Πριν από έναν αιώνα, ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, ο αρχηγός του στόλου του Πολεμικού Ναυτικού, που απελευθέρωσε τα νησιά του Αιγαίου, δήλωσε με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση προς το τουρκικό ναυαρχείο: «Αναμένομεν αντίπαλον στόλον. Εάν στόλος σας στερείται γαιανθράκων, είμαι προθυμότατος παραχωρήσω». Εάν επικρατούσαν κατευναστικές τάσεις, είναι αμφίβολο εάν το Πολεμικό Ναυτικό θα μπορούσε να διατηρήσει την υπερεκατονταετή υπεροχή του για τον έλεγχο της θάλασσας.
Ο αυξανόμενος αναθεωρητισμός της Τουρκίας έχει κυριαρχήσει και όπως φαίνεται θα είναι το σημαντικότερο ζήτημα τα επόμενα χρόνια του 21ου αιώνα. Ο Ελληνισμός άρχισε να εστιάζεται πλέον προς μια στρατηγική εθνικής ασφάλειας που καθυστερούσε εδώ και καιρό, όπου η Τουρκία πλέον αναφέρεται ως απειλή και η πιο συνεπακόλουθη γεωπολιτική πρόκληση για τον Ελληνισμό. Αυτό σημαίνει ότι η Αθήνα πλέον δίνει προτεραιότητα στη νίκη επί της Τουρκίας, καθώς η Άγκυρα θεωρείται ο ταραξίας αντίπαλος του Ελληνισμού.
Μια απώλεια της θαλάσσιας κυριαρχίας του Ελληνισμού στο Αιγαίο θα έθετε σε κίνδυνο τα θεμελιώδη εθνικά συμφέροντα, ουσιαστικά τα περισσότερα από αυτά που εμείς θεωρούμε δεδομένα. Πιθανότατα, θα έθετε υπό αμφισβήτηση την ικανότητα του Ελληνισμού να είναι παγκοσμίως η σημαντικότερη ναυτική δύναμη με τα πλοία του εμπορικού ναυτικού.
Σίγουρα, όμως, μια πραγματική απώλεια του ελέγχου της θάλασσας θα υπονόμευε την κίνηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (ΕΕΔ) για την υποστήριξη επιχειρησιακών σχεδίων των νησιών για την αντιμετώπιση της τουρκικής πρόκλησης, τη διατήρηση της ανεξαρτησίας μας, τη διασφάλιση της ελεύθερης ροής του εμπορίου και την αποτροπή των αντιπάλων.
Ευτυχώς η ελληνική αερο-ναυτική ισχύς, πλέον ενδυναμώνεται σταθερά. Αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την τουρκική πρόκληση. Η Τουρκία έχει σαφώς και σκόπιμα επιδιώξει να αμφισβητήσει τη θαλάσσια ισχύ του Ελληνισμού.
Η προσαρμογή του τουρκικού ναυτικού και γενικά των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων υποστηρίζεται από μια ικανότητα κρούσης μεγάλης εμβέλειας και ακριβείας αξιοποιώντας τους βασικούς άξονες στον κυβερνοχώρο και το διάστημα, και όλα με τη σειρά τους υποστηριζόμενα από μη στελεχωμένα σκάφη (UAV-Drones) τουρκικής παραγωγής, εφόσον τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτύξει μια αξιοσημείωτη αμυντική βιομηχανία. Αυτή η τάση θα πρέπει να τραβήξει την προσοχή των Ελλήνων αξιωματούχων και των σχεδιαστών στρατηγικών.
Μια απόφαση αντίστασης ή αποτελεσματικής αντιμετώπισης της έμμεσης στρατηγικής της Άγκυρας και της ανάδειξής της ως θαλάσσιας δύναμης πρέπει να αντιμετωπιστεί στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας. Είναι δυνατόν να διαμορφωθεί μια βιώσιμη και επιτυχημένη ελληνική εξωτερική πολιτική που θα επιδιώκει να διατηρήσει την εθνική ισχύ του Ελληνισμού, ιδιαίτερα στην αεροναυτική ισχύ, χωρίς να πέσουμε θύματα των μυριάδων παγίδων που προβάλλει η στρατηγική (παγίδα του Θουκυδίδη, διλήμματα ασφαλείας, κλιμάκωση κρίσεων, και περιφερειακή πόλωση).
Μια δυναμική απάντηση που δεν αποφεύγει τον πόλεμο, δεν φαίνεται δυνατή. Η αποτροπή μέσω στρατιωτικής ισχύος και διευρυμένης διπλωματίας που βασίζεται στη διατήρηση μιας ισορροπίας δυνάμεων, είναι μια διέξοδος. Είναι δυνατό να δημιουργηθεί μια κυρίαρχη εξωτερική πολιτική στην οποία ο ανταγωνισμός και η ειρήνη μέσω της ισχύος θα είναι σταθερές αρχές. Αλλά ακόμα κι αν συμφωνήσουμε ότι πρέπει να προετοιμαζόμαστε για έντονο ανταγωνισμό με την Τουρκία, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είμασταν απρόσεκτοι και κακώς προετοιμασμένοι για να υπερισχύσουμε σε αυτόν τον αγώνα.
