Η τουρκική οικονομία από τον Ατατούρκ στο σήμερα

Β΄ μέρος -Τουρκία: Πολιτική και Οικονομία - Η διαχρονική επιτηδειότητα της τουρκικής πολιτικής
OZAN KOSE via Getty Images

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η αδυναμία των Τούρκων στο εμπόριο και τη βιομηχανία ήταν εμφανέστατη. Το 1915, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λειτουργούσαν 264 βιομηχανίες εκ των οποίων στα χέρια Τούρκων ήταν μόνο 42[12]. Οι Τούρκοι κατείχαν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία, η οικονομική βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων και των Αρμενίων. Ένα από τα κίνητρα της Γενοκτονίας κατά Ελλήνων και Αρμενίων, όπως πια παραδέχονται και Τούρκοι ιστορικοί, ήταν για να περιέλθει η οικονομία σε τουρκικά χέρια. Το κεμαλικό καθεστώς συνέχισε τη ρατσιστική πολιτική των Νεότουρκων και κατά τον Β΄ ΠΠ υιοθέτησε τον Φόρο Περιουσίας που έπληξε κυρίως μη μουσουλμάνους. Οι μη μουσουλμάνοι επιχειρηματίες αναγκάστηκαν να πληρώσουν φόρους δέκα φορές υψηλότερους από τους μουσουλμάνους[13]. Όσοι δεν μπόρεσαν να πληρώσουν αναγκάστηκαν είτε να εγκαταλείψουν την χώρα είτε να καταλήξουν σε στρατόπεδα εργασίας. Ο Φόρος Περιουσίας, όπως και τα Σεπτεμβριανά του 1955 ήταν οι τελευταίες κινήσεις για να δημιουργηθεί εθνική αστική τάξη ενισχυμένη από το κράτος. Οι μεγάλοι «κοσμικοί» επιχειρηματικοί όμιλοι, όπως ο Κοτς είναι δημιούργημα αυτής της περιόδου.

Από τη δεκαετία του ’50 κιόλας εμφανίζεται και το «ισλαμικό κεφάλαιο». Θρησκευτικά τάγματα που βρίσκονταν στην ημιπαρανομία, όπως των Νακσιμπεντί και Νουρτζού προωθούν την εκβιομηχάνιση της χώρας. Πολιτικοί όπως ο Ερμπακάν και ο Οζάλ συνδέονταν με το εγχείρημα αυτό[14]. Η δεκαετία του ’80, με την «τουρκο-ισλαμική σύνθεση» που εφάρμοσε ο Οζάλ, ήταν η ώθηση που χρειαζόταν το ισλαμικό κεφάλαιο για να εδραιωθεί, εκμεταλλευόμενο και τα σημαντικά κεφάλαια που προσελκύστηκαν από τη Σαουδική Αραβία. Γενικά, η τουρκική οικονομία την δεκαετία του ’80 έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη που γνωρίζει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Το 1979-1980 οι εξαγωγές αντιπροσώπευαν το 2,9% του ΑΕΠ και δέκα χρόνια μετά είχαν σκαρφαλώσει στο 9,7%[15].

Στις αρχές του 1990 ιδρύθηκε ο MUSIAD, που είναι ο ΣΕΒ των ισλαμιστών επιχειρηματιών και βιομηχάνων ως αντίρροπη δύναμη στον ΤUSIAD, που είναι ο σύνδεσμός των «κοσμικών». Τα περισσότερα μέλη του προέρχονται από τον κατασκευαστικό τομέα, τη βιομηχανία τροφίμων, την υφαντουργία κ.ά., και ουσιαστικά αποτελεί τη φωνή του κεφαλαίου της Ανατολίας. Μια σειρά από θρησκευτικές προσωπικότητες του χώρου τόνιζαν το παράδειγμα του «εμπόρου-προφήτη Μωάμεθ». Στη Μικρά Ασία το συγκεκριμένο θρησκευτικό-πολιτικό-οικονομικό ρεύμα (o MUSIAD ανέκαθεν αποτελούσε χρηματοδότη των ισλαμικών κομμάτων, αρχικώς του Ερμπακάν και μετά του Ερντογάν), με κυρίαρχη φυσιογνωμία αυτή του Φετουλάχ Γκιουλέν, που προσπάθησε να διαχωρίσει το Ισλάμ της Ανατολίας από το Ισλάμ του αραβικού κόσμου, δίνοντας στο πρώτο έναν δυτικόστροφο προσανατολισμό (κυρίως προς ΗΠΑ και Ισραήλ), και προσάρμοσε το Ισλάμ στο πνεύμα του καπιταλισμού πάνω σε ένα βεμπεριανό σχήμα[16].

Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Ερντογάν διέσπασε το κόμμα του Ερμπακάν, πήρε μαζί του και τους σημαντικότερους επιχειρηματίες του ισλαμικού κεφαλαίου, έτσι από τα 74 ιδρυτικά στελέχη η πλειοψηφία ήταν επιχειρηματίες. Από την αρχή της διακυβέρνησης Ερντογάν στην Ανατολία, που πολιτικά τον ακολουθεί πειθήνια, συνέβη ένα οικονομικό θαύμα πολύ ισχυρότερο από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα. Το 2002, στις 500 ισχυρότερες βιομηχανίες, οι 266 βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και οι 234 στη Μικρά Ασία· επτά χρόνια μετά, το 2009, η πλειοψηφία βρισκόταν στην Ανατολία, 289, έναντι 211 στην Κωνσταντινούπολη ενώ κατά το ίδιο διάστημα αύξησαν τα κέρδη τους κατά 246,4%[17]! Ακόμα και από την κρίση του 2008 που έπληξε την Τουρκία η Ανατολία βγήκε αλώβητη παρασύροντας γρήγορα και την υπόλοιπη χώρα σε νέα φάση ανάπτυξης που διαρκεί ως σήμερα.

Η Καισάρεια είναι η πόλη έμβλημα του ισλαμικού κεφαλαίου[18]. Βρισκόμενη στην κεντρική Μικρά Ασία σε περίπου ίση απόσταση μεταξύ των μικρασιατικών παραλίων και των τουρκοϊρανικών συνόρων, συμβολίζει την ανερχόμενη ισλαμική Τουρκία. Το 2007 η πόλη είχε 16 εταιρείες ανάμεσα στις 500 ισχυρότερες και στις αρχές του 2009 έκαναν εξαγωγές 300 ειδών σε 150 χώρες. Κατέχει τη μεγαλύτερη οργανωμένη βιομηχανική περιοχή της Τουρκίας και το 2004 ξεκίνησε η ταυτόχρονη ανέγερση 139 κτηρίων στη βιομηχανική περιοχή. Το ισλαμιστικό κεφάλαιο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον κατασκευαστικό τομέα, που το ενισχύει και ο Ερντογάν με τα φαραωνικά έργα που οικοδομεί στην Κωνσταντινούπολη και αλλού. Πια ο τομέας έχει ισχυρή παρουσία στη Β. Αφρική και στο Αφγανιστάν: το 2007 ήδη εκτελούσε 4.300 έργα σε 69 διαφορετικές χώρες αξίας άνω των 105 δισ. ευρώ. οι κατασκευαστικοί όμιλοι αγοράζουν έντυπα (π.χ. η εφημερίδα Ζαμάν) και κανάλια μέσω των οποίων υποστηρίζουν φανατικά το καθεστώς Ερντογάν.

Η οικονομική άνοδος της άλλοτε οικονομικά υπανάπτυκτης Ανατολίας είναι ένα μέρος, ίσως το πιο εντυπωσιακό, του συνόλου της ανάπτυξης που γνωρίζει η Τουρκία εδώ και 15 χρόνια. Μετά την κρίση του 2001 η χώρα έμοιαζε σε πολλά σημεία με την Ελλάδα του 2009. Η ύφεση είχε ξεπεράσει το 9%, έκλεισαν 14 χιλ. εταιρείες, υπήρχε έλλειψη φαρμάκων και ο πληθωρισμός έφτασε το 80-90%. Η Τουρκία μπήκε σε πρόγραμμα του ΔΝΤ και η κυβέρνηση του AKP ανέλαβε την υποχρέωση το πρωτογενές πλεόνασμα του δημοσίου να είναι στο 6,5% του ΑΕΠ από το 2003 και μετά, ενώ προχώρησε και σε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (μέχρι το 2007 το δημόσιο συρρικνώθηκε κατά 75%). Το μείγμα γρήγορα απέδωσε και ήδη το 2002 αυξήθηκε 6,2% και το 2003 5,3%[19].

Archive

Το τουρκικό ΑΕΠ, από τα 304 δισ. δολάρια το 2004, σκαρφάλωσε το 2016 στα 857 δισ. δολάρια σε τρέχουσες τιμές και σε 2,133 τρισ. δολάρια σε ισοδυναμία αγοραστικής δύναμης (PPP) και βρίσκεται στη 14 θέση παγκοσμίως. Μια θέση μόλις κάτω από την Ιταλία (2,3 τρισ. δολ.), κοντά στη Γαλλία (2,8 τρισ. δολ) και πάνω από Σαουδική Αραβία (1,79 τρισ. δολ.) και Ισπανία (1,76 τρισ. δολ.). Αυτό μεταφράζεται στο ότι η αγοραστική δύναμη των Τούρκων είναι πάνω από τις 20.000 δολ. ανά κεφαλή. Η Ελλάδα στον συγκεκριμένο δέκτη βρίσκεται στην 59 θέση με 299,5 δισ. δολάρια με κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη λίγο υψηλότερη από αυτή της Τουρκίας[20]. Και συγκαταλέγεται στις 20 ισχυρότερες οικονομίες[21]. Το πρόγραμμα αποκρατικοποίησεων της Τουρκίας απέδωσε μιας και έφτασε τα 40 δις. δολάρια. Αλλά η οικονομική ανάπτυξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Τη δεκαετία 2000-10, οι συνολικές καθαρές ΞΑΕ ανήλθαν στα 99 δισ. δολάρια, όταν την εικοσαετία 1980-2000 δεν ξεπέρασαν τα 10 δισ. δολάρια[22]. Η προσέλκυση ΞΑΕ συνεχίστηκε και στην τρέχουσα δεκαετία με μεγαλύτερη ταχύτητα: το 2011 έφτασαν τα 15,7 δισ. και από εκεί και πέρα σταθεροποιούνται γύρω στα 12 δισ. τον χρόνο. Οι κυριότεροι τροφοδότες της είναι οι δυτικές χώρες, οι ΗΠΑ και κυρίως η ΕΕ. Μόνο το διάστημα 2002-10 οι ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, Αυστρία, Λουξεμβούργο, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) την τροφοδότησαν με 49 δισ. δολάρια, γι’ αυτό και, αν και επιδεινώνονται οι σχέσεις της Ευρώπης με την Τουρκία, είναι δύσκολο να φτάσουν στα άκρα. Η έκθεση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην Τουρκία είναι πολύ σημαντική για να επιτρέψουν τέτοιες γενναίες κινήσεις.

[12] Νίκος Μούδουρος, Ο μετασχηματισμός της Τουρκίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 63.

[13] Ό.π. σσ. 85-88.

[14] Ό.π. σσ. 107-109.

[15] Ό.π. σελ 149.

[16] Ό.π. σελ. 199-200

[17] Ό.π. σελ. 296

[18] Ο επικεφαλής του MUSIAD στην Καισάρεια, έχει δηλώσει: «Η άνοδος των καπιταλιστών της Ανατολίας οφείλεται στο προτεσταντικό ήθος στην εργασία τους».

[19] Παναγιώτης Δ. Κοντάκος, Ξένες Άμεσες Επενδύσεις στην Τουρκία: Θεωρητική και εμπειρική ανάλυση της περιόδου 2001-2011 και προοπτικές. Διδακτορική διατριβή. Σελ. 73

[20] https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/rankorder/2001rank.html#fr

[21] Ο μεγαλομανής Ερντογάν υπόσχονταν το 2011 ότι το 2023 το τουρκικό ΑΕΠ θα φτάσει τα 2 τρισ. δολάρια και το κατά κεφαλή εισόδημα τα 25.000 πράγμα που είναι αδύνατο, αλλά δείχνει την δυναμική της τουρκικής οικονομίας.

[22] Παναγιώτης Δ. Κοντάκος, σελ. 123.

Δημοφιλή