Νωρίς τον Μάρτιο, προτού η Τουρκία καταγράψει επίσημα το πρώτο της κρούσμα κορονοϊού, μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα, υμνούσε τη χώρα επειδή έθετε ένα «κορυφαίο παράδειγμα» στον αγώνα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Περίπου 173.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα αργότερα, οι φανφάρες είναι μάλλον πιο ήσυχες. Ωστόσο, καθώς η χώρα βγαίνει από το lockdown,εξακολουθεί να υπάρχει κάποια αιτία για πανηγυρισμούς, τονίζει δημοσίευμα του Economist.
Η κυβέρνηση της Τουρκίας, συνεχίζει το άρθρο, έχει τη φήμη ότι καταπνίγει τις διαφωνίες στο εσωτερικό και συγκρούεται με τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συμμάχους της. Αλλά χειρίστηκε την πανδημία καλύτερα από πολλές χώρες.
Η Τουρκία αψήφησε τo «ορθόδοξο» lockdown. Αντί να βάλουν ολόκληρη την οικονομία σε κώμα, οι αρχές διέταξαν τους νέους και τους ηλικιωμένους να μείνουν στο σπίτι και ζήτησαν από όλους τους άλλους, εκτός από εκείνους στις επιχειρήσεις που έρχονται σε επαφή με καταναλωτές, να εμφανιστούν κανονικά στη δουλειά τους.
Στις μεγαλύτερες πόλεις εφαρμόστηκαν απαγορεύσεις κυκλοφορίας τα σαββατοκύριακα και τις αργίες. Ορισμένες πτήσεις εσωτερικού ξεκίνησαν να πραγματοποιούνται εκ νέου την 1η Ιουνίου ενώ άνοιξαν ξανά καφετέριες, εστιατόρια, παραλίες και πάρκα. Αλλά τα παιδιά και τα άτομα άνω των 65 ετών ακόμη δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν σε εξωτερικούς χώρους για περισσότερες από μερικές ώρες την εβδομάδα.
Η στρατηγική αυτή φαίνεται να έχει λειτουργήσει. Οι πιο ευάλωτοι γλίτωσαν από τα χειρότερα της πανδημίας, ενώ οι ασθενείς, κυρίως ενήλικες σε ηλικία εργασίας, ανέρρωσαν στην πλειοψηφία τους.
Παρά τον υψηλό αριθμό κρουσμάτων, ο αριθμός των θανάτων (κάτω των 4.746 έως τις 10 Ιουνίου) ήταν χαμηλός, ακόμη και με ανοικτό το ενδεχόμενο της υποεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων.
Τα νέα κρούσματα έχουν περιοριστεί στα 1.000 την ημέρα από τα μέσα Μαΐου, πολύ κάτω από τα 5.000 κρούσματα ημερησίως ένα μήνα νωρίτερα. Οι θάνατοι δεν έχουν ξεπεράσει τους 127 σε μια μέρα. Η Τουρκία κατέληξε με περίπου το ίδιο ποσοστό τεστ με τη Γαλλία και ποσοστό θανάτων δέκα φορές χαμηλότερο από αυτό της Βρετανίας.
Η δημογραφία είχε τη σημασία της. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μόνο το Μεξικό και η Κολομβία έχουν χαμηλότερο ποσοστό ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω από ό,τι η Τουρκία. Πολύ λίγοι ηλικιωμένοι Τούρκοι ζουν σε γηροκομεία, τα οποία έγιναν χώροι αναπαραγωγής του ιού στην Ευρώπη και την Αμερική.
Κάθε χώρα που διατήρησε ανοικτά τα εργοστάσιά κατά τη διάρκεια πανδημίας έπρεπε να βεβαιωθεί ότι το σύστημα υγείας της μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Η Τουρκία ανταποκρίθηκε στην πρόκληση. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, εξηγεί ο Economist, ο Ερντογάν και οι κυβερνήσεις του έχουν ρίξει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια στην υγειονομική περίθαλψη, πιο πρόσφατα δημιουργώντας ένα δίκτυο νοσοκομείων μεγέθους διεθνών αεροδρομίων.
Τα τελευταία από αυτά άνοιξαν στις 21 Μαΐου, με σχεδόν 2.700 κρεβάτια, εκ των οποίων περίπου το ένα έκτο σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Μερικά από τα συμβόλαια ανατέθηκαν σε φίλους του Τούρκου προέδρου και τα νοσοκομεία μπορεί να καταλήξουν με οικονομική αιμορραγία.
Αλλά η επιπλέον χωρητικότητα έχει βοηθήσει. Το κύμα των κρουσμάτων της νόσου Covid-19 δεν απείλησε ποτέ να καταβάλει το σύστημα υγείας και οι ιατρικές προμήθειες δεν τελείωσαν ποτέ. Η επιτυχία αυτή πιστώνεται όχι μόνο στον Ερντογάν και τον υπουργό υγείας του, Φαχρεττίν Κοτζά, αλλά και στους δημάρχους της αντιπολίτευσης, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη και την Αγκυρα, οι οποίοι συγκέντρωσαν κεφάλαια και οργάνωσαν τη διανομή μασκών.
Ο Ερντογάν φιμώνει τα μέσα ενημέρωσης, βάζει στη φυλακή τους επικριτές του και παραβιάζει μερικούς από τους πιο βασικούς κανόνες της δημοκρατίας. Αλλά υπάρχει ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο ίδιος και το κόμμα του δεν έχουν χάσει στις εθνικές εκλογές σχεδόν δύο δεκαετίες. Οπως αναγνωρίζουν ακόμη και οι επικριτές του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) εργάζεται σκληρά και κάνει τα πράγματα.
Εάν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναλάμβαναν ποτέ την εξουσία - και αν ο Ερντογάν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο είναι το μεγαλύτερο σιωπηρό ερώτημα στην τουρκική πολιτική σκηνή - θα έπρεπε να αποδείξουν ότι μπορούν να εργαστούν εξίσου σκληρά.
Πηγή: Economist