Ο Ελληνισμός δεν είχε λάβει σοβαρά την πρόκληση και ως εκ τούτου η Αθήνα δεν ήταν στοχευμένη, ούτε ιεράρχησε πολιτικές, με προϋπολογισμούς και ενισχυμένη αμυντική βιομηχανία για να δώσει τις καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Στην αμυντική βιομηχανία έχουμε αφήσει τους προϋπολογισμούς να οδηγήσουν τη στρατηγική και αυτό είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι ότι ετοιμαζόμαστε να αποτύχουμε.
Στην αποφασιστικότητά μας να επιτύχουμε, ο Ελληνισμός πρέπει να είναι αδιάκοπα προσανατολισμένος στην επιδίωξη της ενίσχυσης των πεπερασμένων εθνικών μας περιουσιακών στοιχείων με έμφαση τη ναυπηγο-κατασκευαστική, ναυπηγο-επισκευαστική ικανότητα και την αμυντική εν γένει βιομηχανία. Θα πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι να διαγωνιστούμε στο πιο ζωτικό αερο-ναυτικό θέατρο του 21ου αιώνα, με όλες τις δυνάμεις μας με σκοπό τη διασφάλιση της ελευθερίας, της ευημερίας και της θεμελιώδους ασφάλειας.
Η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται πρόθυμη να αφιερώσει περισσότερους πόρους στην αεροναυτική ισχύ. Το επικροτώ αυτό, αλλά πρωτίστως χρειάζεται να διαμορφώσει μια συνεκτική, συνολική στρατηγική εθνικής ασφάλειας. Αυτή η βασική απαίτηση στρατηγικού σχεδιασμού είναι ακόμη πιο επείγουσα μετά την προθυμία της Αθήνας να πραγματοποιήσει μεγάλες αγορές οπλικών συστημάτων χωρίς να διατυπωθούν πρώτα οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής μας πολιτικής.
Αυτός ο σκεπτικισμός απορρέει αφού δεν ξεκίνησε μια σοβαρή συζήτηση για το πώς ο Ελληνισμός μπορεί να αντιμετωπίσει έξυπνα τον κορυφαίο μακροπρόθεσμο ανταγωνιστή του. Ενώ πολλοί αξιωματούχοι φαίνονται να είναι ικανοποιημένοι με την προσαρμογή των προσδοκιών μας προς τα κάτω, την αποδοχή εκτεταμένων αξιώσεων, και την ενίσχυση των τουρκικών δυνατοτήτων που υποστηρίζονται από έναν λυσσώδη υβριδικό πόλεμο.
Υποθέτοντας ότι ο Ελληνισμός θέλει να θεωρείται ένα σοβαρό κράτος από τους συμμάχους και εταίρους για να εισακούονται τα συμφέροντα του, θα πρέπει να δημιουργήσει ένα στρατηγικό όραμα που θα δίνει έμφαση στον ανταγωνισμό με την Τουρκία μακροπρόθεσμα. Αντίθετα, οι Τούρκοι αναλυτές προτιμούν να επιταχύνουν τον ηγετικό ρόλο της Τουρκίας, μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στο σχεδιασμό για «Γαλάζια Πατρίδα». Αυτή η προσέγγιση είναι συνυφασμένη με τις τουρκικές φιλοδοξίες να αναπτύξουν θαλάσσια δύναμη που να κυριαρχεί στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Επίσης, ο Ελληνισμός θα πρέπει να παραιτηθεί από τη φιλελεύθερη έπαρση να πιστεύει ότι θα πείσει την Τουρκία σε μια σύγκλιση συμφερόντων σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο ή ότι μπορεί ποτέ να παράσχει στην Άγκυρα επαρκή στρατηγική διαβεβαίωση για να εγκαταλείψει τον ανταγωνισμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αθήνα πρέπει να εγκαταλείψει εντελώς τη στρατηγική διαβεβαίωση, αλλά μάλλον δεν πρέπει να κάνει αυτή τη δραστηριότητα τον μοναδικό πυλώνα στον οποίο να στηρίζεται η στρατηγική της Ελλάδας. Αντίθετα, η Ελλάδα θα πρέπει να αγκαλιάσει μια ρεαλιστική σχέση Ελλάδας-Τουρκίας στην οποία τόσο ο αυξημένος ανταγωνισμός όσο και η συνεργασία είναι ρυθμιζόμενα στοιχεία.
