Μια από της χρυσές στιγμές της τουρκικής διπλωματίας ήταν αναμφίβολα ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ουδετερότητα που κατάφερε να διατηρήσει από την αρχή μέχρι και λίγο πριν τη λήξη του πολέμου όταν και κήρυξε επίσημα πόλεμο (23/2/1945) στη Ναζιστική Γερμανία. Παρά την τριμερή συμφωνία που είχε υπογράψει η Τουρκία με τη Μ. Βρετανία και την Γαλλία (1939), καθώς επίσης και το Βαλκανικό Σύμφωνο (1934), η Τουρκία υπό την κυβέρνηση Ινονού κατάφερε να διαφυλάξει την ακεραιότητά της εν συνόλω, δεν ενεπλάκη στον πόλεμο, κράτησε ίση απόσταση από τους Συμμάχους και την ΕΣΣΔ, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν οικονομικά με τον Άξονα (παροχή μετάλλων και χρωμίου για κατασκευή όπλων).
Ο χαρακτηρισμός «Επιτήδειος Ουδέτερος» που είχε αποδώσει ο Webber G. Frank με το ομότιτλο βιβλίο του στην Τουρκία αποκτά διαχρονική αξία, καθώς στα πρόθυρα ενός πιο εκτεταμένου πολέμου, η Τουρκία φαίνεται να διατηρεί για ακόμη μια φόρα μια ψυχρή αλλά καθόλου απερίσκεπτη ουδετερότητα. Αν και μέλος του ΝΑΤΟ ήδη από το 1952, η Τουρκία ποτέ δεν έγινε ενεργό μέλος αυτού που αποκαλούμε «Δύση». Μάλιστα, από την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία η Τουρκία παρουσιάζει έντονη ισλαμοποίηση απαξιώνοντας την διαδικασία εκδυτικισμού στην οποία δειλά δειλά είχε αρχίσει να εισέρχεται από τον προηγούμενο αιώνα κλείνοντας το μάτι στην Ευρώπη.
Τα τελευταία έτη η Τουρκία διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία ως περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η έντονη εμπλοκή της στον Πόλεμο της Συρίας, οι συνεχείς διπλωματικές και πολιτικές συγκρούσεις με την Ελλάδα, καθώς και η πρόσφατες αποφάσεις που έλαβε σχετικά με τον εν εξελίξει Πόλεμο στην Ουκρανία δείχνουν μια ρεαλιστική αναθεωρητική δύναμη που δρα με μόνο γνώμονα το κρατικό και πολιτικό συμφέρον της.
Εντύπωση προκαλεί σε πολλούς το ότι ενώ η Τουρκία έχει εμπλακεί σε αρκετούς περιφερειακούς και μη πολέμους εν προκειμένω υιοθετεί μια στάση που ομοιάζει σε αυτή του Πόντιου Πιλάτου, κοινώς «νίπτει τας χείρας της». Η εν εξελίξει κρίση στην Ουκρανία αντικατοπτρίζει την σύγκρουση μεταξύ δυτικών και ρωσικών συμφερόντων. Είναι ένα πεδίο μάχης όπου αναμετρώνται έμμεσα και άμεσα δύο υπερδυνάμεις. Η Τουρκία δεν είναι φίλη με καμία από τις δύο αυτές δυνάμεις είναι όμως μέλος του ΝΑΤΟ και περιστασιακός εταίρος ή και σύμμαχος ακόμη της Ρωσίας, όταν αυτό προστάζει το τουρκικό συμφέρον.
Πριν λίγες μέρες, ο Τούρκος Πρόεδρος δήλωσε ότι δεν θα συμμετάσχει στις κυρώσεις για την Ρωσία ενώ είπε χαρακτηριστικά «δεν θα εγκαταλείψουμε την Ουκρανία, δεν θα εγκαταλείψουμε την Ρωσία». Αυτή η ίση απόσταση, την οποία φαίνεται να κρατά η Τουρκία, της δίνει το περιθώριο να διαλέξει το στρατόπεδο του νικητή λίγο πριν τη λήξη της κρίσης, όπως ακριβώς έκανε και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέρος αυτής της πολιτικής αποτελεί και το κλείσιμο των Στενών στις 28 Φεβρουαρίου 2022.
Η εφαρμογή της Σύμβασης του Μοντρέ (1936) προβλέπει, βάσει του άρθρου 19, ότι σε περίοδο πολέμου και ενώ η Τουρκία δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, μπορεί να κλείσει τα Στενά για τα πολεμικά πλοία που ανήκουν στις εμπόλεμες χώρες. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορούν να περάσουν από τα Στενά πολεμικά πλοία μη εμπλεκόμενων κρατών (π.χ. γαλλικά). Επιπλέον, τα πολεμικά πλοία των παρευξείνιων χωρών, των οποίων η βάση τους είναι στην Μαύρη Θάλασσα και βρίσκονται εκτός, διατηρούν το δικαίωμα να επιστρέψουν σε αυτή (αρ.19).
Συνεπώς ρωσικά πολεμικά πλοία με βάση το Νοβοροσίσκ, για παράδειγμα, τα οποία βρίσκονται στην Μεσόγειο μπορούν να περάσουν από τα Στενά προκειμένου να επιστρέψουν στην βάση τους, να ανεφοδιαστούν και μετέπειτα να μεταβούν ενδεχομένως στην Κριμαία ή και την Οδησσό. Ενώ σε περίπτωση που κάποια δυτική δύναμη κηρύξει πόλεμο στην Ρωσία χάνει αυτομάτως το δικαίωμα της διέλευσης (πολεμικών πλοίων) από τα Στενά.
Τέλος βάσει των άρθρων 20 και 21, αν η Τουρκία αισθανθεί απειλή ή βρεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση αποκτά εξ ολοκλήρου τον έλεγχο των Στενών, απαγορεύοντας ή επιτρέποντας την είσοδο στην τάδε ή την δείνα χώρα κατά το δοκούν.
Συνεπώς, η προσφάτως ληφθείσα απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για ενεργοποίηση του άρθρου 19 της Σύμβασης του Μοντρέ ενισχύει την ουδετερότητά της, καθώς αφήνει το περιθώριο διέλευσης δυτικών πολεμικών πλοίων από τα στενά, ενώ παράλληλα επιτρέπει στα ρωσικά απομακρυσμένα από την βάση τους πολεμικά πλοία να επιστρέψουν στην Μαύρη Θάλασσα.