Διχασμένη εμφανίζεται για μια ακόμη φορά η ΕΕ η οποία επιδιώκει, μετά το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο να προχωρήσει και σε πλαφόν στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα από την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου.
Η πρώτη προσπάθεια σήμερα για ομόφωνη απόφαση ήταν άκαρπη και οι 27 εμφανίστηκαν και πάλι διχασμένοι, με την επόμενη συνάντηση να έχει προγραμματιστεί για την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου σύμφωνα με διπλωματικές πηγές που μίλησαν στο Reuters.
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να επιβληθεί από τις 5 Φεβρουαρίου ανώτατο όριο τιμής στα 100 δολάρια ανά βαρέλι για τα ρωσικά προϊόντα πετρελαίου υψηλής ποιότητας, όπως το ντίζελ, και ανώτατο όριο 45 δολαρίων ανά βαρέλι για προϊόντα με έκπτωση, όπως το μαζούτ.
Το πλαφόν πρέπει να έχει την υπογραφή και των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οπότε οι εκπρόσωποί τους θα συναντηθούν και πάλι την Παρασκευή, σε μια προσπάθεια να καμφθούν οι διαφωνίες.
Ποιοι αντιδρούν
Η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία) εξακολουθούν να πιέζουν ώστε το πλαφόν να οριστεί σε χαμηλότερα επίπεδα προκειμένου να περιοριστούν σημαντικά τα έσοδα της Μόσχας από την πώληση καυσίμων.
Ωστόσο, ανώτατος αξιωματούχος υποστήριξε, πως η ΕΕ έχει περιορισμένη δυνατότητα να αλλάξει το ανώτατο όριο τιμών, καθώς πρόκειται για μια ευρύτερη συμφωνία μεταξύ των χωρών της G7.
Τα ανώτατα όρια τιμών της 5ης Φεβρουαρίου και η απαγόρευση της ΕΕ στις εισαγωγές ρωσικών προϊόντων πετρελαίου. ακολουθούν το ανώτατο όριο των 60 δολαρίων ανά βαρέλι που επιβλήθηκε στο ρωσικό αργό στις 5 Δεκεμβρίου του 2022, καθώς οι χώρες της G7 και η ΕΕ επιδιώκουν να περιορίσουν ακόμη περισσότερο την ικανότητα της Μόσχας να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το πλαφόν στα πετρελαϊκά προϊόντα, θα απαγορεύει επίσης στις δυτικές ασφαλιστικές και ναυτιλιακές εταιρείες να ασφαλίζουν ή να μεταφέρουν φορτία ρωσικού αργού και πετρελαϊκών προϊόντων, σε τιμές διαφορετικές των καθορισμένων από την ΕΕ.
Εκτός από την επιβολή του πλαφόν, οι 27 θα συζητήσουν την Παρασκευή και για την επέκταση των κυρώσεων στη Λευκορωσία, σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν την παράκαμψη των κυρώσεων από ρωσικές εταιρείες που μεταφέρουν προϊόντα μέσω της γειτονικής χώρας.