Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής ανέφερε ότι «σε λίγα χρόνια οι Τούρκοι θα κάνουν τους Έλληνες να σκέφτονται σαν Τούρκοι και αυτή θα είναι η μεγαλύτερη μας ήττα», ενώ στο μνημειώδες έργο του «Οσμανική Πραγματικότητα» παραθέτει αναφορικά με την οθωμανική περίοδο – και οι παραλληλισμοί με την τρέχουσα συγκυρία είναι ευκρινείς – ότι: «Η απειλή ομαδικών εξισλαμισμών σύμπαντος του χριστιανικού ποιμνίου χρησιμοποιήθηκε, όχι γιατί υπήρχε περίπτωση να πραγματοποιηθεί (τούτο θα σήμαινε άλλωστε σφαγή της χρυσοτόκου όρνιθος), αλλά ως πρόσχημα για να αποσπαστούν χρήματα προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί».
Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά το πέρας του 5ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, η ίδια η διεξαγωγή του, αλλά και το πλαίσιο διοργάνωσής του, κατέστησαν σαφές ότι τα προηγούμενα χρόνια συνάψαμε σύμφωνα αμυντικής συνεργασίας με ισχυρούς εταίρους, προχωρήσαμε στην προμήθεια πολεμικών αεροσκαφών φθάνοντας να συζητούμε έως και για ένταξη στο πρόγραμμα των F35, πραγματοποιήσαμε επανεκκίνηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων του Πολεμικού Ναυτικού και προσφέραμε γη και ύδωρ στους συμμαχικούς σκοπούς στην Ουκρανία, με απώτερο σκοπό να εναγκαλιστούμε εν τέλει με τον Ερντογάν, τα σύνορα της καρδιάς του οποίου βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη.
Μάλιστα, επαληθεύτηκε ότι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Α.Ο.Ζ. αποτελεί «βασικό» και όχι «το αποκλειστικό» διμερές πρόβλημα, όπως παγίως υποστήριζε η ελληνική διπλωματία, καθώς «κάθε νέα διαφορά (sic) θα επιλύεται με φιλικό τρόπο»!
Είναι κακός ο διάλογος; Αντιθέτως, «κράτα τους φίλους σου κοντά, και τους εχθρούς σου ακόμη πιο κοντά», αλλά σε αυτή τη διαλεκτική σχέση με τον αντίπαλο οφείλεις να έχεις στρατηγική, δηλαδή απαρέγκλιτες «κόκκινες γραμμές» και διακηρυγμένη ατζέντα συζητήσεων, σαφώς συνυφασμένες με το Διεθνές Δίκαιο και τη διεθνή τάξη. Με άλλα λόγια, οι αβρότητες με την ηγεσία μιας χώρας, η οποία διατυπώνει σαφείς αναθεωρητικές αξιώσεις εις βάρος σου, αποτελεί δείγμα αδυναμίας και στέλνει ανάλογα μηνύματα προς όλες τις (τρίτες) πλευρές και κυρίως προς τους συμμάχους σου. Ας φανταστεί απλά κάποιος πως θα υποδεχόταν η ελληνική ηγεσία και κοινή γνώμη μια επαναπροσέγγιση Ερντογάν-Νετανιάχου ή Ερντογάν-Μακρόν.
Κεντρικό ζητούμενο σε μια συμμαχική σχέση είναι η στρατηγική δέσμευση του εταίρου ή, με απλά λόγια, να αυξήσεις ει δυνατόν περισσότερο την πεποίθησή σου ότι θα συνδράμει όταν τον χρειαστείς. Για να επιτευχθεί τούτο, απαιτούνται κατ’ αρχήν σύγκλιση συμφερόντων και συναντίληψη απειλών, ενώ η εν γένει ανταπόκριση στα αιτούμενα μιας συμμαχίας απαιτεί αξιοπιστία και κύρος. Όταν, δηλαδή, συνάπτεις αμυντικές συμμαχίες υπογραμμίζοντας ότι δέχεσαι απειλή εξ ανατολών και ζητώντας από το σύμμαχό σου να περιστείλει τη συνεργασία του με την Τουρκία, δεν μπορείς την ίδια στιγμή να συνεργάζεσαι ο ίδιος, ενόσω μάλιστα οι αναθεωρητικές αξιώσεις του παραμένουν ενεργές.
