Tα Χριστούγεννα «οι νόμοι της φύσης ανατρέπονται», διαβεβαιώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε κήρυγμά του. Οσάκις επενεργεί το υπερφυσικό, γεννώνται παράδοξα: «Εκείνος που δεν έχει σάρκα ενσαρκώνεται˙ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός του Ανθρώπου…Η άγνοια καταρρέει μπροστά στη γνώση και τα πάντα ανανεώνονται.», όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος. Ίσως η πιο δραματική, για μένα, ανατροπή συμβαίνει όταν κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα βάζουμε κατά μέρος, για λίγο, την απελπισία και εορτάζουμε την ελπίδα. Στη Βηθλεέμ γεννάται κάθε χρόνο η ελπίδα για τη σωτηρία―τη μεταμόρφωση― του κόσμου.
Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο αρχίζει με την παράθεση του γενεαολογικού δέντρου του θείου βρέφους (α˙1-17). Πρόκειται για ένα στεγνό ληξιαρχικό κατάλογο αλυσιδωτών γεννήσεων, πατρογονικά οργανωμένων: «Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ˙ Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ˙ Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν, και τους αδελφούς αυτού...». Οι 41 συνολικά γενιές αποκορυφώνονται με τον ‘πατέρα ’ του Ιησού, τον Ιωσήφ. Ονομάτα εν πολλοίς άγνωστα στους περισσότερους από μας, καταφανώς μη ελληνικά, περίεργα, ίσως δυσηχή για τα αφτιά των πρώτων Ελλήνων προσηλύτων—Φαρές, Εσρώμ, Ωβήδ, Σλαθιήλ και πάει λέγοντας. Από τις πέντε γυναίκες που φιγουράρουν στον κατάλογο τέσσερις κατονομάζονται—μεταξύ των οποίων η πόρνη και ξενοδόχος Ραχάβ και η Παναγία. Μία, η Βαρσαβεέ, σαφώς υπονοείται (« Δαυΐδ δε βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της Ουρίου»). Ήταν η σύζυγος του χετταίου—ινδοευρωπαίου, επομένως—αξιωματικού Ουρίου. Η μοιραία αυτή γυναίκα καταγοήτευσε τον Δαυΐβ με την ομορφιά της.
Ο κατάλογος είναι μια απλή παράταξη ονομάτων που ρέουν χωρίς καμία νύξη δράσης. Οι σύγχρονοι με τον Ματθαίο Εβραίοι όμως θα συνέδεαν ευχερώς τα ονόματα των βασιλέων, προφητών και άλλων προσώπων που μνημονεύονται με συγκεκριμένα επεισόδια της ιστορίας του Ισραήλ. Η κάθε αναφορά θα ζωντάνευε, γεννώντας ένα μικρό νοερό montage. Σε πολλούς λαούς στην ιστορία απαγγέλλονταν –και ενίοτε απαγγέλλονται ακόμη, όπως στην Αφρική—γενεαλογίες, άλλοτε ως ποίηση από επαγγελματίες ασματοποιούς, άλλοτε σε «πεζό λόγο» από φυλάρχους. Ο γενεαλόγος μπορεί να περιλάβει εκατοντάδες ονόματα ανδρών και γυναικών, εκκινώντας, πάντα αναδρομικά, από κάποιον πρωτόπλαστο ή τους θεούς. (Ο Λουκάς γ˙24-38 ξεκινάει, περιέργως, τη γενεαλογία του από το παρόν, από τον Ιωσήφ, και φθάνει στο απώτατο παρελθόν, στον Αδάμ, «τον [ δηλ. υιόν] του Θεού».) Οι προφορικές επιτελέσεις αυτές αποσκοπούν στο να νομιμοποιήσουν την εξουσία της φυλής ή δυναστείας, να στοιχειοθετήσουν εδαφικές αξιώσεις και εν γένει να προσδιορίσουν το status quo. Ο κατάλογος του Ματθαίου κατοχυρώνει την καταγωγή του βρέφους από τη δυναστεία του Δαυΐδ, από την οποία ανεμενόταν επί αιώνες να εμφανισθεί ο Μεσσίας (‘Χριστός’ στα ελληνικά).
Ο Ματθαίος αναφέρει τη βιολογική λεπτομέρεια της γαστέρας της Παναγίας («...ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου... Ιδού, η Παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται Υιόν...»). Ο Χριστός αμέσως εμφανίζεται στην ιστορία της ανθρωπότητος ως νεογνό και ως έμβρυο. Μία λεπτομέρεια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τους φιλολόγους είναι η διακριτική παρατήρηση του Ευαγγελιστή ότι ο Ιωσήφ «παρέλαβε την γυναίκα αυτού, και ουκ εγίνωσκεν αυτήν, έως ου έτεκε τον Υιόν αυτής τον πρωτότοκον», δηλ. «επήρε την γυναίκα του μαζί του˙ και δεν είχε καμμίαν σχέσιν μαζί της μέχρις ότου εγέννησε τον υιόν της τον πρωτότοκον» (Μτθ. α˙25-6). Η χρονική πρόταση «εως ου...» απασχόλησε την πρώιμη Εκκλησία από λογική και θεολογική άποψη. Σε πρώτη ανάγνωση η φράση «έως ου» αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ότι η Παναγία και ο Ιωσήφ είχαν μια ομαλή συζυγική σχέση μετά τον τοκετό της. Την ερμηνεία αυτή πολύ γρήγορα απέκρουσε η Εκκλησία με συγκριτικά-φιλολογικά επιχειρήματα.
Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (α ˙8- 19) το σκηνικό της Γέννησης περιλαμβανει, εκτός από τη φάτνη, και βοσκούς—και (εύκολα μπορούμε να προσθέσουμε) άχυρα, κοπριές, σκοτάδι (αν δεχθούμε τη μεταγενέστερη παράδοση ότι ο Χριστός γεννήθηκε σε σπήλαιο), περιθώριο, πτώχεια. Είναι στο περιθώριο που οι φτωχοί βοσκοί σπεύδουν να βρουν «το βρέφος κείμενον εν τῇ φάτνῃ». Τρέχουν με «χαράν μεγάλην» μετά το μήνυμα του αγγέλου («ιδού γαρ ευαγεγλίζομαι υμῖν χαράν μεγάλην»). Σήμερα, ακόμη και κάτω από συνθήκες εσχάτης κοινωνικής ταπείνωσης και φτώχειας, οι άνθρωποι μπορούν να δοκιμάσουν τη χαρά της ελπίδας. Η γέννηση της ελπίδας είναι το θαύμα των Χριστουγέννων.