Με αφορμή τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών «Η μαγεία του κλασικού», επιχειρούμε να απαντήσουμε στο – ομολογουμένως σύνθετο- ερώτημα: Τι είναι αυτό που κάνει τελικά μια δημιουργία να θεωρηθεί κλασική;
Αποτελεί πρότυπο αριστείας και μέτρο σύγκρισης. Περιλαμβάνει όλα τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που θα περίμενε κάποιος. Είναι αναγνωρισμένης αξίας. Ιστορικά μνημειώδες. Αυθεντικό. Είναι το κλασικό, όπως ορίζεται αν ανατρέξουμε σε κάποιο λεξικό.
Συνήθως βέβαια, περισσότερη σημασία από τον ορισμό, έχει η χρήση μιας λέξης στην καθημερινότητά μας. Η έννοια που εμείς της δίνουμε μιλώντας. «Αυτό το έργο είναι κλασικό, πώς γίνεται να μην το έχεις δει;». «Πρέπει να το διαβάσεις, είναι κλασική λογοτεχνία». «Ό, τι πιο κλασικό στο συγκεκριμένο είδος μουσικής» και πολλές ακόμα εκφράσεις που όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή. Τι εννοούμε όμως;
Ακούγοντας μουσική
Στη Μουσική, η έννοια του Κλασικού είναι σύνθετη και πολυεπίπεδη. Τείνουμε να τη χρησιμοποιούμε αναφερόμενοι στη μουσική που αναπτύχθηκε στη δυτική Ευρώπη σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο αλλά ταυτόχρονα δηλώνει συχνά τη διάκριση μεταξύ «έντεχνης» και λαϊκής/ παραδοσιακής μουσικής. Επίσης, πολλές φορές μπορεί να αναφερόμαστε στην εποχή της μουσικής δημιουργίας που ονομάζεται Κλασική, η οποία ξεκινά περίπου το 1750 και ολοκληρώνεται μεταξύ 1810-1830.
Η «Κλασική εποχή» ακολούθησε το Μπαρόκ και συνδέθηκε με το κίνημα του Διαφωτισμού, το οποίο αναπτύχθηκε αντλώντας στοιχεία και από την κλασική αρχαιότητα. Για τις τέχνες, βασικά γνωρίσματα αυτής της εποχής αποτελούν η διαύγεια και η καθαρότητα. Η απλότητα, η ευθύτητα και η συνοχή, είναι ανάμεσα στις βασικές αρχές της νέας αισθητικής, η οποία αξίωνε την κατάργηση των έντονων διακοσμητικών στοιχείων, επιζητώντας μια αμεσότερη και ουσιαστικότερη έκφραση. Την περίοδο αυτή, ξεχώρισαν κάποιοι από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους συνθέτες παγκοσμίως – τα αριστουργήματα των οποίων ερμηνεύονται και συγκινούν μέχρι σήμερα- οι Γιόζεφ Χάυντν, Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (τα έργα της τελευταίας περιόδου του Μπετόβεν θεωρούνται βέβαια σημείο αναφοράς για τους συνθέτες του Ρομαντισμού, της εποχής που ακολούθησε την Κλασική).
Αν πάντως δεχθούμε ότι το «κλασικό» στη μουσική συνδέεται με τη διαύγεια της φόρμας, το βάθος του νοηματικού περιεχομένου και την απέριττη χρήση των εκφραστικών μέσων, τότε μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι τα τρία έργα που πρόκειται να ερμηνεύσει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 29 Μαρτίου, απηχούν την κλασική ομορφιά παρόλο που προέρχονται από διαφορετικές εποχές.
Η «Συμφωνία αρ.86 σε ρε μείζονα» είναι μια χαρακτηριστική στιγμή για τον «κλασικό» Χάυντν, ενώ τα έργα των Σεζάρ Φρανκ («Συμφωνία σε ρε ελάσσονα») και Ζαν Φρανσαί («Κοντσέρτο για φαγκότο και 11 έγχορδα») – αν και γραμμένα τον 19ο και 20ο αιώνα αντίστοιχα- αποτελούν όντως συνθέσεις που δίκαια ενσωματώνονται σ’ αυτή τη βραδιά.
