Ανέκαθεν, ο συνδυασμός οικονομικής ανάπτυξης και απολυταρχισμού οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στον αναθεωρητισμό.1 Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στην ιστορία, όπου απολυταρχικά καθεστώτα έχοντας σημειώσει ραγδαία οικονομική ανάπτυξη σε σύντομο χρονικό διάστημα, οδηγήθηκαν σε μια εξωτερική πολιτική καθοδηγούμενη από την επιθυμία για ανατροπή του εκάστοτε υφιστάμενου status quo και την εγκαθίδρυση ενός νέου, το οποίο θα ήταν πολύ πιο ευνοϊκό για το ίδιο το απολυταρχικό καθεστώς.
Η σημερινή Τουρκία ανήκει στην κατηγορία αυτή των κρατών, αν και στην αρχή της διακυβέρνησής του, ο Ερντογάν είχε δείξει στοιχεία εκδημοκρατισμού της Τουρκίας.
Η σύσταση του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αν και εντάσσεται στον χώρο του Πολιτικού Ισλάμ -το οποίο σαν γενικότερη ιδεολογία χαρακτηρίζεται κυρίως από απολυταρχικά στοιχεία, η ακραία του μορφή μάλιστα έχει και ολοκληρωτικά στοιχεία-, είχε δύο χαρακτηριστικά, τα οποία κατέτασσαν το κόμμα του Ερντογάν στο δημοκρατικό τόξο, κάνοντας το να διαφέρει από την παραδοσιακή γραμμή του Πολιτικού Ισλάμ.
Τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν: η φιλελεύθερη ατζέντα για την τουρκική οικονομία και η στροφή προς την Δύση. Ωστόσο, τα δύο αυτά χαρακτηριστικά ανατράπηκαν κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν, με αποτέλεσμα το κόμμα του Ερντογάν να προσεγγίσει μια παραδοσιακότερη εκδοχή του Πολιτικού Ισλάμ, ιδίως από την δεύτερη δεκαετία διακυβέρνησής του.
Πέρα από την Τουρκία, άλλα σύγχρονα παραδείγματα τέτοιων κρατών είναι η Ρωσία και η Κίνα, ωστόσο λόγω της διαφοράς βεληνεκούς των κρατών αυτών με την Τουρκία, μια σύγκρισή τους θα οδηγούσε σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Θα ήταν πιο συνετό να επιχειρηθεί μια σύγκριση με κράτη τα οποία, αφενός πληρούν τα τρία χαρακτηριστικά που ανέφερα, ήτοι:
α) οικονομική ανάπτυξη
β) απολυταρχικό καθεστώς και
γ) αναθεωρητικές τάσεις, και που αφετέρου οι τιθέμενοι στόχοι είναι παρόμοιοι, δηλαδή: ανάδειξη τους σε μια τοπική-περιφερειακή δύναμη, έχοντας ηγετικό ρόλο σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Άλλα παραδείγματα τέτοιων κρατών είναι: Το Ιράκ επί Σαντάμ Χουσεΐν και η Λιβύη επί Μουαμάρ Καντάφι.2
Σαφέστατα, οι τρεις αυτές περιπτώσεις έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αλλά έχουν ταυτόχρονα και πολλές διαφορές. Και οι τρεις περιπτώσεις επιβεβαιώνουν το επιχείρημα πως η οικονομική ανάπτυξη συνδυασμένη με απολυταρχική διακυβέρνηση οδηγεί σε αναθεωρητικές τάσεις.
Ωστόσο, η ιστορία έχει αποδείξει πως τόσο στην περίπτωση του Ιράκ, όσο και στην περίπτωση της Λιβύης, η αντίδραση σε ένα τέτοιο καθεστώς οδήγησε σε ένα status quo, το οποίο αποδείχθηκε χειρότερο από την διακυβέρνηση αναθεωρητικών αυταρχικών καθεστώτων, και αυτό το νέο status quo, είναι το χάος, η αναρχία και οι εμφύλιοι πόλεμοι.
