Η νέα έκθεση του Βρετανικού Μουσείου, με τίτλο «love and angst», είναι αφιερωμένη στον δημιουργό της «Κραυγής», μιας σειράς ζωγραφικών έργων και μιας λιθογραφίας, από τα πλέον εμβληματικά στην Ιστορία της Τέχνης. Στην έκθεση θα φιλοξενηθούν 50 χαρακτικά, συνολικά 83 έργα, του Νορβηγού καλλιτέχνη και είναι η μεγαλύτερη που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία 45 χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία.
Η λέξη ‘angst’ βρίσκεται στη δανέζικη, νορβηγική, γερμανική και ολλανδική γλώσσα και είναι δύσκολο να μεταφραστεί με ακρίβεια καθώς εκφράζει έννοιες όπως άγχος, ανησυχία, ανασφάλεια, φόβο. Στην Υπαρξιακή φιλοσοφία ο όρος ‘angst’ συναντάται για πρώτη φορά στον Δανό φιλόσοφο Søren Kierkegaard (1813–1855) ενώ στη συνέχεια τον χρησιμοποιούν οι Friedrich Nietzsche, Jean-Paul Sartre και Martin Heidegger.
Αυτή είναι μια λέξη με φροντίδα επιλεγμένη για τον τίτλο της έκθεσης, καθώς εκφράζει απόλυτα την ταλαιπωρημένη ψυχή του Μουνκ από τους εφιάλτες της παιδικής του ηλικίας και τον τρόμο που του δημιούργησαν στην ενήλικη ζωή του.
Στον εξπρεσιονιστή ζωγράφο βρίσκουμε πολλά συμβολιστικά στοιχεία. Σε σύντομη αναφορά στο έργο του, θα μιλούσαμε για την βαθιά υπαρξιακή αγωνία που διαπότισε τις μορφές του, τις καμπύλες και παραμορφωμένες φόρμες του, τις στρεβλώσεις, τη σχέση του με το χρώμα και τους τολμηρούς του συνδυασμούς, κυρίως για τη θεματολογία του που μας υπενθυμίζει ότι η μόνη βεβαιότητα είναι η αγωνία και ο θάνατος.
Την εποχή που ο Μονέ ζωγράφιζε ήσυχους κήπους και λιμνούλες με νούφαρα, ο Μουνκ διερευνούσε τα έγκατα της ψυχής, τους εφιάλτες και τα φαντάσματα που τη στοιχειώνουν: ζωγράφιζε την αδιέξοδη και επικίνδυνη αγάπη, την επιθυμία, τη ζήλεια, τη μοναξιά, την υπαρξιακή ανησυχία, το πένθος, την πνευματική ασθένεια και αστάθεια.
Καλός φίλος με το θάνατο, την απελπισία, την απώλεια, το ‘ανεκπλήρωτο’ από φόβο, ο καλλιτέχνης δημιούργησε έργα με δυνατό ψυχολογικό αντίκτυπο, έχοντας ένα στυλ άμεσα αναγνωρίσιμο και μια γλώσσα που πηγαίνει το θεατή σε πολύ βαθιά, σχεδόν προλεκτικά επίπεδα συγκίνησης.
Ο Μουνκ έχασε σε μικρή ηλικία τη μητέρα του από φυματίωση όπως και την αδερφή του, νέος πέθανε και ο πατέρας του, ενώ μια από τις νεότερες αδερφές του εμφάνισε ψυχική ασθένεια σε νεαρή ηλικία. Ο καλλιτέχνης ήταν πολύ συχνά άρρωστος και πάντα φοβισμένος, διαρκώς ανήσυχος ότι ήταν δυνατό να νοσήσει και ο ίδιος από φυματίωση ή να εκδηλώσει ψυχική ασθένεια, όπως συνέβη. Είχε, παράλληλα, ένα πλέγμα ενοχής, επιθυμίας για σύναψη ερωτικών σχέσεων αλλά μαζί και θεμελιώδους φόβου για την αμαρτία και κυρίως για την πιθανότητα να κληροδοτήσει στα παιδιά του τους δικούς του μαύρους αγγέλους. Οι ερωτικές του σχέσεις έληγαν με ξεσπάσματα βίας.
