Η ελληνική στρατιωτική ιστορία σίγουρα δεν έχει έλλειψη μεγάλων μαχών- μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται μεγάλες νίκες, αλλά και μεγάλες ήττες, που έκριναν την πορεία του ελληνικού έθνους. Κάποιες εξ αυτών είναι ευρύτατα γνωστές- κάποιες άλλες, πάλι, έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί, και είναι παράδοξο που, μεταξύ αυτών, βρίσκεται και μια από τις σημαντικότερες- αν όχι η σημαντικότερη- νίκη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, τον Μάρτιο του 1941: Ο λόγος για την επιτυχή υπεράσπιση από τον ελληνικό στρατό του Υψώματος 731 και την απόκρουση της μεγάλης Εαρινής Επίθεσης των ιταλικών στρατευμάτων, στην οποία «πόνταρε» ο Μπενίτο Μουσολίνι για να «διασώσει» έναν πόλεμο ο οποίος είχε εξελιχθεί σε εφιάλτη για τη φασιστική Ιταλία.
Διαβάστε επίσης:
Καθώς τελείωνε ο χειμώνας, τα πράγματα δεν εξελίσσονταν καλά για τον ιταλικό στρατό: Ο ελληνικός στρατός είχε ανακόψει την προέλασή του και είχε αντεπιτεθεί επιτυχώς, απωθώντας τους εισβολείς. Με τη γερμανική εισβολή να έχει ήδη δρομολογηθεί, η μεγάλη «Εαρινή Επίθεση» του «Ντούτσε»- υπό την επίβλεψη του ίδιου- ήταν το μεγάλο στοίχημα του ηγέτη της φασιστικής Ιταλίας για να δώσει «θετικό πρόσημο» σε ένα πόλεμο- φιάσκο. Ωστόσο τα πράγματα, για άλλη μια φορά, δεν θα εξελίσσονταν όπως θα ήθελε ο Μουσολίνι.
Ο σχεδιασμός και οι αντίπαλες δυνάμεις
Ο Μουσολίνι προσέβλεπε οπωσδήποτε σε μια επιτυχία πριν τον Απρίλιο, οπότε και αναμενόταν η γερμανική επίθεση: Σε μυστική του έκθεση προς τον βασιλιά της Ιταλίας, έγραφε πως «οφείλουμε να έχουμε τουλάχιστον μια στρατιωτική επιτυχία, προ της εξαπολύσεως της επίθεσης κατά τις αρχές Απριλίου από τους Γερμανούς». Ως εκ τούτου, είχε συγκεντρωθεί τεράστιος όγκος δυνάμεων: Σε πρώτη φάση την επίθεση ανέλαβαν πέντε ιταλικές μεραρχίες, συν μια λεγεώνα μελανοχιτώνων, τρεις μεραρχίες σε δεύτερη φάση και δύο μεραρχίες σε εφεδρεία στην περιοχή του Τεπελενίου. Οι δυνάμεις αυτές υποστηρίζονταν από 400 πυροβόλα και ισχυρές αεροπορικές δυνάμεις. Ιταλική επιδίωξη ήταν η επίτευξη συντριπτικής υπεροπλίας στην περιοχή, προκειμένου η αποτυχία να καθίσταται «αδύνατη»- και τις επιχειρήσεις παρακολουθούσε ο ίδιος ο Μουσολίνι.
Το ιταλικό σχέδιο προέβλεπε επίθεση μεταξύ των ποταμών Άψου και Αωόυ, επί της γενικής κατεύθυνσης Γκλάβα- Μπούμπεσι, με σκοπό τη δημιουργία ρήγματος και τη διάνοιξη της κοιλάδας του ποταμού Ντεσνίτσα. Απώτερος στόχος ήταν τα Ιωάννινα, και η περιοχή που θα επικεντρωνόταν η επίθεση ήταν ο τομέας της 1ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού, ανάμεσα στο Μπούμπεσι και το ύψωμα 1308 (Τρεμπεσίνα).
Οι προετοιμασίες αυτές δεν είχαν περάσει απαρατήρητες από ελληνικής πλευράς: Το Β′ Σώμα Στρατού, λόγω των πληροφοριών για τις εντατικές προετοιμασίες των Ιταλών, είχε διατάξει να οργανωθούν καλύτερα οι θέσεις των ελληνικών δυνάμεων. Ως προς τις ελληνικές δυνάμεις, την ιταλική επίθεση θα αντιμετώπιζαν πέντε μεραρχίες: Η 1η, η 2η, η 5η, η 11η, η 15η και η 17η- με το κύριο βάρος να σηκώνει η 1η Μεραρχία, που κατείχε άλλωστε και το πλέον νευραλγικό σημείο.
Εαρινή Επίθεση
Η επίθεση άρχισε τα ξημερώματα της 9ης Μαρτίου, με σφοδρότατο βομβαρδισμό: Στο πλαίσιο της προπαρασκευής πυροβολικού, μέσα σε διάστημα 2,5 ωρών, ρίχτηκαν 100.000 βλήματα εναντίον των ελληνικών θέσεων, σε μέτωπο 6 χλμ. Η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση στο τμήμα από το όρος Τρεμπεσίνα μέχρι το Μπούμπεσι- ωστόσο η επίθεση αποκρούστηκε, σε κάποιες περιπτώσεις με μάχη σώμα. Η επίθεση επαναλήφθηκε την επόμενη ημέρα (10 Μαρτίου), χωρίς αποτέλεσμα, ενώ στις 11 Μαρτίου έγινε ξανά προσπάθεια σε όλο το μέτωπο μεταξύ Αώου και Άψου, με έμφαση ξανά στο κομμάτι μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι: Των ιταλικών επιθέσεων προηγούνταν σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού και αεροπορικές επιθέσεις, τις οποίες ακολουθούσαν οι επιθέσεις του πεζικού- ωστόσο οι επιθέσεις αποκρούστηκαν όλες από τις ελληνικές δυνάμεις.
Ακλόνητος βράχος- κόλαση πυρός: Το Ύψωμα 731
Την υπεράσπισή του στρατηγικής σημασίας υψώματος, κεντρικού «πυλώνα» της ελληνικής άμυνας (η παραμονή του σε ελληνικά χέρια έκοβε κάθε επιθετική προσπάθεια από ιταλικής πλευράς) είχε αναλάβει το 2ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος Τρικάλων (αντικαταστάθηκε αργότερα από το 19ο), με διοικητή τον ταγματάρχη Δημήτριο Κασλά, η εντολή του οποίου ήταν σαφής: «Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Πάντες θα αποθάνωσι επί των θέσεών των».
Ο ίδιος ο Κασλάς στο πολεμικό του ημερολόγιο – αποσπάσματα του οποίου, δια χειρός Δ. Κωνσταντάρα Σταθαρά, είναι αναρτημένα στο online αρχείο του Δ. Γ Κασλά (kaslas.blogspot.com) - περιγράφει την πρώτη φάση της ιταλικής επίθεσης:
«Ο βομβαρδισμός συνεχίζεται με αυξάνουσαν έντασιν. Σμήνη αεροπλάνων ρίπτουν συνεχώς τα φορτία των επί των υψωμάτων 731 και 717. Το ύψωμα 731, όπου το Τάγμα μου, σείεται συνεχώς, σκόνη, φωτιά και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαρειά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλαν καπνοί και αι φλόγες, δεν ημπορούμε να διακρίνουμε τι γίνεται εις απόστασιν 10 μέτρων. Το ύψωμα 731 ήτο δασωμένον με δέντρα ύψους 4-5 μέτρων, εντός διώρου έμεινε γυμνόν. Τα συρματοπλέγματά μας κατεστράφησαν, τα χαρακώματα ισοπεδώθηκαν, οι στρατιώται καλύπτονται εις τας οπάς των οβίδων και αγωνίζονται απεγνωσμένα να επανορθώσουν τας ζημίας, ιδίως να προστατεύσουν τα πολυβόλα και οπλοπολυβόλα από την καταστροφήν».