Μεταξύ πολλών άλλων, μόλις προ ολίγων ημερών ο κ. Ερντογάν αναφερόταν στα «σύνορα της καρδιάς του» και προ ολίγων μηνών απειλούσε ότι «θα έρθει νύχτα», το casus belli στο Αιγαίο παραμένει ενεργό, η Κύπρος εξακολουθεί να βιώνει τα αποτελέσματα μιας – αναγνωρισμένης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. ως παράνομης – εισβολής και κατοχής, ο κ. Ερντογάν συνεχίζει να αποκαλεί τη μειονότητα στη Θράκη «τουρκική» ενώπιον του Έλληνα Πρωθυπουργού και η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού εξακολουθεί με αμείωτους ρυθμούς από το τουρκικό κράτος.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η μείωση των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου, πρακτική η οποία επί δεκαετίες έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα και πλέον τεκμαίρεται ως ιδιαίτερα κοστοβόρα για να συνεχιστεί, δεδομένης της εν εξελίξει αλλαγής των ισορροπιών σε επίπεδο αεροπορικής ισχύος. Εξάλλου, ο στόχος της Τουρκίας είναι διαχρονικά να διακηρύττει ότι έχει συμφέροντα στο Αιγαίο και τούτη δε φαίνεται να «θολώνει» ως αξίωση από την πρόσκαιρη και τακτικής φύσης μείωση των αεροπορικών παραβιάσεων, ενώ η πραγματοποίηση 1 αντί 200 παραβιάσεων μηνιαίως εξακολουθεί να φέρει και να επαρκεί για το συμβολισμό της αμφισβήτησης.
Ποιες είναι, συνεπώς, οι περιλάλητες «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σήμερα; Τα 6 ν.μ. ή το παρεχόμενο από το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση 1982) δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ.; Η αναγνώριση ζωτικών δικαιωμάτων της Τουρκίας στο Αιγαίο όπως προβλεπόταν στη Μαδρίτη το 1997 ή η σταθερή προσήλωση στη Συνθήκη της Λοζάνης και στις μέριμνές της; Η αναγνώριση δικαιωμάτων της Τουρκίας επί της μειονότητας στη Δυτική Θράκη ή η νομική και πολιτική πραγματικότητα της ύπαρξης μουσουλμανικής μειονότητας; Η αντιμετώπιση της Κύπρου ως άχθος και «τρίτο κράτος» ή ως αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής και στρατηγικής παρουσίας του ελληνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο;
Κατόπιν των τελευταίων εξελίξεων, είναι μάλλον σαφές ότι η ελληνική πολιτική τάξη δεν τα έχει λύσει τα παραπάνω, προκειμένου να χαράξει μια μακρόπνοη και στιβαρή στρατηγική και έπειτα να προχωρήσει σε ένα συντεταγμένο διάλογο. Όπως γράφαμε τον Οκτώβριο του 2022, μια στρατηγική αξιόπιστη στάση «θα εκτιμηθεί πολύ περισσότερο από τους υπερατλαντικούς συμμάχους, οι οποίοι θα προτιμούσαν μια Ελλάδα στιβαρή και με στρατηγική θέαση του περιβάλλοντός της, προκειμένου να δύναται να αναλαμβάνει περιφερειακό εποπτικό ρόλο».
Η ελληνική πολιτική τάξη οφείλει να αντιληφθεί ότι, εν μέσω του ανταγωνιστικού διεθνούς συστήματος αυτοβοήθειας, η εξισορρόπηση των απειλών δεν καθορίζεται από τις από καιρού εις καιρόν προθέσεις, αλλά από την ισορροπία δυνάμεων. Ο εγκλωβισμός σε ένα πλαίσιο πεποιθήσεων, με το οποίο δεν σταχυολογούνται ορθολογικά οι εκάστοτε κινήσεις ως τακτικές ή ως παρεπόμενα πάγιων στρατηγικών, συνιστά οπωσδήποτε απευκταίο σενάριο ιδίως για ένα κράτος, το οποίο απειλείται.