Μετά το θάνατο της μητέρας, ο ακραία θρήσκος πατέρας του («σε σημείο νεύρωσης» θα πει ο ζωγράφος) μεγάλωσε αυτόν και τα τέσσερα αδέρφια του ενσταλάζοντας τους έναν βαθιά ριζωμένο τρόμο ότι εάν αμαρτήσουν με οποιοδήποτε τρόπο, θα καταδικάζονταν στην κόλαση.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Kληρονόμησα από τον πατέρα μου δύο από τους πιο φοβερούς εχθρούς της ανθρωπότητας – την κληρονομιά της φυματίωσης και της παραφροσύνης – η ασθένεια, η τρέλα και ο θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου».
Η post mortem διάγνωση του για διπολική διαταραχή και ψύχωση βασίζεται στις καταγραφές στο ημερολόγιό του για τις οπτικές και ηχητικές παραισθήσεις που είχε. Πυροβόλησε το αριστερό του χέρι σε ένα ξέσπασμα βίας κατά το τέλος μιας σημαντικής ερωτικής του σχέσης και νοσηλεύτηκε το 1908, καθώς οι παραισθήσεις του είχαν ενταθεί και εκτός από κατάθλιψη είχε και αυτοκτονικές τάσεις. Επίσης, είχε πρόβλημα αλκοολισμού.
«Η Κραυγή» (εικ.1) απεικονίζει μια αγωνιούσα μορφή με φόντο έναν σχεδόν αιματοβαμμένο, κατακόκκινο ουρανό. Πολλές είναι οι ερμηνείες του έργου. Θεωρείται από μερικούς πως συμβολίζει τον άνθρωπο κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου. Μια πρόσφατη θεωρία συνδέει το χρώμα του ουρανού και τον τρόμο της μορφής, με την έκρηξη του ηφαιστείου Κρακατόα. Άλλες θεωρίες το εξηγούν ως παραίσθηση του καλλιτέχνη.
Το τοπίο στο βάθος είναι το Οσλοφγιόρντ, στο Όσλο της Νορβηγίας.
Ο Μουνκ φιλοτέχνησε διάφορες εκδοχές της «Κραυγής». Στο Μουσείο Μουνκ βρίσκεται μια από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές (1910) και ένα παστέλ. Η Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας έχει την άλλη ζωγραφική εκδοχή (1893). Μια ακόμη εκδοχή, σε παστέλ, είναι στην ιδιοκτησία του Νορβηγού δισεκατομμυριούχου Πέττερ Όλσεν (Petter Olsen). Ο Μουνκ δημιούργησε επίσης μια λιθογραφία (1895) της εικόνας, η οποία θα εκτεθεί στο Βρετανικό Μουσείο.
Το έργο της Εθνικής Πινακοθήκης της Νορβηγίας κλάπηκε το 1994 και ανακτήθηκε αρκετούς μήνες μετά. Το 2004 κλάπηκαν από το Μουσείο Μουνκ η «Κραυγή» και η «Μαντόννα» (εικ.2). Και οι δύο ανακτήθηκαν το 2006. Είχαν υποστεί φθορές που έπρεπε να διορθωθούν και επέστρεψαν στο Μουσείο τον Μάιο του 2008. Πολλά ακόμη έργα του έχουν κλαπεί και δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα.
Ο αρχικός τίτλος δόθηκε στον πίνακα από τον Μουνκ στα γερμανικά : Der Schrei der Natur (Ο Λυγμός της Φύσης).
Σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του, ο Μουνκ περιγράφει την έμπνευσή του για τον αρχικό πίνακα:
«Περπατούσα σ′ ένα μονοπάτι με δυο φίλους - ο ήλιος έπεφτε - ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα - σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη - αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη - οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία - κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση».
Η υπαρξιακή «Κραυγή» του Μουνκ ακούγεται δυνατά ακόμη και σήμερα, είναι ίσως περισσότερο εκκωφαντική από ποτέ. Στην ανήσυχη εποχή μας, όπου όλα είναι ρευστά και αβέβαια, όπου η ζωή μπορεί ανά πάσα στιγμή να χαθεί, όπου η απώλεια τείνει να γίνει συνήθεια, το σύνολο του έργου του Μουνκ, και η «Κραυγή» ιδιαίτερα, μας καλεί να ορθώσουμε το ανάστημά μας και να ζήσουμε αληθινά, να ζήσουμε στο τώρα με όλες μας τις αισθήσεις, δίχως αναβολή, δίχως φόβο, κάτι που ο ίδιος δεν κατάφερε. Η μορφή που κραυγάζει, με το παραμορφωμένο από την αγωνία και το φόβο πρόσωπο, μοιάζει να μας προειδοποιεί: «Άδραξε τη μέρα, γιατί η μέρα γρήγορα τελειώνει».
Το έργο του αντανακλά την αγωνία και το φόβο του, το πένθος και την απώλεια, την ανησυχία για την ψυχική ασθένεια, εκφράζει ολόκληρο το μηχανισμό και τη δομή του άγχους και της καρτερικής αναμονής για το αναπόφευκτο.
Προσωπικό σημείωμα
Σκόρπιες σκέψεις για την τέχνη και το πένθος, με αφορμή τον Μουνκ
(Σε ευχαριστώ, Έντβαρντ)
Ο ίδιος έγραψε: «Δίχως το φόβο και την ασθένεια δεν θα είχα καταφέρει όσα έκανα στην τέχνη». Παρόμοιες εξομολογήσεις έχουν γίνει από πολλούς συναδέλφους του.
Αναρωτιέται κανείς, όσο φιλότεχνος κι αν είναι, άραγε, άξιζε όλος αυτός ο πόνος; Κι αν όντως δημιουργούσε άλλου τύπου έργα ή καθόλου, αν «ήταν καλά»;
Εγώ, ως φιλότεχνος, τι θα έχανα…
Είναι ένα τίμημα που επιλέγουν ή πρέπει να πληρώσουν; Αυτή είναι μια τεράστια κουβέντα, όμως, κι εγώ θέλω να σου πω κάτι άλλο τώρα, αν μου επιτρέπεις.
Πιστεύω ότι αγαπάμε τον Μουνκ, απολαμβάνουμε την τέχνη του, γιατί μας βοηθάει σε προσωπικό, ψυχολογικό επίπεδο, ακόμη και αν μας συμβαίνει υποσυνείδητα και δεν το έχουμε αντιληφθεί, ειδικά όσοι από εμάς έχουμε αντιμετωπίσει την απώλεια αγαπημένου μας ανθρώπου, καθώς στα έργα του βρίσκουμε την απόλυτη έκφραση της οδύνης και μας βοηθάει να ξεμπλοκάρουμε και να απελευθερώσουμε τη δική μας.
Νιώθω ευγνωμοσύνη για τα έργα του.
Είναι μια μορφή εφαρμοσμένης ψυχοθεραπείας και με στήριξαν σε μια πολύ δύσκολη περίοδο ανυπόφορου πόνου. Εικαστική θεραπεία δίχως την ενεργό συμμετοχή μου, δίχως να χρειάζεται να ζωγραφίσω. «Η νεκρή μητέρα» (εικ.3) ήταν το πρώτο έργο που έψαξα να δω αμέσως μετά το θάνατο της δικής μου, όταν μπόρεσα να ανοίξω πάλι τα βιβλία μου. Καθόμουν ώρες και το κοίταζα με μια βαθιά μπλε θλίψη και δάκρυα.
Παράλληλα, κοιτούσα τη «Maman» της Louise Bourgeois (εικ.4), και τo «Homage to Mack Sennet» του Rene Magritte (εικ.5),
William Blake, το έργο με την ψυχή που εγκαταλείπει το σώμα του νεκρού (εικ.6) και άλλα παρόμοιας θεματολογίας.
Αυτό θυμάμαι.
Όταν επέστρεφα από τα μαθήματα, όταν το σπίτι ησύχαζε, είχα επί μήνες αυτό το τελετουργικό: Άκουγα συγκεκριμένη μουσική, έβλεπα συγκεκριμένα έργα, έγραφα, έσβηνα, έσκιζα, έκλαιγα και μετά σώπαινα. Μέχρι την επόμενη μέρα.
Δεν έχει σημασία τι κοιτάζει ή τι ακούει κανείς όταν πενθεί και γιατί. Ποιοι συνειρμοί, ποιες σκέψεις γίνονται και θες ψυχαναγκαστικά να δεις «αυτό» για να νιώσεις καλύτερα.
Σημασία έχει ότι στρέφεσαι στην τέχνη και αυτή σε παρηγορεί.
Η τέχνη λειτουργεί θεραπευτικά, ανακουφιστικά, παρηγορητικά και δεν υφίσταται, τα χιλιάδες χρόνια που υπάρχει, για λόγους διακοσμητικούς ή αισθητικούς. Αυτή είναι μια επίγνωση που διαφεύγει από πολλούς λόγω της στερεότυπης αντίληψης ότι αφορά μόνο την ελίτ, τους ανθρώπους με πολύ χρόνο στα χέρια τους που έχουν την πολυτέλεια να ρεμβάζουν και να φιλοσοφούν, να είναι φιλότεχνοι.
Ανάλογα με την κατάσταση και τη στιγμή μας στο συναισθηματικό και κοινωνικό χωροχρόνο, ανάλογα με το τι αντιμετωπίζουμε και πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό μας τοπίο, η τέχνη μπορεί να σταθεί συνοδοιπόρος, σύντροφος και σταθερή αναφορά, μπορεί να είναι ο βορράς μας, μια εσωτερική πυξίδα πάντα συντονισμένη με τις ανάγκες μας. Ο Jung έγραψε ότι «…η τέχνη αντιπροσωπεύει μια νέα σύνθεση ανάμεσα στον εσωτερικό υποκειμενικό κόσμο του καλλιτέχνη και στην εξωτερική πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης/εκπαιδευόμενος-θεραπευόμενος/η, συχνά ασυνείδητα, επιλέγει υλικά από την εξωτερική και από την εσωτερική πραγματικότητα. Το έργο ενσωματώνει ένα συνδυασμό και των δύο και η ολοκλήρωση αυτή δίνει μια αίσθηση συμφιλίωσης και αποδέσμευσης».
Τα έργα του Μουνκ με θέμα το θάνατο, όπως και όσα άλλα σχετικά έβλεπα την περίοδο του πένθους, με βοήθησαν να αποδεσμεύσω τη μπλοκαρισμένη μου θλίψη, το σοκ, το μετατραυματικό μου στρες και να συμφιλιωθώ με την απώλεια.
Είναι βέβαιο ότι με βοήθησε η τέχνη και τα συγκεκριμένα έργα που μου έκαναν παρέα τότε.
Ήθελα να το μοιραστώ γιατί πιστεύω ότι η θεραπευτική δύναμη της τέχνης είναι απόλυτη. Αφού είχα την ευκαιρία, ήθελα να στο πω για να το σκεφτείς, μήπως σε βοηθήσει, ότι τα έργα τέχνης, οι εικόνες, η μουσική, μπορούν να λειτουργήσουν ιαματικά στην ψυχή σου. Σε δύσκολες καταστάσεις μπορούν να σε στηρίξουν αν έχεις αναπτύξει σχέση με την τέχνη, αν τη θεωρείς απαραίτητη για τη ζωή σου.
Γνωρίσου μαζί της, είναι πολύ καλή φίλη και δεν θα τη χάσεις ποτέ.
Σε ευχαριστώ Έντβαρντ, σας ευχαριστώ όλους τους καλλιτέχνες γιατί είστε πάντα εδώ για μένα, σε χαρούμενες και λυπημένες στιγμές. Μου φέρνετε νέα από εμένα, με βοηθάτε να γνωρίσω τον εαυτό μου, να καταλάβω τι μου συμβαίνει και να το διαχειριστώ.
Στις 13 Φεβρουαρίου ξεκινάει το πρόγραμμα επιμόρφωσης «Γνωριμία με τη Μοντέρνα Τέχνη» στο Ανοικτό Ίδρυμα Εκπαίδευσης (http://www.aiecollege.gr/programs/left-center-innerright/monterna-texni).
Εικόνες
1. Edvard Munch, The Scream, 1893, National Gallery and Munch Museum, Oslo
2. Edvard Munch, Madonna, 1894, Munch Museum
3. Edvard Munch, The dead Mother, 1899-1900, Kunsthalle Bremen, Bremen, Germany
4. Louise Bourgeois, Maman, 1999, The Easton Foundation
5. Rene Magritte, Homage to Mack Sennett
6. William Blake,The Soul Hovering over the Body Reluctantly Parting with Life, 1808, The British Museum