Αντίστοιχα, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε σε έργα του λυρικού ρεπερτορίου, όπως η «Τραβιάτα» του Βέρντι, ο «Μαγικός Αυλός» του Μότσαρτ ή η «Μποέμ» του Πουτσίνι και η «Κάρμεν» του Μπιζέ, που παραμένουν διαχρονικά στις πρώτες θέσεις ως οι πλέον πολυπαιγμένες όπερες, έχοντας μυήσει στον μαγικό κόσμο του είδους πολλές γενιές μουσικόφιλων.
Διαβάζοντας
Αντίστοιχη πρόκληση αποτελεί ο ορισμός της λεγόμενης ευρωπαϊκής «κλασικής λογοτεχνίας». Εκεί που όλοι φαίνεται να συμφωνούν – πέραν της προφανούς αναφοράς στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία- είναι ότι για να θεωρηθεί ένα βιβλίο «κλασικό» πρέπει να πληροί ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, όπως: να θεωρείται υψηλής καλλιτεχνικής αξίας κατά την περίοδο δημιουργίας του αλλά παράλληλα να διατηρεί αναλλοίωτη την αίγλη του στο πέρασμα των αιώνων, να αγγίζει πανανθρώπινα ζητήματα ώστε να μπορεί να συνδεθεί με ακροατήρια διαφορετικής κουλτούρας, να έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς για δημιουργίες της εποχής του και τέλος, να αγγίζει αναγνώστες διαφορετικών γενεών. Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε και τη σημασία της αναπαράστασης, δηλαδή το ότι τα βιβλία που κατατάσσονται στα «κλασικά» της λογοτεχνίας συχνά αξιοποιούνται και ως καθρέφτης της καθημερινότητας, των ηθών αλλά και της πολιτικής και κοινωνικής ζωής κάθε περιόδου.
Ένα από τα μυθιστορήματα που έχει κατακτήσει τον τίτλο του «κλασικού» αφού διαβάζεται ακόμα – περισσότερα από 400 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του- είναι φυσικά ο «Δον Κιχώτης» του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέρδα που αποτέλεσε θεμελιώδες έργο για την λογοτεχνία της Ευρώπης. Ο Θερβάντες παραδίδει αρχετυπικούς χαρακτήρες οι οποίοι αναμετρώνται με αρχετυπικές καταστάσεις (Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα) ενώ αξιοποιεί λογοτεχνικές τεχνικές όπως ο ρεαλισμός, το μεταθέατρο αλλά και η διακειμενικότητα. Χαρακτηριστική του λογοτεχνικού εκτοπίσματος του Δον Κιχώτη, είναι και η επιρροή που άσκησε σε μεταγενέστερους συγγραφείς, όπως αποδεικνύεται από τις ευθείες αναφορές που υπάρχουν στους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά ή στον «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Έντμοντ Ροστάντ.
Στη σκηνή
Με τον ίδιο τρόπο εκτυλίσσεται η συζήτηση για την τέχνη του Θεάτρου και το λεγόμενο «κλασικό ρεπερτόριο». Δεν αναφερόμαστε συνήθως σε κάποια συγκεκριμένη εποχή – παρότι ο στενός ορισμός θέλει το «κλασικό ρεπερτόριο» να εκτείνεται από την αρχαιότητα έως και τον 18ο αιώνα, π.χ. αρχαίο δράμα, θέατρο της κρητικής αναγέννησης, κλασικό ισπανικό θέατρο, ελισαβετιανό θέατρο, γαλλικός κλασικισμός, γερμανικός ρομαντισμός - αλλά σε κείμενα που έχουν αποδείξει την αντοχή τους στο χρόνο, όντας διαρκώς στις πρώτες θέσεις των επιλογών παραγωγών, σκηνοθετών, ηθοποιών αλλά- το σημαντικότερο- και κοινού.
Τα έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, για παράδειγμα, με τον περίφημο Άμλετ να βάζει τα θεμέλια του ευρωπαϊκού θεάτρου παραδίδοντας ορισμένα από τα βασικά εργαλεία του όπως το θέατρο μέσα στο θέατρο. Το σπουδαιότερο, ωστόσο, όπως σημειώνεται και στην εισαγωγή της έντυπης έκδοσης του «Άμλετ» (Gutenberg) από τον πολυβραβευμένο ποιητή, δοκιμιογράφο και μεταφραστή Διονύση Καψάλη είναι πως «Ο Άμλετ είμαστε εμείς. Αυτό το «εμείς», όπως αναφέρει ο μεταφραστής, «πλημμυρίζει με νοήματα που αγγίζουν την καθολικότητα, ακριβώς όπως ο ήρωας του έργου κατακλύζει το έργο που τον περιέχει, όπως δεν έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν. Ο τρόπος αυτός είναι ταυτόσημος με ό,τι όλοι σχεδόν οι σύγχρονοι μελετητές προσλαμβάνουν ως το πρόβλημα ή το αίνιγμα Άμλετ».
Στο σινεμά
Παρότι ο κινηματογράφος συγκαταλέγεται στις σχετικά σύγχρονες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, μετρά ήδη δεκάδες κλασικά έργα. Ταινίες πρωτοποριακές στην εποχή τους, κλασικές σήμερα, καινοτόμες ως προς τα κινηματογραφικά μέσα που χρησιμοποιούν και τα ζητήματα τα οποία θέτουν. Όμως ποια στοιχεία κάνουν μια ταινία κλασική; Ιδού κάποια από αυτά: η οπτική γωνία, η ματιά του σκηνοθέτη, οι χαρακτήρες, το μοντάζ, τα θέματα τα οποία τίθενται, η μουσική επένδυση (soundtrack). Όλα αυτά που συνιστούν την υπογραφή, την προσωπική ματιά ενός δημιουργού που είναι αναγνωρίσιμη και διατρέχει ολόκληρο το έργο του.
Ποιος μπορεί, για παράδειγμα, να μην αναγνωρίσει στον «Μεγάλο Δικτάτορα» τον Τσάρλι Τσάπλιν; Ακόμα και σε μια ομιλούσα ταινία, ο αλητάκος «Σαρλό», ο αστείος, ατσούμπαλος, φτωχός, άτυχος αλλά γοητευτικός χαρακτήρας που δημιούργησε ο Τσάπλιν τολμά να μπει έτοιμος να κατακτήσει τη νέα, ομιλούσα κινηματογραφική εποχή (βρισκόμαστε στο 1940). Αυτή τη φορά αλητάκος είναι ο Χίτλερ (ένα νευρωτικό, παράφρον ανθρωπάκι) και ακροβατεί – όπως οι περισσότερες ταινίες του- ανάμεσα στο κωμικό και το βαθύτατα τραγικό. Η εμβληματική σκηνή που ο κουρέας/αυτοκράτορας της Τομανίας χορεύει μαζί με την υδρόγειο σφαίρα σε εξαιρετική αρμονία είναι ποιητικά σπαρακτική. Ενώ η ομιλία του «Μεγάλου Δικτάτορα» στο τέλος της ταινίας συγκινεί με το διαχρονικά ανθρωπιστικό και αντιπολεμικό της μήνυμα. Λίγα χρόνια αργότερα και με τον πόλεμο να αποτελεί παρελθόν, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παραδίδει μία ακόμα ταινία αναφοράς.
Επενδύοντας στο σασπένς που χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες του, ο Χίτσκοκ φτιάχνει ένα φιλμ - κοινωνικό σχόλιο για την αρχετυπική ανθρώπινη επιθυμία παρατήρησης και σχολιασμού της ζωής των Άλλων. Όπως είπε ο ίδιος στον Τρυφώ, στην περίφημη συνέντευξη την οποία του παραχώρησε για τα “Cahiers du cinema”: «Είναι αλήθεια ότι ο Τζέημς Στιούαρτ είναι ηδονοβλεψίας. Σάμπως, δεν είμαστε όλοι;».
