τα κοσμήματα της πιανιστικής φιλολογίας όλων των εποχών. Διαφορετικής δομής και ανάπτυξης η κάθε μια φυσικά αλλά, αν τις ακούσεις όλες μαζί, την μία μετά την άλλη και με την σειρά που έχουν στην εργογραφία του, είναι αδύνατο να μην προσέξεις ότι όλες έχουν ένα κοινό στοιχείο, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, έντονο ή πιο υπαινικτικό. Δεν είναι άλλο από την ατέρμονα εσωτερική μάχη που προανέφερα η οποία τον κατέτρωγε αλλά παράδοξα ήταν ταυτόχρονα και η κυριότερη ίσως κινητήρια δύναμη του. Στις σονάτες για πιάνο, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο τμήμα του έργου του, φαίνεται η διαρκής διαπάλη του σπουδαίου μουσικού Μπετόβεν με τον γεμάτο από τόσες αδυναμίες και, γιατί όχι, ελαττώματα άνθρωπο Λούντβιχ. Η αέναη προσπάθεια του πρώτου να μην φοβηθεί, να κατέβει στο επίπεδο του δεύτερου, να συγκρουστεί με τους δαίμονες του, να τους νικήσει αυτός στη θέση του και να τον λυτρώσει ώστε να μπορέσει να τον πάρει μαζί του, να τον φέρει στο δικό του επίπεδο, εκεί όπου έφτασε εκείνος, πατώντας στους ώμους γιγάντων όπως ο Μπαχ, ο Χάιδν αλλά και ο – τόσο επιπόλαιος και ανώριμος ως άνθρωπος - Μότσαρτ για να γίνει ο τιτάνας Μπετόβεν. Και στη συντριπτική πλειοψηφία των σονατών όχι μόνον αυτή η λυσσώδης εσωτερική μάχη του πεντακάθαρα ορατή αλλά και καταλήγει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, διαμέσου της καταβύθισης στην πιο χαμηλή πλευρά της ανθρώπινης υπόστασης του ο δημιουργός, χάρη σε αυτή την γεμάτη αυτοθυσία ταπείνωση του, ανυψώνεται και πάλι, αλώβητος, πιο μεγαλειώδης και υψηλότερα από ποτέ. Το πνεύμα νικά κατά κράτος την ύλη και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν!
Με αφορμή την συμπλήρωση διακοσίων πενήντα ετών από την γέννηση του Μπετόβεν το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών προσκάλεσε τον Μαρτίνο Τιρίμο να παίξει σε τέσσερις συνολικά συναυλίες, κατά την διάρκεια αυτής και της επόμενης σεζόν, πιανιστικά έργα του. Παιδί θαύμα του πιάνου που εκδήλωσε το ταλέντο του ήδη σε ηλικία οκτώ ετών ο – μόνιμα εγκατεστημένος στο Λονδίνο εδώ και πολλά χρόνια – Μαρτίνος Τιρίμος είναι κορυφαίος σολίστ του οργάνου με αληθινά διεθνή καταξίωση και ακτινοβολία αλλά και μαέστρος ενώ επίσης έχει και συνθετικό έργο. Πριν και πάνω από όλα όμως είναι πιανίστας με όχι μικρό εύρος ρεπερτορίου και δικαίως θεωρείται διεθνώς ένας από τους πλέον διακεκριμένους εκτελεστές των έργων του Μπετόβεν για κλειδοκύμβαλο, για να θυμηθούμε και την ονομασία του οργάνου στην καθαρεύουσα.
Στην πρώτη από αυτές τις συναυλίες έπαιξε τέσσερα έργα. Τα δύο από αυτά ανήκουν στην νεανική περίοδο του δημιουργού, το ως και χαριτωμένο – γα τα δεδομένα του Μπετόβεν φυσικά! – και με στιγμές που φτάνουν να θυμίζουν ως και το ροκοκό του Μότσαρτ Ρόντο σε ντο μείζονα και το, εν είδει άσκησης ύφους μάλλον ακόμα, Παραλλαγές στο αγγλικό πατριωτικό τραγούδι «Ο Θεός ας σώζει τον βασιλέα» (που βέβαια αργότερα έγινε ο εθνικός ύμνος της Αγγλίας) και τα οποία φυσικά ο σολίστ απέδωσε περισσότερο και από άψογα.
Οι μεγάλες όμως στιγμές του προγράμματος αναμφίβολα θα ήταν δύο από τις σονάτες και μάλιστα εκ των δημοφιλέστερων. Η Σονάτα αριθμός 17 σε ρε μινόρε, πιο γνωστή ως Καταιγίδα (ή Τρικυμία) είναι, όπως φαίνεται και από τον υπότιτλο της, ένα έργο που βρίθει από τις συνεχείς και συχνά ακρότατες ψυχολογικές μεταπτώσεις του δημιουργού. Δεν χρειάζεται φυσικά να γίνει κανένα σχόλιο για την υπερβατικής τελειότητας τεχνική πλευρά της εκτέλεσης του Μ. Τιρίμου αλλά, κατά τη γνώμη μου, «φώτισε» κάποια από τα πιο σκοτεινά σημεία του έργου και «στρογγύλεψε» μερικές από τις αιχμηρές γωνίες του περισσότερο από όσο θα χρειαζόταν. Αντίθετα καμία απολύτως ένσταση για την αριστουργηματική Σονάτα αριθμός 21 σε νρο ματζόρε η πιο απλά Βάλντσταϊν (Waldstein) στην οποία οι λιγότερο επιφανειακές ίσως αλλά δεόντως αισθητές εσώτερες συγκρούσεις και αντιθέσεις του συνθέτη αποδόθηκαν με ιδανική ισορροπία.
Ο Μαρτίνος Τιρίμος είναι ένας εξαίρετος μουσικός και ένας πάρα πολύ μεγάλος πιανίστας, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφισβήτηση για αυτό. Ακόμα όμως και αν όχι δεν τον γνωρίζεις προσωπικά αλλά τον βλέπεις – όχι σε φωτογραφία – για πρώτη φορά, όχι μάλιστα τόσο όταν παίζει αλλά όταν υποκλίνεται ανάμεσα στα έργα και μετά το φινάλε, διαπιστώνεις αμέσως από το χαμόγελο του, την σεμνή στάση του σώματος του και τις ελάχιστες χειρονομίες του, ότι αφενός είναι ένας άνθρωπος γέματος καλοσύνη και αφετέρου έχει κατακτήσει εδώ και πολλά χρόνια την εσωτερική ειρήνη του. Για αυτό και πιθανότατα δεν μπορεί να συναισθανθεί, πόσο μάλλον να ταυτιστεί, με την ατελείωτη εσωτερική σύγκρουση που σκότωνε και την ίδια στιγμή ανάσταινε τον δημιουργό Μπετόβεν, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον αείμνηστο μέγα Βλαντιμίρ Χόροβιτζ (έναν Ουκρανό τον οποίο οι αντιθέσεις του με το τότε σοβιετικό καθεστώς τον έκαναν να ζητήσει αρχικά καταφύγιο, στη συνέχεια άσυλο και εντέλει να πολιτογραφηθεί Αμερικανός) που βλέποντας μόνο τον αγωνιώδη τρόπο με τον οποίο έσκυβε πάνω από το κλαβιέ, ολοφάνερα πολεμώντας με οδύνη αλλά και θαυμαστή γενναιότητα τους δικούς του δαίμονες, καταλάβαινες αμέσως γιατί ήταν σε θέση να εκμαιεύσει από την πιο όμορφη και μελωδική ίσως σονάτα του Μπετόβεν, αυτή του Σεληνόφωτος, τον πιο...σκοτεινό πυρήνα της!
Απόλαυσα και με το παραπάνω την συναυλία του Μαρτίνου Τιρίμου και σκοπεύω να παρακολουθήσω και τις υπόλοιπες τρεις. Την απόλαυσα όμως εκτιμώντας έναν σπουδαίο μουσικό που εκτελεί μεν υποδειγματικά τα πιανιστικά έργα του Μπετόβεν αλλά λόγω ψυχοσύνθεσης δεν μπορεί να τα εκτοξεύσει προς τις συμπαντικές κορυφές στις οποίες, έστω και υποσυνείδητα, ο αθεράπευτα υψιπετής μουσουργός στόχευε όταν τα έγραφε.