Η τιμή του έρωτα και η...άτιμη σαγήνη του εξουσιάζειν

«Ωραία Μου Κυρία» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
Ο θίασος
Ο θίασος
Φωτογραφία: Α. Σιμόπουλος

Αισθάνομαι υποχρεωμένος να ξεκινήσω το κείμενο λέγοντας πως είχα πολλές ενστάσεις για την πρώτη συνεργασία της ομάδας του Γιάννου Περλέγκα με την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, μια παραγωγή της όπερας του Ιάννη ξενάκη «Βάκχαι» που παίχτηκε για μόλις δύο παραστάσεις τον Ιούλιο του ’18. Ο λόγος δεν ήταν η σκηνοθεσία, αντίθετα την είχα βρει ενδιαφέρουσα και κάποιες στιγμές ιδιαίτερα ευφάνταστη αλλά ο τρόπος που διαχειρίστηκε ο Γιάννος Περλέγκας το καθαρά μουσικό μέρος του έργου του Ξενάκη και ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν σύμφωνος όχι μόνο με τις προθέσεις αλλά ακόμα και με το συνολικό πνεύμα του πρωτοπόρου δημιουργού. Οφείλω λοιπόν να πω εξαρχής ότι, αντίθετα με την πρώτη, δεν έχω την παραμικρή αντίρρηση για την δεύτερη συνεργασία του καταξιωμένου ηθοποιού και σκηνοθέτη και της ομάδας του με την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Το «Ωραία Μου Κυρία» (που παίζεται από τις 21 Νοεμβρίου μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου) είναι μια αληθινά λαμπρή παράσταση η οποία τιμά όλους/ες τους/τις συντελεστές/ιες της αλλά και τους δύο φορείς, τον θεσμικό και τον μη, που συνέπραξαν για αυτήν.

Η αρχή - και πρώτιστη αιτία – για αυτό, όπως πάντα όταν μιλάμε για οποιοδήποτε είδος θεάτρου, είναι το ίδιο το έργο. Η αξία του κειμένου του είχε φανεί ήδη από την πρώτη μορφή του, το έργο πρόζας του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο «Πυγμαλίων» που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1913 και μεταφέρθηκε στη συνέχεια στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Γκάμπριελ Πασκάλ. Κακά τα ψέματα όμως, ήταν η musical εκδοχή του με την μουσική του Φρέντερικ Λόου και το κείμενο και τους στίχους του Άλαν Τζέι Λέρνερ και με τον τίτλο πλέον «My Fair Lady» αυτή που ανέδειξε διεθνώς. Το «Ωραία Μου Κυρία» όπως αποδόθηκε στα ελληνικά (ατυχέστατα όπως ανέκαθεν πίστευα καθώς το fair δεν έχει καμία σχέση με την ομορφιά, σημαίνει ευγενική, επίθετο άλλωστε το οποίο σχετίζεται αμεσότατα με το περιεχόμενο του έργου) έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ το ’56 και δύο χρόνια αργότερα στο Λονδίνο, οι αρχικές παραγωγές του έκαναν ρεκόρ μακροβιότητας και για να ακολουθήσουν αρκετές άλλες, τόσο στην Αμερική όσο και στην Αγγλία – η πιο πρόσφατη μόλις το ’15 στο Μπρόντγουεϊ – και βέβαια κατέκτησε σχεδόν όλο τον κόσμο με την κινηματογραφική μεταφορά του ’64 σε σκηνοθεσία Τζορτζ Κιούκορ (καθώς η υπόθεση διαδραματίζεται στην Αγγλία, στο Λονδίνο συγκεκριμένα, το αρχικό πρωταγωνιστικό ζεύγος ήταν βρετανικό, ο Ρεξ Χάριζον και η «μεγάλη κυρία» των musicals Τζούλι Αντριους αλλά στην ταινία την θέση της δεύτερης πήρε η Αμερικανίδα Οντρεϊ Χέμπορν). Θεωρείται δικαιολογημένα και είναι κλασικό των κλασικών για το ιδίωμα του, κάποιοι μάλιστα έφτασαν να το αποκαλέσουν «το τέλειο musical».

Μερικές φορές βέβαια τα εντυπωσιακά στατιστικά στοιχεία και οι «υπερθετικοί» χαρακτηρισμοί δεν σημαίνουν τίποτα για την πραγματική αξία ενός δημιουργήματος αλλά κάθε άλλο παρά είναι τέτοια περίπτωση το «Ωραία Μου Κυρία». Ήδη το θεατρικό έργο του Μπεέρναρντ Σο και ακόμα περισσότερο η musical εκδοχή ήταν κείμενα εξαιρετικά – και τόσο ασυνήθιστα για την εποχή τους! – πολυεπίπεδα και πολλά περισσότερα από μιαν ακόμα αλληγορία του ανθρώπου ως Θεού που δημιουργεί άλλους ανθρώπους στην οποία παραπέμπει ο τίτλος «Πυγμαλίων» του αυθεντικού θεατρικού έργου.

«Ωραία Μου Κυρία» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
«Ωραία Μου Κυρία» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
Α. Σιμόπουλος

Επιφανειακά είναι μια χαριτωμένη ιστορία αγάπης στο μοτίβο της «σύγχρονης Σταχτοπούτας», η φτωχή και εντελώς αμόρφωτη ανθοπώλις Ελάιζα Ντούλιτλ βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο του «ευγενικής καταγωγής» πλουσίου καθηγητή γλωσσολογίας Χένρι Χίγκινς. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η προσπάθεια του καθηγητή να μετατρέψει την Ελάιζα σε «αληθινή κυρία», περισσότερο ακόμα από ένα παιχνίδι για να σκοτώσει την πλήξη του, είναι η αρκούντως διεστραμμένη – έστω και αν είναι υποσυνείδητη – επιθυμία του να δημιουργήσει εκ του μηδενός, όπως πιστεύει, ένα πλάσμα που θα ελέγχει απόλυτα. Πηγαίνοντας όμως ακόμα βαθύτερα, τι είναι αυτό που επιτρέπει στον Χίγκινς και τους φίλους του όπως ο στρατιωτικός αλλά και επίσης γλωσσολόγος Πίκερινγκ να έχουν την παιδεία, τον χρόνο αλλά και την διάθεση για να πειραματίζονται με τις ανθρώπινες ζωές και ψυχές σα να ήταν...ποντίκια εργαστηρίου; Μα φυσικά τα χρήματα, το ότι είναι πλούσιοι. Είναι το χρήμα και μόνο λοιπόν που δίνει την δυνατότητα σε κάποιους, λίγους πάντα και, κατά κανόνα, άντρες να εξουσιάζουν άλλους, πολλούς περισσότερους (και πριν από οποιονδήποτε άλλο άντρα τις γυναίκες) θεωρώντας και μεταχειρίζοντας τους ως υλικά αντικείμενα και καθιστώντας τις σχέσεις τους μαζί τους εμπορευματικές, γεγονός βέβαια που αυξάνει και ισχυροποιεί τον έλεγχο τους πάνω τους και καταλήγει να τρέφει με ακόμα περισσότερη εξουσία το ήδη διογκωμένο εγώ τους.

Βάσια Ζαχαροπούλου, Γιάννος Περλέγκας
Βάσια Ζαχαροπούλου, Γιάννος Περλέγκας
Φωτογραφία: Α. Σιμόπουλος

Το φινάλε, αν και τυπικά «ευτυχισμένο», είναι απολύτως διφορούμενο και πολύ περισσότερο θέτει ερωτήματα παρά δίνει απαντήσεις ή, ακόμα πιο πολύ, λύσεις. Η Ελάιζα κατορθώνει όχι μόνο να γίνει «κυρία» αλλά και να κατακτήσει την καρδιά του Χίγκινς όμως και εκείνος όχι μόνο κερδίζει το στοίχημα, πριν από όλους με τον εατό του, που είχε αποτελέσει για αυτόν αλλά και στην κυριολεξία βλέπει τον έρωτα να μπαίνει επιτέλους στην μοναχική και βαρετή ζωή του. Ποιος/α κερδίζει λοιπόν, εκείνος, εκείνη, το αρσενικό, το θηλυκό, αμφότερα σε έναν ισόπαλο αγώνα; Ή μήπως, όπως ίσως υπονοεί η - με χιούμορ μεν ειπωμένη αλλά επί της ουσίας επιτιμητική έμμεση προσταγή – καταληκτική φράση του έργου «Ελάιζα, πού στο διάβολο είναι οι παντόφλες μου;» ο τελικός νικητής ήταν, είναι και θα είναι το χρήμα; Και όσοι/ες το διαθέτουν βεβαίως...