Οι επιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό, που ανέσκαπτε τα υψώματα, και μετά ακολουθούσαν έφοδοι, όπου η μάχη γινόταν σώμα με σώμα, με χειροβομβίδες και λόγχες. Όπως γράφει ο Κασλάς για την πρώτη ημέρα, είχε δώσει εντολή στους στρατιώτες του να μην ανοίγουν πυρ από μεγάλες αποστάσεις, παρά μόνο όταν έφταναν σε συγκεκριμένα σημεία, σε απόσταση περίπου 200 μέτρων. Οι επιθέσεις αποκρούστηκαν με φρικτές απώλειες για τους Ιταλούς. «Η νύκτα μας βρίσκει όλους εξηντλημένους σωματικώς. Είμεθα όλη την ημέραν νηστικοί. Εν τούτοις κανείς δεν θέλει να φάγη. Έχουμε άφθονο κονιάκ. Οι Λόχοι δεν ζητούν ψωμί αλλά χειροβομβίδας αμυντικάς και σκαπανικά εργαλεία» γράφει ο (τότε) ταγματάρχης.
Οι εικόνες, όπως περιγράφονται από τις σχετικές αναφορές, ήταν φρικτές: Μέχρι τις 19 Μαρτίου, το αιματοβαμμένο 731 δέχτηκε 18 επιθέσεις- με τα πτώματα να σκεπάζουν το έδαφός του, όπως και του γειτονικού 717. Ο Δ. Κόκκινος γράφει σχετικά στο «Ο Πόλεμος 1940-1941» τα εξής:
«Η περί το 731 περιοχή είχε καταστή τοπίον θανάτου, καταστροφής, και θανασίμων προσπαθειών. Ενόμιζε κανείς ότι την μάχην είχε οργανώσει εκατέρωθεν δαιμονικός σκηνοθέτης, δια να δώση την αίσθησιν της φρίκης, του δέους, της αιματοχυσίας και του ηρωισμού. Το ιταλικόν πυροβολικόν και οι όλμοι ανέσκαπτον ολοένα την επιφάνειαν του υψώματος, έκαναν να αναπηδούν διαρκώς από τούτου πίδακες από καπνόν, φλόγας, χώματα, λίθους και θραύσματα των οβίδων, μέχρι του σημείου να αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του εδάφους. Παρείχετο η εντύπωσις ότι επί του φλεγομένου τούτου χώρου, τα ελληνικά τμήματα ή είχον κονιορτοποιηθεί ή είχον διαλυθή. Αλλά όταν εφώρμα προς κατάληψίν του το ιταλικόν πεζικόν, αι ελληνικαί δυνάμεις ανεφαίνοντο με τας κραυγάς “αέρα” που ήσαν ναν να έφθαναν από όλην την Ελλάδα, ενισχυόμεναι από τους ήχους τόσων εκρήξεων και βολών και με τας αντεπιθέσεις των, ηνάγκαζον τους Ιταλούς να στρέφωνται προς τα οπίσω και να βάλλωνται φεύγοντες από των νώτων».
Ο Άγγελος Τερζάκης, στην «Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941», περιγράφοντας τη δεύτερη ημέρα, παρομοιάζει τους βομβαρδισμούς στο 731 με τους τρομακτικούς βομβαρδισμούς στο Βερντέν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Τ’ ακούει και ζαρώνει περίτρομη η ψυχή του ανθρώπου… Τα ελληνικά πυρά της έκοψαν την ορμή, ως που το μεσημέρι οι Ιταλοί ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις, ξανάρχισαν, όμως το πεζικό κατόρθωσε με μόνα τα δικά του να σπάσει το πρώτο κύμα του εχθρού. Στις 6 τ’ απόγεμα οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χίμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από τη δημοσιά, ενώ έπιαναν και να βομβαρδίζουν την Τρεμπεσίνα. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες στο θρύλο».
Διαβάστε επίσης:
Η σκληρότητα των μαχών, βάσει των αναφορών, είναι τρομακτική. Από το ημερολόγιο του Κασλά, για τη δεύτερη ημέρα:
«Αυτήν την ημέραν κατευθύνεται προς το αριστερόν μας… διά να υπερφαλαγγίσουν το 731 εκ του αριστερού…Οι Ιταλοί κινούνται με μυρίας προφυλάξεις, τους καταλαμβάνει πρώτον το πυροβολικόν μας και τους αποδεκατίζει. Το πυροβολικόν των Ιταλών προσπαθεί να υποστηρίζει την κινουμένην φάλαγγα. Οι Ιταλοί προχωρούν κατά διαδοχικά κύματα με προφανή σκοπόν να καταλάβουν οπωσδήποτε το 731, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τας απωλείας των…Οι Ιταλοί φθάνουν εις απόστασιν από 50-100 μ. από την γραμμήν αντιστάσεως. Διά να εξαπατήσουν τους στρατιώτας μας υψώνουν λευκά μανδίλια, προς στιγμήν υπέθεσαν ότι επρόκειτο να παραδοθούν. Αντελήφθην εκ πρώτης στιγμής ότι επρόκειτο περί απάτης… Επενέβην αμέσως, διέταξα έντασιν των πυρών διά χεροβομβίδων και τοπικήν αντεπίθεσιν».
Και οι μάχες συνεχίζονταν: Οι πλαγιές του 731 είχαν καταστραφεί από τους πυκνούς κανονιοβολισμούς, ενώ τα δέντρα είχαν ξεριζωθεί ή κοπεί: Όπως προαναφέρθηκε, τα πτώματα σκέπαζαν τα εδάφη του 731 και του 717: Στις 21 Μαρτίου, Ιταλός αξιωματικός και στρατιωτικοί ιερείς, που επισκέφθηκαν τους αμυνόμενους για να διαπραγματευθούν τους όρους ολιγόωρης ανακωχής, για την περισυλλογή και ταφή των νεκρών, βρέθηκαν προ φρικιαστικού θεάματος: Σύμφωνα με αναφορές, Ιταλός ιερέας, όταν του έβγαλαν τον επίδεσμο με τον οποίο του είχαν δέσει τα μάτια, τα κάλυψε ξανά αμέσως, ψιθυρίζοντας «terrible».
Από τις 11 Μαρτίου και μετά οι ιταλικές προσπάθειες στο πλαίσιο της Εαρινής Επίθεσης ανανεώθηκαν, περιλαμβάνοντας νυχτερινές επιθέσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Στις 13 Μαρτίου εκδηλώθηκε επίθεση στον τομέα της 11ης Μεραρχίας, ενώ τη νύχτα της 13ης προς τη 14η έγινε επίθεση σε όλη τη ζώνη μεταξύ Αώου και Άψου, πάλι χωρίς καμία επιτυχία. Το πρωί της 14ης αποκρούστηκε νέα ιταλική επίθεση, την οποία ακολούθησε και άλλη, στην περιοχή Σεντέλι. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, με μεγάλη υποστήριξη πυροβολικού και αεροπορίας, έγινε μεγάλη επίθεση στη ζώνη μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι.
Διαβάστε επίσης:
«Ημερολόγιον ελληνο-ιταλικού πολέμου». Οι στρατιώτες που το έγραψαν
Όλες οι επιθέσεις αποκρούστηκαν – με το αιματοβαμμένο Ύψωμα 731 να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της σύγκρουσης, «σπάζοντας» τα κύματα των επιθέσεων. Είναι χαρακτηριστικό πως, λόγω των πυρών, το ύψος του 731 μειώθηκε κατά πέντε μέτρα- αργότερα στους χάρτες θα αναφερόταν ως 726, καθώς την ονομασία καθορίζει το υψόμετρο.
Στις 15 Μαρτίου ακολούθησαν εκ νέου επιθέσεις- ωστόσο ήταν τοπικές και εκ νέου ανεπιτυχείς, καθώς ήταν πλέον εμφανές πως η επιχείρηση διάσπασης του μετώπου είχε αποτύχει. Μετά από επτά ημέρες αποτυχημένων προσπαθειών, η ιταλική ηγεσία αποφάσισε την αναστολή των ευρείας κλίμακας επιθετικών επιχειρήσεων στην περιοχή- ωστόσο η 18η επίθεση κατά του 731 έγινε στις 6.30 της 19ης Μαρτίου, με επίλεκτες μονάδες και άρματα μάχης. Απέτυχε και αυτή, βάζοντας την οριστική «ταφόπλακα» στην ιταλική επίθεση. Επιθέσεις των Ιταλών κατά του τομέα ευθύνης του Β′ Σώματος Στρατού θα συνεχίζονταν ως τις 25 Μαρτίου- αλλά πάντα χωρίς καμία επιτυχία.
Επίλογος
Με την Εαρινή Επίθεση να έχει αποτύχει παταγωδώς, επρόκειτο πρακτικά για το τέλος των ιταλικών προσπαθειών κατάκτησης της Ελλάδας: Η γερμανική εισβολή ήταν καθ’οδόν, και στην ελληνική ηγεσία επικρατούσε αναβρασμός, με αντικαταστάσεις στρατηγών, καθώς και σχεδιασμούς για την αντιμετώπιση της επερχόμενης επίθεσης, με το Γενικό Στρατηγείο να παρουσιάζεται αποφασισμένο να συνεχίσει των αγώνα κατά των Ιταλών από τις θέσεις όπου βρισκόταν, επιδιώκοντας παράλληλα την ανάσχεση των Γερμανών στα οχυρά της Μακεδονίας- ενώ παράλληλα ασκούνταν πιέσεις για νέα γραμμή άμυνας στον Αλιάκμονα, προκειμένου να αποφευχθούν τα δύο μέτωπα- ωστόσο η άποψη που επικράτησε ήταν η πρώτη.
Διαβάστε επίσης:
Όπου τολμούν οι αετοί: Η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
Η Γιουγκοσλαβία θα προσχωρούσε στον Άξονα στις 25 Μαρτίου, ωστόσο η κυβέρνηση ανετράπη στις 27 Μαρτίου από κίνημα των ενόπλων δυνάμεων στο Βελιγράδι, με τον Χίτλερ να αποφασίζει την ίδια ημέρα τη συντριβή της Γιουγκοσλαβίας, η οποία κατέρρευσε ταχύτατα. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας εκδηλώθηκε την Κυριακή 6 Απριλίου. Παρά την σκληρή μάχη των οχυρών της Γραμμής Μεταξά, η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη τη συγκράτηση των εισβολέων: Τα ελληνικά στρατεύματα στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη παραδόθηκαν στις 9 Απριλίου, ύστερα από κύκλωσή τους. Περαιτέρω προσπάθειες ανάσχεσης της γερμανικής επίθεσης από τις ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις ήταν ανεπιτυχείς, θέτοντας σε κίνδυνο τα ελληνικά στρατεύματα που αντιμετώπιζαν τους Ιταλούς στην Αλβανία. Στις 20 Απριλίου, ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ′ Σώματος Στρατού, συνθηκολόγησε με τους Γερμανούς, παρά τις εντολές της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, και αργότερα με τους Ιταλούς: Η γερμανική εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα ολοκληρωνόταν- θα ακολουθούσαν η Μάχη της Κρήτης, και στη συνέχεια ο αγώνας στη Μέση Ανατολή.
Πηγές:
-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Τόμος ΙΕ: Νεώτερος Ελληνισμός, από 1913 έως 1941- Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, 1978
-Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων- Εκδοτική Ελλάδος Α.Ε.