Η γατού της γειτονιάς

Από τα αξημέρωτα, μα δεν έκανε άλλη δουλειά, ήταν στο πεζοδρόμιο και μοίραζε μπολάκια με φρέσκο νερό...
Μανώλης Δημελλάς

Λίγο παράξενη, για να μη πω τίποτα χειρότερο για κείνη τη ψηλή ηλικιωμένη γυναίκα, έτσι φαινόταν ειδικά σε κείνους που προσπερνούν και κλωτσάνε τα αδέσποτα τετράποδα.

Με κείνα τα παλιακά κοκάλινα γυαλιά και το πλατύ χαμόγελο, φρόντιζε με περίσσια αγάπη τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς κι αν, μέσα στις σκοτούρες, τύχαινε και με το βλέμμα διάβαζες τους δρόμους, τότε έβλεπες μια περαστική σκιά σκυμμένη καταμεσής των δρόμων. Από τα αξημέρωτα, μα δεν έκανε άλλη δουλειά, ήταν στο πεζοδρόμιο και μοίραζε μπολάκια με φρέσκο νερό. Από φαγητό δεν άφηνε καμία γατούλα παραπονεμένη, ενώ η ίδια ίσως και να μετρούσε τις μπουκιές της, αλλά τα μικρά τετράποδα πλάσματα δεν υπήρχε μέρα να τα αφήσει ατάιστα. Κι αν δεν είχε κάτι μαγειρεμένο τότε φρόντιζε να τις κυνηγά, να τους μιλά και να τα πιέζει για να φάνε μια στάλα ξηρά τροφή.

Σε όλα τα παιδιά της, γιατί παιδιά με ουρίτσα ήταν αυτό το τσούρμο με τις γάτες, είχε δώσει ονόματα, ανάλογα με το χαρακτήρα και το χρώμα του τριχώματος κι εκείνες, όταν την ένιωθαν κάπου κοντά, έτρεχαν ακόμη κι από τις γύρω γειτονιές, την άκουγαν, χοροπήδαγαν ανάμεσα από τα πόδια της και νιαούριζαν ρυθμικά. Σα να της έλεγαν πως την ευχαριστούν, πως νιώθουν την ανθρωπιά, ζούσαν άλλωστε από το δικό της φιλότιμο. Στον περαστικό που σταματούσε χαμογελούσε κι έλεγε σχεδόν απολογητικά πως κι αυτά πονούν, είναι ψυχούλες, που έχουν ανάγκη από μια σταλιά φροντίδα. Κάποιοι ούτε που την άκουγαν, έστριβαν τη γωνία και την είχαν ήδη ξεχάσει. Έτσι σπαταλούσε τον χρόνο της, ώσπου μια στιγμή η ηλικιωμένη γυναίκα εξαφανίστηκε από τη γειτονιά.

Μάθαμε πως αρρώστησε, είχε αυτό το διάολο, την άνοια και μόνη γιατρειά της ήταν η σταθερή φροντίδα, έτσι οδηγήθηκε σε ένα γηροκομείο και δεν τη ξανάδαμε.

Το σπιτάκι της έμεινε έρημο και σκοτεινό, ενώ τα μικρά τριχωτά παιδιά της τριγυρνούσαν τρομαγμένα πέρα-δώθε έξω από την πόρτα της. Εμείς οι γειτόνοι στην αρχή δεν πήραμε χαμπάρι, όμως τα γατιά όλο και μας ξεσήκωναν.

Ναταν η πείνα ή η δίψα τους; ή μήπως να έψαχναν τον χαμένο τους σωτήρα;

Μαζεύτηκαν στο δρόμο λες και έκαναν παρέλαση, την αναζητούσαν, τότε πια κουνηθήκαμε, ψαχτήκαμε και μάθαμε τα μαντάτα για τη γυναίκα, που καλά-καλά δεν γνωρίζαμε ούτε το όνομα της.

Και τώρα, τι θα απογίνουν αυτά τα πλάσματα; Ποιος θα σταθεί να τα φροντίσει;

Ευτυχώς κάποιοι ανέλαβαν τη φροντίδα, μακριά από ευχολόγια που έτσι κι αλλιώς δεν χωράνε στα ταλαιπωρημένα αδέσποτα, ξαναέφεραν την κανονικότητα στη μικρή γειτονιά. Τα γατιά ξαναβρήκαν μπολάκια με νερό και φαγητό, είχαν κάπου να ελπίζουν.

Όμως το θέμα δεν είναι εκείνοι που σήμερα τα φροντίζουν, ξαναγυρνώ στην άγνωστη ηλικιωμένη, τη γυναίκα που αφιέρωνε σχεδόν όλο το χρόνο της στα αόρατα πλάσματα των δρόμων μας.

Μπορεί να μην είχε τη δύναμη να πληρώσει και τα στειρώσει, όμως όσα μπορούσε τα φιλοξενούσε, ειδικά όταν υπήρχε κάποιο άρρωστο από αυτά, έτρεχε γραμμή σε κείνη. Κι όταν συχνά έβρισκε μια σκοτωμένη γάτα, έκλαιγε και μονολογούσε πως αυτή είναι η πιο μεγάλη αμαρτία. Κάποιοι τις έδιναν μια στιγμή, οι περισσότεροι τραβούσαν βίαια τη ματιά τους, λες και έκανε κάτι παράνομο.

Πώς μπορεί ετούτος ο κόσμος να γίνει λίγο καλύτερος, όταν για όλα τα υπόλοιπα πλάσματα, εδώ, στο τρανό ανθρώπινο βασίλειο, βιώνουν την κόλαση;

Δημοφιλή