Αν προσθέσουμε σε αυτή την υψηλότατης ποιότητας πρώτη ύλη πνευματώδεις διαλόγους, εμπνευσμένα και πολύ καλογραμμένα σολιστικά (θα ήταν μάλλον αδόκιμο να μιλήσουμε για...άριες σε musical) και ακόμα περισσότερο θα έλεγα χορωδιακά μέρη και το ότι η συγκεκριμένη (από την Τρουντ Ρίτμαν) διασκευή/εκδοχή για δύο πιάνα, επί της ουσίας concertante δηλαδή, που παρουσιάζεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ δίνει «χώρο» τόσο στους διαλόγους όσο και, παρότι μπορεί να φαίνεται αρχικά παράδοξο, στα τραγουδιστικά μέρη για να αναδείξουν τόσο τις όμορφες μελωδίες όσο και τις ικανότητες των ερμηνευτών/ιών περισσότερο από όσο η ορχηστρική μορφή είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με άριστο θεατρικό υλικό το οποίο απλά αναμένει να αξιοποιηθεί. Ο Γιάννος Περλέγκας, με την συμβολή φυσικά όλης της ομάδας του, το αξιοποίησε από πάσης πλευράς στο έπακρο στήνοντας μια παράσταση που, πριν από όλα, ρέει στην κυριολεξία σαν καλολαδωμένη μηχανή, έχει απολύτως συγκεκριμένο ρυθμό ακόμα και στα μέρη της πρόζας και μάλιστα εκείνον τον οποίον επέλεξε ο ίδιος να έχει και δικαιώνοντας έτσι στον απόλυτο βαθμό την απόφαση του καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ Αλέξανδρου Ευκλείδη να του εμπιστευθεί την ανάθεση αυτής της παραγωγής.

«Ωραία Μου Κυρία» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
«Ωραία Μου Κυρία» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ
V. Isaeva

Η μετάφραση των μερών πρόζας που έκανε η Μαρία Κυριαζή μαζί με τον ίδιο και ακόμα περισσότερο η ευφυέστατη των στίχων από τον Δημήτρη Δημόπουλο ο οποίος έκανε πάρα πολλές υπερβάσεις, ακόμα και...άλματα ως προς την φόρμα τους για να διατηρήσει και, όταν χρειαζόταν, να προσαρμόσει στο σήμερα το πνεύμα τους του έδωσαν μια στέρεα βάση για να κινηθεί. Καθοριστικότατης σημασίας όμως ως προς το στίγμα που ήθελε να δώσει ο σκηνοθέτης είναι τα σκηνικά και ιδίως τα κουστούμια της Λουκίας Χουλιάρα τα οποία σαφώς μεν τοποθετούν την παράσταση στην εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται το έργο αλλά και την εκσυγχρονίζουν διακριτικά ενώ η σουρεαλιστική διάσταση ορισμένων από αυτά παραπέμπει στο βαθύτερο επίπεδο του έργου που, αν δεν έγινε φανερό ως τώρα, κυρίως εστιάζει αλλά δίχως να το «φωνάζει» ο Γιάννος Περλέγκας. Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε είναι και η αξιοποίηση κάποιες στιγμές της θέσης, της εμφάνισης αλλά και του παιξίματος των δύο μουσικών της παράστασης ως...ηθοποιών!

Ο ίδιος καταγάγει ερμηνευτικό θρίαμβο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι πραγματικά απαστράπτων – «μπριλάντε» όπως θα έλεγαν οι θεατρικοί κριτικοί μας άλλης εποχής- περνώντας με αστραπιαία ταχύτητα και ακρίβεια από την ειρωνεία ή και την αλαζονεία στον κυνισμό και από εκεί στις πιο ευαίσθητες ή ακόμα και ευάλωτες στιγμές, από την σκοτεινή στη φωτεινή πλευρά του χαρακτήρα και τουνάπαλιν, αποκαλύπτοντας αργά μα σταθερά την ματαιότητα ή και την κενότητα που κρύβονται πίσω από την έπαρση μα και την μόρωση του Χίγκινς. Παράλληλα όμως – για όσους/ες μπορούν να το διακρίνουν φυσικά – σαρκάζει διαρκώς τον ρόλο του φτάνοντας σε κάποια σημεία στην απολαυστική ανατροπή του εκ των έσω αλλά δίχως αυτό να εμποδίζει ή και να επηρεάζει στο ελάχιστο την αψεγάδιαστη ερμηνεία του και αποδεικνύοντας έτσι, για μιαν ακόμα φορά, ότι αναμφίβολα είναι ο κορυφαίος πιθανότατα ηθοποιός της γενεάς του. Πολύ καλές οι νέες υψίφωνοι της ΕΛΣ Βάσια Ζαχαροπούλου και Χριστίνα Ασημακοπούλου που ερμηνεύουν εναλλακτικά τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο. Δεν ξεχωρίζω κανέναν/μια από τους υπόλοιπους/ες για να μην αδικήσω τους/τις άλλους/ες καθώς, όπως συμβαίνει πάντα στα έργα με πολυμελή διανομή που σκηνοθετεί ο Γιάννος Περλέγκας είναι πάνω από όλα ομαδικές εργασίες με την έμφαση στο σύνολο – το οποίο φυσικά, για να μπορεί να λειτουργήσει έτσι, αποτελείται από άψογες ανδρικές και γυναικείες υποκριτικές μονάδες – όπως υπογραμμίζεται άλλωστε για άλλη μια φορά και από τις υπέροχες χορογραφίες της (επίσης και βοηθού σκηνοθέτη) Δήμητρας Ευθυμιοπούλου. Τέλος άριστη είναι και η συνοδεία στα δύο πιάνα, τόσο του Στάθη Σούλη (που έχει και την μουσική διεύθυνση) όσο και της Βικτωρίας - Φιοράλμπα Κιαζίμη.

«Ωραία μου κυρία»
«Ωραία μου κυρία»
Φωτογραφία: Α. Σιμόπουλος

Ο Γιάννος Πέρλαγκας σεβάστηκε απόλυτα το έργο και απλώς τόνισε εκείνα τα στοιχεία του που το καθιστούν διαχρονικό για να καταλήξει στο κομβικό ζήτημα το οποίο, έτσι και αλλιώς, βρίσκεται στον πυρήνα του και το οποίο συνόψισε με θαυμαστή επιγραμματικότητα στον τίτλο ενός βιβλίου του ο μέγιστος κοινωνιολόγος και ψυχολόγος της σχολής της Φρανκφούρτης Εριχ Φρομ, «Να έχεις ή να είσαι;». Το ίδιο το έργο αποφεύγει να δώσει απάντηση – αν και σίγουρα κλίνει προς το δεύτερο – αλλά η παράσταση σαφώς το κάνει, υπαινικτικά ίσως αλλά και εμφατικά, όταν δεν είσαι οτιδήποτε όσα και αν έχεις ή αποκτήσεις δεν θα γίνεις ποτέ κάτι.

Τελειώνοντας θα ήθελα να πω ότι ήδη από την πρώτη φορά που είδα μικρός την κινηματογραφική μεταφορά του «My Fair Lady» είχα μείνει με μιαν απορία η οποία μέχρι και σήμερα δεν μου έχει λυθεί, γιατί το χαρακτηρίζουν...musical αφού τα μέρη της πρόζας διαρκούν εξίσου, αν όχι και περισσότερο, από τα μουσικά! Αυτό όμως είναι καθαρά προσωπικό θέμα μου και εντέλει δεν έχει καμία σημασία. Οπως και αν το πούμε το «Ωραία Μου Κυρία» είναι ένα θαυμάσιο έργο και η εν λόγω παράσταση του απλά εξαίρετη την οποία οι φίλοι και οι φίλες του καλού θεάτρου, ανεξαρτήτως ειδών - και χωρίς να φοβηθούν καθόλου την μεγάλη διάρκεια της καθώς δεν κουράζει ούτε στιγμή - αξίζει και πρέπει να μη χάσουν μιαν από τις υπόλοιπες φορές που θα παιχτεί μέχρι και την τελευταία ημέρα της χρονιάς.

|

Δημοφιλή