Ένα ακόμα φιλμ, από τα πάμπολλα που έχουν αφήσει εποχή, είναι ο «Πολίτης Κέιν» του Όρσον Γουέλς. Μια ταινία με πρωτοποριακή αφήγηση και τεχνικές (όπως η χρήση μινιατούρων ή τα ρηξικέλευθα πλάνα που - πέραν της αισθητικής – εξυπηρετούν λειτουργικούς σκοπούς, εκφράζοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών), για την οποία πολλοί πιστεύουν ότι είναι η πρώτη ταινία του ομιλούντος κινηματογράφου που έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στην εικόνα όσο και ο βωβός.
Ενώ τα θέματα που έθιξε ήταν και παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα. Ο πολύπλευρος μεγιστάνας του Τύπου Κέιν, με την ασίγαστη δίψα για δύναμη και χρήματα, ο οποίος προχωρά σταθερά προς την αναπόφευκτη πτώση του είναι τελικά μια συγκλονιστική αναμέτρηση με την κατάρρευση του συστήματος αξιών της αμερικανικής κοινωνίας και την αναγόρευση της εξουσίας και του χρήματος σε υπέρτατο ζητούμενο, δοσμένη υπό την πιο ριζοσπαστική κινηματογραφική ματιά της εποχής.
Χορεύετε;
Η μόνη ίσως περίπτωση που η έννοια του κλασικού είναι αρκετά σαφής: ο κλασικός χορός αποτελεί το πλέον δομημένο από τα είδη μπαλέτου, καθώς έχει ως βάση τις παραδοσιακές τεχνικές, όπως αυτές ορίστηκαν από τις μεγαλύτερες Σχολές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Γαλλική, η Δανέζικη Bournonville, η Ιταλική και φυσικά η περίφημη Ρωσική Σχολή. Πλάι στις δύο Σχολές που έχουν καθορίσει κυρίαρχα την έννοια του Κλασικού Χορού (τη Γαλλική και τη Ρωσική), αξιομνημόνευτες θεωρούνται και η Σχολή Balanchine της Νέας Υόρκης, η Βασιλική Ακαδημία Χορού και το Βασιλικό Μπαλέτο της Αγγλίας.
Στον κλασικό χορό, η «Λίμνη των Κύκνων», σε μουσική Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, ενσαρκώνει όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, από την ελπίδα μέχρι την απόγνωση, από τον τρόμο μέχρι την τρυφερότητα, από τη μελαγχολία μέχρι την έκσταση, ενώ η χορογραφία των Μαριούς Πετιπά και Λεβ Ιβάνοφ θεωρείται αξεπέραστη.
Όπως και ο «Καρυοθραύστης», το συγκινητικό αυτό παραμύθι, που αναβιώνει σε όλο τον κόσμο κάθε Χριστούγεννα ενώ έχει χορογραφηθεί από δύο κορυφαίους χορευτές του 20ου αιώνα. Τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ για τα Βασιλικά Μπαλέτα της Σουηδίας και τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ για το American Ballet Theater.
Από αυτά τα λίγα σχετικά παραδείγματα είναι σαφές ότι κλασικό καλλιτεχνικό έργο είναι το πρωτοποριακό στον καιρό του που όμως άντεξε στο χρόνο. Αυτό που μπορεί αρχικά να αμφισβητήθηκε αλλά εκτιμήθηκε από διαφορετικές γενιές. Αυτό που αναγνωρίζουν για την υψηλή καλλιτεχνική του αξία κοινό και ειδικοί με αποτέλεσμα να γίνεται σημείο αναφοράς. Τελικά «κλασικό» είναι το έργο που μπορεί, αξιοποιώντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα μέσα και έχοντας βαθύ νοηματικό και συναισθηματικό περιεχόμενο, να νικά τον χρόνο, μένοντας στη μνήμη και – κυρίως – στην καρδιά μας.
Info: Παρ., 29 Μαρ. 2019 20:30
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης