Δημήτρης Τριανταφύλλου, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης και εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του ΙΔΙΣ.
Αν και ήταν σχεδόν βέβαιο ότι o Ταγίπ Ερντογάν θα ήταν ο νικητής των προεδρικών εκλογών της 28ης Μαΐου, υπήρχε ένα ερωτηματικό για το εύρος τη πρωτιάς του. Χθες βράδυ το μυστήριο λύθηκε με το εύρος της νίκης Ερντογάν, περίπου τεσσάρων μονάδων, να λειτουργεί ως προσωπείο για την διασφάλιση της νομιμότητας του στην εξουσία. Τώρα το βάρος της διακυβέρνησης της χώρας και την αντιμετώπιση της σοβαρότατης οικονομικής κρίσης θα πρέπει να είναι το κύριο μέλημα του ενώ προβάλει την εικόνα του ως ο σύγχρονος στρατάρχης που θα καθοδηγήσει την χώρα του στον επόμενο αιώνα δεδομένου ότι φέτος η Τουρκική Δημοκρατία εορτάζει την πρώτη της εκατονταετία.
Πώς εξηγείται η επικράτηση Ερντογάν; Χάρη σε μια κομματική/οπαδική κατανομή οικονομικών οφελών, την προώθηση εθνικιστικών και μισογυνικών πολιτικές ταυτότητες, την συστηματική χειραγώγηση του εκλογικού συστήματος και των πολιτικών αντιπάλων, ο Ερντογάν μπόρεσε να εδραιώσει έναν συνασπισμό ψηφοφόρων (πρωτίστως Ισλαμιστών και εθνικιστών) που τον στηρίζει αδιάκοπα.
Τοιουτοτρόπως, η δημοτικότητά του είχε το κόστος να γέρνει το τουρκικό πολιτικό τοπίο πιο δεξιά. Παρόλο που τα όρια μεταξύ των κρατικών θεσμών και του AKP έχουν γίνει όλο και πιο ασαφή με τα χρόνια, ο Ερντογάν έχει αποτύχει μέχρι στιγμής να δημιουργήσει ένα γραφειοκρατικό κομματικό κράτος. Ως αποτέλεσμα, η πολιτική επιβίωση του προέδρου δεν είναι εγγυημένη χωρίς την υποστήριξη μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης ομάδας δρώντων ή/και ιδεολογικών ταυτοτήτων.
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου έχει ουσιαστικά παρεισφρήσει, ενισχύει και εδραιώσει περαιτέρω αυτούς τους δρώντες με βαθιές ρίζες στην κοινωνία για να εδραιώσει την ισχύ του. Αυτός είναι αναμφισβήτητα ένας λόγος πίσω από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από το AKP στον ίδιο τον πρόεδρο, όπως δείχνουν τα εκλογικά αποτελέσματα (η κοινοβουλευτική δύναμη του ΑKP έχει υποχωρήσει 7 μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 2018). Ως εκ τούτου, μια μιλιταριστική, υπερεθνικιστική, μισογυνιστική και συνωμοτική ατμόσφαιρα έχει κυριαρχήσει σε μεγάλο βαθμό στην τουρκική πολιτική σκηνή την τελευταία δεκαετία, συγκαλύπτοντας την αποδυνάμωση της κομματικής πολιτικής και ταυτότητας από τον Ερντογάν. Το αποτέλεσμα είναι η ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού τοπίου και ο ταυτόχρονος κατακερματισμός μεταξύ εθνικιστικών και ισλαμιστικών κομμάτων.
Εν ολίγοις, οι εκλογές διεξάγονται διαχρονικά κανονικά αλλά επικρατεί η αποδυνάμωση του κράτους δικαίου και της ελευθερίας της έκφρασης, και το δικαίωμα του κάθε πολίτη να ζει χωρίς αβεβαιότητα όσον αφορά την σχέση του με το κράτος.
Υπό αυτές τις συνθήκες η αποκαθήλωση του Προέδρου Ερντογάν δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση δεδομένου ότι πέραν της προσωποπαγής καθιέρωση του στην εξουσία για δυο δεκαετίες, οποιοσδήποτε πολιτικός αντίπαλος δεν είχε την δυνατότητα να συμμετάσχει με ίσους όρους ανταγωνισμού στην εκλογική μάχη λόγου περιορισμένης πρόσβασης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να προβάλλει τις θέσεις και το όραμα του. Αυτό έπαθε ο Κεμάλ Κιλισντάρογλου που έκανε ότι περισσότερο μπορούσε να ενώσει όλες τις αντί-Ερντογανικές δυνάμεις.
Η παντοδυναμία Ερντογάν είναι πια δεδομένη στο εσωτερικό της χώρας. Μένει να φανεί πως θα αντιμετωπίσει τις πολλές προκλήσεις διακυβέρνησης της χώρας, με προτεραιότητα την διαχείριση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και τις σχέσεις της Τουρκίας με πιστωτές και επενδυτές στο εξωτερικό, και πρωτίστως με την Δύση από την οποία ολοένα και απομακρύνεται. Οι οιωνοί δυστυχώς δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικοί.