Για την εργατική Πρωτομαγιά, όλα ξεκίνησαν στις 5 Σεπτεμβρίου του 1882. Την ημέρα εκείνη οι Ιππότες της Εργασίας (Knights of Labor), το πιο σημαντικό συνδικάτο στα τέλη του 19ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, διοργάνωσε μια διαδήλωση υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων στη Νέα Υόρκη, με βασική διεκδίκηση τη θέσπιση του οκτάωρου.
Δυο χρόνια αργότερα, και σε μια ανάλογη διαδήλωση, οι «Ιππότες» εξέδωσαν ένα ψήφισμα βάσει του οποίου η διαδήλωση θα γινόταν σε ετήσια βάση. Άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες ήταν πιο κοντά στο σοσιαλιστικό και αναρχικό κίνημα, πρότειναν ως ημερομηνία της διαδήλωσης την 1η Μαΐου.
Η Ιστορία, όμως, θα μπορούσε να είχε γραφτεί διαφορετικά εάν τις πρώτες ημέρες του Μαΐου του 1886 δεν είχαν βαφτεί στο αίμα οι εργατικές διαδηλώσεις στο Σικάγο.
Ηταν στις 3 Μαΐου εκείνης της χρονιάς που οι απεργοί εργάτες συγκεντρώθηκαν στην είσοδο του εργοστασίου κατασκευής των αγροτικών μηχανημάτων McCormick. Η διεύθυνση του εργοστασίου κάλεσε την αστυνομία, με τους αστυνομικούς να επιχειρούν να διαλύσουν το πλήθος με τη χρήση όπλων. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν τη ζωή τους δυο διαδηλωτές και να τραυματιστούν πολλοί ακόμη.
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει με μια νέα συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 4 Μαΐου στην πλατεία Χέιμαρκετ - ήταν το μέρος όπου φιλοξενούνταν η αγορά των αγροτικών μηχανημάτων. Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Η συγκέντρωση ήταν τόσο ειρηνική ώστε ο δήμαρχος Κάρτερ Χάρισον, ο οποίος έχει περάσει από εκεί για να ελέγξει την κατάσταση, σκέφτηκε να φύγει για το σπίτι του.
Το κλίμα οξύνθηκε, όμως, όταν οι αστυνομικοί άρχισαν να προσεγγίζουν το βήμα των ομιλητών, ένα ξύλινο κάρο, σε σχηματισμό. Ήταν σε εκείνο το σημείο όταν από την πλευρά των διαδηλωτών εκτοξεύθηκε μια βόμβα. Η αστυνομία απάντησε πυροβολώντας αδιακρίτως. Κι αν δεν έγινε ποτέ γνωστός ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης, δεν έγινε γνωστός ούτε ο ακριβής αριθμός των θυμάτων των διαδηλωτών - πολλοί από τους τραυματίες απέφυγαν να πάνε στο νοσοκομείο από τον φόβο ότι θα συλληφθούν.
Οι ποινές για τους συλληφθέντες διαδηλωτές θα γίνονταν γνωστές στις 20 Αυγούστου του 1887. Και ήταν κάτι περισσότερο από βαριές: Οι Όγκουστ Σπάισις, Μάικλ Σβάμπ, Σάμιουελ Φίλντεν, Αλμπερτ Ρ. Πάρσονς, Άντολφ Φίσερ, Τζορτζ Ένγκελ και Λούις Λινγ καταδικάστηκαν σε θάνατο μολονότι για κανέναν τους δεν αποδείχθηκε η σχέση του με την ρήψη της βόμβας, ενώ η ποινή των δυο από αυτούς θα μετατρεπόταν σε ισόβια έπειτα από διεθνείς πιέσεις που ασκήθηκαν. Οι υπόλοιποι θα οδηγούνταν στην αγχόνη στις 11 Νοεμβρίου του 1887. Και η Ιστορία θα κατέγραφε την τελευταία φράση του καθενός από αυτούς:
«Θα έρθει η μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που σήμερα πνίγετeεμε τον θάνατο» φώναξε ο Σπάισις. Ο Φίσερ άφησε την τελευταία πνοή με το σύνθημα «Hoch die Anarchie» (Ζήτω η αναρχία) στα γερμανικά (το ίδιο και ο Ένγκελ), ενώ ο Πάρσονς κατάφερε μόλις και με δυσκολία να πει «αφήστε να ακουστεί η φωνή του λαού». Ο λόγος ήταν ότι ο δήμιος είχε σφίξει πάρα πολύ το σκοινί γύρω από τον λαιμό του οδηγώντας τον σε έναν αγωνιώδη θάνατο.
Ο διεθνής αντίκτυπος ήταν τεράστιος - είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία ο καγκελάριος Ότο Φον Μπίσμαρκ απαγόρευσε τις διαδηλώσεις υπέρ των κατηγορουμένων του Χέιμαρκετ παρά το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς ήταν μετανάστες γερμανικής καταγωγής. Η Β′ Διεθνής, πάντως, θα ανακήρυσσε το 1889, από το Παρίσι, την 1η Μαΐου ημέρα απεργίας. Σήμερα γιορτάζεται σε πολλές χώρες, είτε ως απεργία, είτε ως επίσημη αργία. Όχι όμως και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου για ευνόητους λόγους, αντί της 1ης Μαΐου, προτιμήθηκε η πρώτη Δευτέρα του Σεπτεμβρίου.
Ο πρώτος εοραστμός στην Ελλάδα
Η αγωνιστική επέτειος της 1ης Μαΐου γιορτάστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά μαζικά το 1893 μπροστά από το Παναθηναϊκό Στάδιο με 2000 συγκεντρωμένους, σύμφωνα με τον σοσιαλιστικό Τύπο της εποχής.
Ακολουθεί απόσπασμα από τον κατάλογο «Αρχείο Σταύρου Καλλέργη. Ψηφίδες από τον σχεδιασμό της σοσιαλιστικής πολιτείας» που κυκλοφόρησε το 2013 από την Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, σε επιμέλεια Κωστή Καρπόζηλου, και δημοσιεύσει σήμερα το το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η πρώτη διακριτή εμφάνιση των σοσιαλιστών στον δημόσιο χώρο, με τη συγκέντρωσή τους για τον εορτασμό της διεθνούς ημέρας των εργατών τον Μάιο του 1893, επιβεβαιώνει αυτήν την αίσθηση. Έως τότε, ο εργατικός χαρακτήρας της ημέρας αφορούσε πολύ λίγους - το 1891 ομάδα σοσιαλιστών με επικεφαλής τον Καλλέργη φωτογραφήθηκε ομαδικά, το 1892 οι συγκεντρωμένοι δεν ήταν παραπάνω από τριάντα. Στις 2 Μαΐου του 1893 ο έως τότε αδιάφορος αθηναϊκός τύπος έστρεψε τη ματιά του προς το Στάδιο, εκεί όπου εκατοντάδες -δύο χιλιάδες κατά τον Σοσιαλιστή- «υπό μισθόν πάσχοντες» άκουσαν τον Σταύρο Καλλέργη να διαβεβαιώνει ότι «η πρόοδος βαδίζει τον δρόμον της» και οι εργατικές διεκδικήσεις «του παρόντος» θα οδηγήσουν «εν τω μέλλοντι» στην «κατάργησιν του κληρονομικού δικαιώματος και της ιδιοκτησίας». Οι εργατικές διεκδικήσεις του παρόντος κωδικοποιούνταν στην κατοχύρωση της οκτάωρης εργασίας με ανάπαυση την Κυριακή και την παροχή επιδομάτων στους «εκ της εργασίας παθόντας». Η επικοινωνία με τα κοινά αιτήματα και τις πρακτικές του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος επεκτεινόταν σε εμφατικές λεπτομέρειες, όπως οι ερυθρές κονκάρδες «επί της κομβιοδόχης» των συγκεντρωμένων.
Την πρώτη Μαΐου του 1894, στο Στάδιο, ο αριθμός των συγκεντρωμένων ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον, ανάμικτο με περιέργεια, για τις σοσιαλιστικές ιδέες και τα δημόσια πρόσωπα του κινήματος, τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη, που ήταν οι κύριοι ομιλητές. Οι παρέες και οι οικογένειες -«αι εργατικαί τάξεις [που] εποίκιλλον το πολύ αυτό πλήθος»- στα καφενεία και στην ύπαιθρο, όπως και οι εκατοντάδες περιπατητές πέριξ του Σταδίου, προσέδωσαν επιπλέον όγκο στη σοσιαλιστική συγκέντρωση. Διανομή φυλλαδίων, ερυθρά σήματα «επί της κομβιοδόχης», το ψήφισμα της συγκέντρωσης, οι λόγοι των Δρακούλη, Καλλέργη και Μαρκαντωνάτου επιβεβαίωσαν την τυπολογία της εργατικής Πρωτομαγιάς. Η πυκνότητα των αναφορών στην «ευταξία» της δημόσιας συνάθροισης υπογραμμίζει τον απόηχο της ορμητικής εμφάνισης των σοσιαλιστών τον Δεκέμβριο του 1893 και των ευρωπαϊκών ειδήσεων για τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της ημέρας: «η αστυνομία [...] έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς «ήμερον διεξαγωγήν της συγκεντρώσεως», «γραφικόν ήτο το θέαμα των διασχιζόντων το πλήθος απείρων αστυφυλάκων, των εφίππων χωροφυλάκων, των ιππέων και των αξιωματικών», «εθεάθησαν αστυφύλακες τινές, εκ των διαταχθέντων όπως επιβλέπωσιν την τάξιν, διανέμοντες κρυφίως προ- κηρύξεις εις το πλήθος των θεατών». Δικαιολογώντας την άρνησή του να παραστεί ως ομιλητής, ο αρχισυντάκτης του Μεταρρυθμιστή Δημήτριος Ζαλούχος επικαλέστηκε τον κίνδυνο να «διαβληθώμεν [...] ότι εμείς εξηγείρομεν και ερεθίζομεν τους εργάτας».
Η πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση του 1894 υπήρξε η τελευταία του 19ου αιώνα. Το 1895, η επιτροπή του σοσιαλιστικού συλλόγου «Άρδην» γνωστοποίησε «ότι σήμερον 1ην Μαΐου ημέραν εορτής των σοσιαλιστών δεν θα προβώμεν εις ουδεμίαν εκδήλωσιν των φρονημάτων μας», ενώ τα επόμενα χρόνια οι ειδήσεις αφορούσαν αποκλειστικά την -«μελαγχολικωτέρα» το 1897- «εορτή των ανθέων» και των ρομαντικών περιπατητών. Η ανησυχία του Ζαλούχου έμελε να επιβεβαιωθεί: από τον Μάιο του 1894 οι σοσιαλιστές γνώρισαν ποικίλες διώξεις, οι διαβρωτικές επιπτώσεις των οποίων άφησαν ορατά ίχνη στη διαμόρφωση του σοσιαλιστικού κινήματος. Οι εξελίξεις είχαν ως αφετηρία τη σύλληψη στις 27 Μαΐου του Ευάγγελου Μαρκαντωνάτου, που ήταν ομιλητής στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση και ηγετική μορφή του Σοσιαλιστικού Συλλόγου. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Μαρκαντωνάτος είχε εκβιάσει για τις ανάγκες του κινήματος τον Ανδρέα Συγγρό, απαιτώντας 25.000 δραχμές προς «εξιλασμόν» του βίου του. Αλλοι έντεκα σοσιαλιστές (μεταξύ αυτών οι Αλέξανδρος Ματιάτος, και Διονύσιος Μάργαρης) συνελήφθησαν ύστερα από τρεις μέρες […]
(Πηγή: ΑΠΕ)