Οικονομική Ανάπτυξη
Μπορεί τα αίτια οικονομικής ανάπτυξης των τριών κρατών να ήταν διαφορετικά, ωστόσο το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, δηλαδή μια ραγδαία αναπτυσσόμενη οικονομία. Τόσο στην περίπτωση του Ιράκ, όσο και στην περίπτωση της Λιβύης, ήδη πριν ανέλθουν στην εξουσία ο Σαντάμ Χουσεΐν και ο Μουαμάρ Καντάφι αντίστοιχα, υπήρχε μια ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στο πετρέλαιο.
Στην περίπτωση της Τουρκίας η κατάσταση είναι διαφορετική. Η ανάληψη της εξουσίας από τον Ερντογάν, αποτέλεσε προϊόν της πολιτικής και οικονομικής κρίσης στην Τουρκία, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της με την παταγώδη αποτυχία του ΔΝΤ την περίοδο 1999-2001.
Από το 2003, οπότε και ξεκινά η θητεία του Ερντογάν, έως και το 2013, η τουρκική οικονομία γνωρίζει τεράστια οικονομική ανάπτυξη, η οποία αν και επηρεάζεται ελαφρώς από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, το 2010 επανακάμπτει και συνεχίζει τους ραγδαίους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Η οικονομική αυτή ανάπτυξη οφείλεται σε βαθιές τομές στις οποίες προέβη η κυβέρνηση Ερντογάν αναδιαρθρώνοντας την τουρκική οικονομία συλλήβδην. Χαρακτηριστικό της οικονομικής επιτυχίας της πολιτικής Ερντογάν, είναι η μεγέθυνση του ΑΕΠ από περίπου $238 δισ. το 2003 σε περίπου $950 δισ. το 2013.
Στροφή στον Απολυταρχισμό και τον Αναθεωρητισμό
Παράλληλα με την απολύτως επιτυχημένη οικονομική ατζέντα την πρώτη δεκαετία διακυβέρνησής του, ο Ερντογάν προσπαθεί να απαλλαγεί από το βαθύ κράτος της Τουρκίας, τους Κεμαλικούς, οι οποίοι έχουν αναλάβει θέσεις κλειδιά στο δημόσιο και οι οποίοι προσπαθούσαν να μετατρέψουν την διακυβέρνηση Ερντογάν σε παρένθεση.
Το 2012-13, όμως, ο Ερντογάν έχει καταφέρει να απαλλαγεί σε μεγάλο βαθμό από αυτό το βαρίδι. Έχοντας, λοιπόν, εξαλείψει την εσωτερική απειλή, αλλάζει εντελώς την ατζέντα της διακυβέρνησής του. Με όπλο την οικονομική ισχύ, το καθεστώς Ερντογάν στο εσωτερικό αρχίζει και γίνεται ολοένα πιο αυταρχικό, ενώ ταυτόχρονα οι αναθεωρητικές τάσεις της Τουρκίας, αρχίζουν να εντείνονται.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί πως η Τουρκία ήδη από την δεκαετία του 1950 είχε εκφράσει αναθεωρητικές τάσεις -κυρίως σε ό,τι αφορά την συνθήκη της Λοζάνης-, οι οποίες εντάθηκαν σημαντικά με αποκορύφωμα την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Έκτοτε, υπήρχαν μόνιμα διεκδικήσεις και στο Αιγαίο, ενώ στην κρίση των Ιμίων, αναδείχθηκε και η στρατηγική των «γκρίζων ζωνών», η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο του αναθεωρητισμού.
Παρόλα αυτά οι αναθεωρητικές τάσεις της Τουρκίας μετά το 2013 αναβαθμίζονται από διασυνοριακό/τοπικό επίπεδο σε περιφερειακό.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 ο τουρκικός αναθεωρητισμός εντείνεται ακόμη πιο πολύ με αποτέλεσμα σήμερα να έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του. Αυτό που επιτρέπει στην Τουρκία να ασκεί αυτή την παρεμβατική πολιτική είναι η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που είχε σημειωθεί κατά την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης Ερντογάν. Έτσι, λοιπόν, η Τουρκία, αρχίζει να εφαρμόζει το δόγμα του «στρατηγικού βάθους», το οποίο έχει στόχο στο να αναδειχθεί η Τουρκία σε περιφερειακό ηγεμόνα, ο οποίος θα πρωταγωνιστεί στα Βαλκάνια, τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία, και τον Μουσουλμανικό κόσμο.