Συμπεράσματα
Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός με την Τουρκία δεν πρέπει και δεν μπορεί να σημαίνει μόνο μια πολεμική ενέργεια εναντίον του αντιπάλου. Θα πρέπει να σημαίνει ότι ο Ελληνισμός υιοθετεί μια συνολική εξωτερική πολιτική σχεδιασμένη για να διατηρήσει μια ευνοϊκή οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ.
Αυτό σημαίνει τον καθορισμό μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής που να υποστηρίζει την υψηλότερη ανάπτυξη και τις παράλληλες επενδύσεις στους νευραλγικούς άξονες της συνολικής εξουσίας.
Σημαίνει επίσης να συμβαδίζουμε με την κοινή στρατιωτική ισχύ, ειδικά τη θαλάσσια και αεροπορική ισχύ, που θα υποστηρίζεται από βαλλιστική πυραυλική άμυνα και ανώτερα διαστημικά και κυβερνοδιαστημικά συστήματα.
Τέλος, σημαίνει διατήρηση ενεργού και επιτακτικής διπλωματικής δέσμευσης, και μεταξύ άλλων τη διατήρηση αποτελεσματικών συμμάχων και την ενίσχυση ενός ευρέος δικτύου ικανών εταίρων ασφαλείας για τον έλεγχο του τουρκικού τυχοδιωκτισμού και της επιθετικότητας.
Εφόσον ο Ελληνισμός επενδύσει επαρκώς στην ενίσχυση της αποτροπής, εκτιμάται ότι ο στρατιωτικός ανταγωνισμός θα παραμείνει περιορισμένος. Στην πράξη αυτό σημαίνει αποφασιστικότητα αντιμετώπισης των περιοδικών αψιμαχιών για καταστάσεις γκρίζας ζώνης στο αμφισβητούμενο περιβάλλον εν καιρώ ειρήνης.
Οι ΕΕΔ σε συνδυασμό με τους συμμάχους θα πρέπει να βρουν έναν τρόπο να ελέγξουν την Τουρκία από το να κυριαρχήσει στις θάλασσες και να είναι σε θέση να συγκρατούν τα σημεία ελέγχου (choke points), όπως στενά Ελλησπόντου, κόλπο Σμύρνης, Λιμένες Αττάλειας και Αδάνων.
Αυτή η γεωστρατηγική ικανότητα θα πρέπει να διατηρήσει ποιοτικά πλεονεκτήματα σε βασικούς τομείς όπως ο αντιαεροπορικός και ανθυποβρυχιακός πόλεμος. Θα εξαρτιόταν από μια βιομηχανική βάση επαρκή για την εξασφάλιση και διατήρηση του αναγκαίου αριθμού ποιοτικά ανώτερων δυνάμεων που απαιτούνται για τον έλεγχο ενός τεχνολογικού ομότιμου αντιπάλου με μεγαλύτερο αριθμό δυνάμεων.
Επίσης, χρειάζεται να υπάρχει ενιαίο επιχειρησιακό σενάριο, που να προσδιορίζει ποιες δυνάμεις και θα απαιτούσε για κοινή και συνδυασμένη στρατιωτική επιχείρηση, ώστε να είναι σε θέση να κινητοποιηθεί άμεσα για να απειληθούν τα κρίσιμα σημεία ελέγχου που με τη σειρά τους θα ανάγκαζαν την Τουρκία να αναζητήσει μη στρατιωτικά μονοπάτια προς επίτευξη των στόχων της. Θα απαιτούσε επίσης προθυμία ανάληψης επαρκούς κινδύνου για να εμπλακούν σε κρίσεις που ενισχύουν αυτή την αντιπαράθεση χωρίς να κλιμακωθούν σε ευρύτερες συγκρούσεις ή σε κατάρρευση της Βορειοατλαντικής συμμαχίας (ΝΑΤΟ).
Επίλογος
Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία διαφαίνεται σταθερά να κατέχει την πρόθεση, και όλο και περισσότερο να αποκτά την ικανότητα, να αναδιαμορφώσει την τρέχουσα περιφερειακή τάξη υπέρ μιας που να γέρνει το περιφερειακό πεδίο ανταγωνισμού προς όφελός της.
Στον αντίποδα ο Ελληνισμός, αντίθετος στην προσκόλληση σε ξεπερασμένα στερεότυπα όπως η νοοτροπία του κατευνασμού ή τα παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος, αποδοκιμάζει τη χρήση βίας ενισχύοντας παράλληλα την αποτρεπτική ικανότητα και διεθνοποιώντας τα προβλήματα. Οι τουρκικές προσεγγίσεις έρχονται σε αντίθεση με την τρέχουσα τάση της εποχής και τις προσδοκίες της διεθνούς κοινότητας και όπως φαίνεται είναι μη δημοφιλείς και τελικά εκτιμάται ότι θα αποτύχουν.