Για μια ακόμη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, η τουρκική κοινωνία επιβεβαίωσε ότι είναι η γνωστή… τουρκική κοινωνία, με το βαθύ συντηρητισμό της, το αναπτυγμένο θυμικό και τα αντιδυτικά αντανακλαστικά.
Χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία ο υψηλός πληθωρισμός και η κατρακύλα της τουρκικής λίρας στην κρίση των ψηφοφόρων, αρκούσε να τους τραγουδήσει ο Ερντογάν, αφού πρώτα τους «έδωσε» την Αγιά Σοφιά για να προσεύχονται. Η δήλωση του Κιλιτσντάρογλου ότι είναι «Αλεβίτης» ερέθισε κατάτι περισσότερο το θυμικό των Τούρκων πολιτών, οι οποίοι είναι προφανές ότι εξακολουθούν να διακατέχονται από το τη φοβία του κατακερματισμένου εσωτερικού, της χώρας την οποία «οι κακοί Δυτικοί εποφθαλμιούν». Στα εν λόγω ένστικτα στήριξε την προεκλογική ρητορική του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και κατάφερε, μετά από 20 έτη (!) παραμονής στην εξουσία, να οδηγήσει την εκλογική μάχη σε Β΄ Γύρο και μάλιστα, έχοντας ένα σαφές προβάδισμα στον Α΄ γύρο.
Αποφάσεις, οι οποίες στην Ελλάδα θα προκαλούσαν σωρεία διαμαρτυριών, στην Τουρκία καλωσορίστηκαν και επικροτήθηκαν από μια μεγάλη μερίδα πολιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η αποχώρηση της Τουρκίας, κατόπιν απόφασης της Κυβέρνησης του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης, από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τα δικαιώματα των γυναικών. Ωσάν το «Σύνδρομο των Σεβρών» να μην ξεπεράστηκε ποτέ, ο μέσος Τούρκος διαβλέπει σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού το δάχτυλο της Δύσης. Άλλωστε, στο ίδιο πνεύμα, δεν είναι τυχαία ακόμη και η επιλογή της ρήξης με το Ισραήλ μετά το περιστατικό στο Νταβός το 2009. Ο θεατρινισμός της ρήξης αποσκοπούσε στην έγερση ακριβώς αυτών των ενστίκτων τόσο ευρύτερα εντός του μουσουλμανικού κόσμου, όσο και συγκεκριμένα στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Βέβαια, προς την κατεύθυνση της ήττας της ενωμένης αντιπολίτευσης, συνετέλεσαν και ορισμένοι ακόμη παράγοντες, όπως η επιλογή να τεθεί επικεφαλής ο Κιλιτσντάρογλου, ένα πρόσωπο φθαρμένο, το οποίο σίγουρα δεν πείθει ότι κομίζει κάποιου είδους αλλαγή και ακόμη κι αν κέρδιζε, δεν θα κατάφερνε να συσπειρώσει τόσο ευρεία πλειοψηφία, ώστε να επιτύχει την αντικατάσταση του προεδρικού συστήματος, όπως υποσχόταν. Μια τέτοια μεταβολή θα απαιτούσε τα 3/5 της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η επίτευξη της οποίας θεωρείται αδύνατη υπό την ηγεσία Κιλιτσντάρογλου, ενώ η μη επίτευξή της θα σήμαινε αθέτηση μιας κεντρικής προεκλογικής υπόσχεσης και κατ’ επέκταση αστάθεια εντός των κόλπων της αντιπολίτευσης.
Σε κάθε περίπτωση, ο αντίπαλος επελέγη από τον Ερντογάν, καθώς η άσκηση δίωξης εις βάρος του Ιμάμογλου εξώθησε τους ηγέτες της αντιπολίτευσης να συναινέσουν στο πρόσωπο του Κιλιτσντάρογλου και σε ένα παιχνίδι με «σημαδεμένα χαρτιά» κερδίζει πάντα εκείνος, που τα «σημάδεψε».
Τα ανωτέρω προστίθενται στο αδίστακτο των τακτικών Ερντογάν, ο οποίος έχει θεμελιώσει ένα νέο «βαθύ κράτος» με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και πολλές φορές εξώθηση Τούρκων πολιτών στις… βάρκες του Αιγαίου και στη μετανάστευση. Δεν είναι τυχαίο ότι, τα τελευταία χρόνια, μαζί με όσους προέρχονται από το Μπαγκλαντές, τη Συρία, το Αφγανιστάν έως και τις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής, έχουν προστεθεί οικογένειες Τούρκων υπηκόων. Με αυτόν τον τρόπο, ο Ερντογάν έχει χαλυβδώσει ένα ποσοστό της τάξης του 35%, το οποίο συνιστά βάση εκκίνησης των προσπαθειών του προς άγρα ψήφων, δημιουργώντας μια δική του γραφειοκρατία.
Γιατί τα λέμε τώρα αυτά και γινόμαστε μετά Χριστόν Προφήτες; Επειδή στην πορεία προς τις εκλογές, όλα τα ανωτέρω τέθηκαν στο ζύγι των εκτιμήσεων, με την εκλογική μάχη να καθίσταται εν τέλει αμφίρροπη και να απολήγει σε επικράτηση του Ερντογάν τουλάχιστον στον Α΄ Γύρο, ακριβώς επειδή το επιτελείο Κιλιτσντάρογλου διέπραξε το σφάλμα να οξύνει τα εν λόγω αντανακλαστικά. Αν, δηλαδή, η αντιπολίτευση είχε κινηθεί εξυπνότερα στο πεδίο της ρητορικής της περί των διεθνών σχέσεων της Τουρκίας και των εγχώριων ταυτοτήτων, το αποτέλεσμα θα ήταν αντεστραμμένο. Άλλωστε, τα υψηλότατα ποσοστά συμμετοχής μαρτυρούν ότι έλαβε χώρα μια συσπείρωση ψηφοφόρων την τελευταία στιγμή συγκρίνοντας με τις δημοσκοπικές προβλέψεις και αυτό συμβαίνει συνήθως υπό συνθήκες έκφρασης του θυμικού.