Αντίστοιχο ήταν και το όραμα του Σαντάμ Χουσεΐν, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και αρχές του 1980, όπου ήθελε να καταστίσει το Ιράκ ηγέτιδα δύναμη του Αραβικού κόσμου και του Περσικού κόλπου. Με την σειρά του και ο Καντάφι, προσπάθησε μετά τον θάνατο του Νάσερ, το 1970, να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην Βόρεια Αφρική. Και στην περίπτωση του Ιράκ και στην περίπτωση της Λιβύης αυτό επιδιώχθηκε με τοπικές/περιφερειακές συγκρούσεις, οι οποίες αποτέλεσαν την προσπάθεια αποκρυστάλλωσης της οικονομικής ισχύος σε ανατροπή του status quo και ανάδυσής τους σε περιφερειακό ηγεμόνα.
Στην περίπτωση του Ιράκ με τον πόλεμο εναντίον του Ιράν (1980-88), την εισβολή στο Κουβέιτ (1990) και με τις ενδείξεις για πιθανή εισβολή και στην Σαουδική Αραβία3 ενώ στην περίπτωση της Λιβύης με τις διασυνοριακές εντάσεις με την Αίγυπτο (κυρίως την δεκαετία του 1970), όπως επίσης με την εμπλοκή στην Ουγκάντα (1979), την εισβολή στο Τσάντ (1980-81) και την προσπάθεια διαμεσολάβησης στην διαμάχη Μαρόκο-Πολυσάριου/Αλγερίας/Μαυριτανίας για τη Δυτική Σαχάρα.
Ωστόσο, όλες οι παραπάνω απόπειρες εν τέλει κατέληξαν σε αποτυχία, και ανέδειξαν την σαθρή στρατηγική των κρατών αυτών για την ανάδυσή τους ως περιφερειακό ηγεμόνα. Και στις δύο περιπτώσεις καθίσταται σαφές ότι υπάρχει αμετροέπεια στην στρατηγική μεταξύ μέσων και στόχων, καθώς οι στόχοι αποδείχθηκαν πολύ φιλόδοξοι σε σχέση με το βεληνεκές των κρατών αυτών.
Η Τουρκία σήμερα ξεδιπλώνει την αναθεωρητική της ατζέντα σε μια προσπάθεια και αυτή να αποκρυσταλλώσει την οικονομική της ισχύ σε ανατροπή του status quo και εγκαθίδρυση ενός νέου, που θα την καταστήσει αυτή περιφερειακή δύναμη.
Η τάση αυτή της αναθεωρητικής ατζέντας της Τουρκίας είναι έκδηλη στα ελληνο-τουρκικά, τόσο με το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο, όσο και με τη διεξαγωγή ερευνών σε μη οριοθετημένες περιοχές φτάνοντας ακόμα κα στα όρια των 6 ν.μ. παραβιάζοντας εν δυνάμει ελληνική κυριαρχία, με τις υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό έδαφος, με την εργαλειοποίηση προσφύγων και μεταναστών, καθώς και με την γενικότερη επιθετική ρητορική.
Η αναβάθμιση του αναθεωρητισμού της Τουρκίας φαίνεται και στην περίπτωση της Κύπρου, όπου πέρα από το γεγονός ότι διεξάγει παράνομες γεωτρήσεις σε περιοχές όπου παραβιάζεται και η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, πλέον προτείνει και λύση δύο κρατών για το Κυπριακό, ενώ παράλληλα διατηρεί στο ακέραιο την τουρκική κατοχική δύναμη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Το ξέσπασμα του Συριακού εμφυλίου, επίσης αποτέλεσε μια εξαιρετική ευκαιρία για την Τουρκία να θέσει σε εφαρμογή την αναθεωρητική της ατζέντα, καθώς πολύ σύντομα ενεπλάκη, τόσο με τις επιθέσεις έναντι Κουρδικών δυνάμεων, όσο και με σοβαρές ενδείξεις ότι υποστήριζε το Ισλαμικό Κράτος. Η Τουρκία έχει ήδη εξασφαλίσει μια «ζώνη ασφαλείας» στα Τουρκικά σύνορα εντός Συριακής επικράτειας, αν και στην αρχή οι επιδιώξεις της ήταν ακόμη μεγαλύτερες.
Πέραν, ωστόσο, από την στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία, η Τουρκία ενεπλάκη σημαντικά στον εμφύλιο στην Λιβύη στέλνοντας τουρκικά στρατεύματα και μισθοφόρους να πολεμήσουν στο πλευρό της πλευράς Σάρατζ, η οποία έχει και ιδεολογική συγγένεια με το καθεστώς Ερντογάν, υπογράφοντας παράλληλα και αμυντική συμφωνία.
Πρόσφατα, η Τουρκία ενεπλάκη επίσης στην πολεμική σύρραξη Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ενώ διατηρεί στο Ιράκ την παρουσία 2500 στρατιωτών.
Παράλληλα συνεχίζει να έχει στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν και στρατιωτικές βάσεις σε Κατάρ και Σομαλία εκκινώντας διαδικασίες -ήδη από το 2017- για στρατιωτική βάση και στο Σουδάν.
Συνάμα, εκμεταλλεύεται το μουσουλμανικό στοιχείο στα Βαλκάνια -Βοσνία, Αλβανία, Κόσοβο- για να ασκήσει επιρροή. Επίσης, στην παραλίγο νέα ρώσο-ουκρανική κρίση η Τουρκία έδειξε την πρόθεσή της να εμπλακεί ενεργά στο πλευρό της Ουκρανίας -ένα γεγονός το οποίο θα διατάρασσε τις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας και ταυτόχρονα θα επιτάχυνε την επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με τη Δύση.
Τέλος, η Τουρκία και στην πρόσφατη κρίση στη Μέση Ανατολή επιχείρησε να αναλάβει το ρόλο περιφερειακής δύναμης εκμεταλλευόμενη την ιδεολογική συγγένεια με την Χαμάς, ωστόσο όλες οι προσπάθειές της έπεσαν στο κενό, καθώς οι πρωτοβουλία της δεν έτυχε καμίας υποστήριξης ούτε από την διεθνή κοινότητα, ούτε από τον Αραβικό κόσμο.
Είναι, λοιπόν, φανερό πως ανάμεσα στις τρεις αυτές περιπτώσεις υπάρχει ένα κοινό μοτίβο που συνοψίζεται σε:
α) συνδυασμός ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης με απολυταρχισμό και
β) αναθεωρητικές τάσεις που προσπαθούν να αποκρυσταλλώσουν την οικονομική ισχύ σε ένα status quo που θα καθιστά τα τρία αυτά κράτη περιφερειακές δυνάμεις μέσω εμπλοκής σε άλλα κράτη που βρίσκονται στην περιοχή του βεληνεκούς τους, με οικονομικά, πολιτικά, ή/και στρατιωτικά μέσα.
Δικλείδα Ασφαλείας
Συνέπεια αυτών των αναθεωρητικών τάσεων και πρακτικών τόσο στην περίπτωση του Ιράκ, όσο και σε αυτή της Λιβύης ήταν η επιβολή κυρώσεων από την Δύση και αργότερα η στρατιωτική εμπλοκή της Δύσης, τόσο με πρωτοβουλία των ΗΠΑ -εισβολή στο Ιράκ το 2003-, όσο και με πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ -στρατιωτική εμπλοκή στη Λιβύη το 2011.
Σίγουρα, οι αφορμές και κάποιοι λόγοι τόσο των κυρώσεων όσο και της εμπλοκής της Δύσης δεν είναι ίδιοι. Αυτό όμως που είναι κοινό στις δύο περιπτώσεις είναι πως και οι δύο ηγέτες δρούσαν τελείως ανεξάρτητα από την Δύση, όπου σε συνδυασμό με τις επιθετικές/ιμπεριαλιστικές πρακτικές τους οδηγήθηκε η κατάσταση στην στρατιωτική εμπλοκή της ίδιας της Δύσης.
Βέβαια, και στις δύο περιπτώσεις η δυτική εμπλοκή αποδείχθηκε πως έκανε τα πράγματα χειρότερα από ό,τι ήταν. Ανησυχητικό στοιχείο της Δυτικής συμπεριφοράς είναι πως παρά την παταγώδη αποτυχία στο Ιράκ, δεν δίστασε να επαναλάβει ένα παρόμοιο λάθος στην Λιβύη. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που ακολούθησε ήταν εμφύλιος πόλεμος, απόρροια του οποίου ήταν το χάος και η αναρχία.
Η βασική διαφορά της Τουρκίας σε σχέση με τις δύο αυτές περιπτώσεις είναι πως η Τουρκία είναι ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, καθώς επίσης και ένα υποψήφιο κράτος-μέλος της ΕΕ. Αυτή η διαφορά είναι πολύ σημαντική και μάλιστα αποτελεί τη δικλείδα ασφαλείας για το καθεστώς Ερντογάν.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο περιπτώσεις, η Τουρκία έχει μια φιλοδυτική πορεία, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο. Ωστόσο, η άρνηση του ΝΑΤΟ να παρέχει στην Τουρκία οπλισμούς που αιτήθηκε σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, αλλά και την αγορά των S400 από την Ρωσία, προκάλεσε μεγάλο ρήγμα στις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης. Εδώ παρατηρείται μια τάση, λοιπόν, απομάκρυνσης της Τουρκίας από την Δύση.
Σε περίπτωση που η ρήξη γίνει οριστική, τότε αυτό δεν θα είναι ούτε προς το συμφέρον της Τουρκίας, ούτε της Δύσης. Η ρήξη που είχαν οι δύο περιπτώσεις που αναφέρθηκαν με την Δύση ήταν ολοκληρωτική, ενώ οι στρατιωτικές εμπλοκές της Δύσης έγιναν σε περίοδο που δεν υπήρχε κάποια άλλη μεγάλη δύναμη-προστάτης των δύο καθεστώτων.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, η προσέγγισή της με την Ρωσία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σε καμία περίπτωση, ακόμα και αν τα δύο κράτη έρθουν πιο κοντά, πως η Ρωσία μπορεί να παίξει το ρόλο προστάτιδας δύναμης για την Τουρκία, καθώς σε όλα τα κοινά τους μέτωπα τα συμφέροντά τους είναι συγκρουόμενα.
Έτσι, λοιπόν, για την ώρα η Τουρκία διαθέτει στην συμπεριφορά της το 1,5 στοιχείο από τα 2 που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα πράγματα σε ακραίο σημείο, ήτοι: α) αναθεωρητικές τάσεις και β) μερική -όχι ολοκληρωτική- ρήξη με την Δύση.
Είναι επίσης φανερό πως, όπως και στην περίπτωση του Ιράκ και της Λιβύης, έτσι και στην περίπτωση της Τουρκίας, οι εξαιρετικά φιλόδοξοι στόχοι της εξωτερικής τους πολιτικής οδήγησε/οδηγεί τα κράτη σε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που με την σειρά τους οδηγούν στην τελική αποτυχία της στρατηγικής τους για ανάδειξή τους σε περιφερειακή δύναμη. Η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε/επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο με τις επιβαλλόμενες κυρώσεις από την Δύση -μέχρι στιγμής στην Τουρκία οι κυρώσεις προέρχονται μόνο από τις ΗΠΑ και είναι πολύ περιορισμένες συγκριτικά με τις άλλες δύο περιπτώσεις.
Επίλογος
Συμπερασματικά, λοιπόν, η λύση στην περίπτωση της Τουρκίας του Ερντογάν, δεν είναι σε καμία περίπτωση ο κατευνασμός. Ο κατευνασμός άλλωστε είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως αποτελεί την πλέον αποτυχημένη στρατηγική κρατών για την αντιμετώπιση απολυταρχικών ή/και ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Από την άλλη πλευρά, ούτε η Δύση, ούτε η Τουρκία πρέπει να φτάσουν την κατάσταση στα άκρα. Αυτό που χρειάζεται είναι να ματαιωθεί στην πράξη η αναθεωρητική ατζέντα της Τουρκίας.
Ο μόνος ασφαλής τρόπος για να γίνει αυτό, που δεν θα προκαλέσει περισσότερες παρενέργειες από ότι θετικά στοιχεία, είναι η επιβολή στοχευμένων κυρώσεων και από πλευράς ΕΕ, που θα πλήξουν σημαντικά την οικονομία της Τουρκίας, η οποία οικονομία θα καθιστά την αναθεωρητική ατζέντα μη υλοποιήσιμη.
Πρέπει η Δύση να διατηρήσει την λεπτή ισορροπία που χρειάζεται, ούτως ώστε η Τουρκία να πληγεί οικονομικά τόσο που θα ματαιώσει τον αναθεωρητισμό της, αλλά ταυτόχρονα να μην την οδηγήσει ούτε σε ολοκληρωτική κατάρρευση, ούτε σε ολοκληρωτική ρήξη με την Δύση, καθώς τότε η Δύση ή θα πρέπει να επέμβει ή να αφήσει την Τουρκία να ενταχθεί στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας ή της Κίνας, κάτι που οι ΗΠΑ δεν θα αφήσουν να συμβεί ποτέ.
Έτσι, λοιπόν, εντός αυτού του πλαισίου θα πρέπει να κινηθεί και η ελληνική εξωτερική πολιτική, πιέζοντας την ΕΕ να εφαρμόσει στοχευμένες κυρώσεις που θα αποδυναμώσουν εμπράκτως την τουρκική οικονομία. Στην περίπτωση της ΕΕ, η αδυναμία χάραξης μια στρατηγικής η οποία θα έχει μακροπρόθεσμο ορίζοντα είναι πιο έκδηλη από ποτέ, γεγονός που περιπλέκει ακόμη περισσότερο την ήδη προβληματική κατάσταση.
Εν κατακλείδι, αυτό που επιχειρείται στο παρόν κείμενο δεν είναι η ταύτιση του καθεστώτος Ερντογάν με το καθεστώς Χουσεΐν και Καντάφι, αλλά η παρατήρηση κάποιων κοινών χαρακτηριστικών που οδηγούν σε ένα κοινό μοτίβο συμπεριφοράς -διατηρώντας παράλληλα πολλές διαφορές.
Επίσης, στο κείμενο επιχειρείται να αναδειχθούν παλαιότερες εσφαλμένες πολιτικές και της Δύσης και των εκάστοτε αυταρχικών καθεστώτων, με σκοπό να μην επαναληφθούν παρόμοια λάθη από καμία από τις δύο πλευρές. Συνάμα υπογραμμίζεται η ανάγκη υιοθέτησης από την Δύση μιας σκληρής, αλλά ισορροπημένης στάσης έναντι της Τουρκίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση οφείλει να κινηθεί και η ελληνική εξωτερική πολιτική αποτελώντας τον μοχλό πίεσης που θα οδηγήσει την ΕΕ στην λήψη κυρώσεων έναντι της Τουρκίας.
1 Στην περίπτωση των δημοκρατικών καθεστώτων αναθεωρητικές τάσεις επίσης προκύπτουν, ωστόσο γίνεται κυρίως κεκαλυμμένα, είτε κάτω από τον μανδύα της ανθρωπιστικής επέμβασης, είτε με το πρόσχημα κάποιας τρομοκρατικής απειλής.
2 Σημαντικό να αναφερθεί πως τα δύο αυτά καθεστώτα αποτελούν ιδεολογικά τον πολιτικό αντίπαλο του καθεστώτος Ερντογάν. Δηλαδή, πρόκειται για καθεστώτα που βασιζόντουσαν στον Αραβικό Εθνικισμό -στην περίπτωση του Ιράκ τον Μπααθισμό, στην περίπτωση της Λιβύης τον Νασερισμό-, σε αντίθεση με το καθεστώς Ερντογάν, όπου ιδεολογικά ανήκει στον χώρο του Πολιτικού Ισλάμ. Το μόνο κοινό σε αυτές τις κατά τα άλλα εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογίες είναι η απολυταρχική τους φύση.
3 Το γεγονός αυτό αποτράπηκε λόγω της επέμβασης της Δύσης -υπό την ομπρέλα του ΟΗΕ- στο Ιρακ το 1990-1991.