Ευκαιρίες ανάδειξης της Ελλάδας ως ισχυρού διεθνούς ναυτιλιακού και διαμετακομιστικού κέντρου κατέδειξε ο Γιάννης Πιέρρος, Εταίρος του Τμήματος Ελεγκτικών Υπηρεσιών της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Τομέα Αυτοκινητοβιομηχανίας και Μεταφορών της EY Ελλάδος και EY Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), κατά την εισήγησή του, στο πλαίσιο του 7th Analyst & Investor Capital Link Shipping Forum, που διοργάνωσε η Capital Link, το διήμερο 21 και 22 Οκτωβρίου 2020.
Η ναυτιλία σήμερα, αποτελεί – μακράν του δευτέρου – τον πιο εξωστρεφή κλάδο της ελληνικής οικονομίας, αποτελώντας πηγή εισοδήματος, πλούτου και γοήτρου για την Ελλάδα. Κυριότερα, αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα το οποίο κατατάσσει τη χώρα ανάμεσα στα σημαντικότερα ναυτιλιακά κέντρα του κόσμου.
Καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων ναυτιλιακών κέντρων αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια, και παρά την τάση για nearshoring (αλλαγή τοποθεσίας ώστε να μειωθούν οι αποστάσεις και η εξάρτηση της εφοδιαστικής αλυσίδας) που παρατηρείται εξαιτίας του COVID-19, ο Γ. Πιέρρος εκτίμησε ότι είναι πολύ πιθανό να δούμε την άνοδο νέων σημαντικών ναυτιλιακών κόμβων μέσα στην επόμενη εικοσαετία, οι οποίοι ενδέχεται να απειλήσουν τα παραδοσιακά παγκόσμια ναυτιλιακά κέντρα, ανάμεσά τους και τον Πειραιά.
Σύμφωνα με τον ομιλητή, τέσσερις είναι οι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ελκυστικότητα μιας πόλης ή περιοχής ως παγκόσμιου ναυτιλιακού κέντρου:
► η παρουσία σημαντικής δραστηριότητας τοπικής πλοιοκτησίας ή και διαχείρισης πλοίων,
► ισχυρές χρηματοοικονομικές, νομικές και άλλες εξειδικευμένες επιχειρηματικές υπηρεσίες,
► η ύπαρξη σημαντικών λιμενικών υποδομών και υποδομών εφοδιαστικής αλυσίδας, και
► μια παράδοση ναυτικής τεχνολογίας, που σχετίζεται με την καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη (R&D), την εκπαίδευση και τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού.
Η Ελλάδα, παρά το αξιοσέβαστο ναυτιλιακό της οικοσύστημα, το οποίο υπολογίζεται σε περισσότερες από 3.500 εταιρείες, δεν έχει παρουσιάσει σημαντική πρόοδο στους υπόλοιπους τρεις τομείς. Ο Γ.Πιέρρος τόνισε ότι, «η ύπαρξη σημαντικών λιμενικών υποδομών και υποδομών logistics, ικανών να εξυπηρετήσουν τον αυξανόμενο αριθμό φορτίων που καταφθάνουν από την Ασία με προορισμό την Κεντρική Ευρώπη, παράλληλα με την ισχυρή παρουσία της ελληνόκτητου ναυτιλίας και τη γεωγραφική θέση της χώρας, είναι το κλειδί για να μπορέσει η Ελλάδα να βελτιώσει τις επιδόσεις της και να διεκδικήσει μία θέση ανάμεσα στα ισχυρότερα παγκόσμια ναυτιλιακά κέντρα».
Για να μπορέσει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο της δυνατότητες του ισχυρού ναυτιλιακού κλάδου της, η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει και να ενισχύσει περαιτέρω τους κλάδους των μεταφορών και των logistics, οι οποίοι μπορούν να έχουν πολλαπλασιαστικό όφελος για την ελληνική οικονομία. Η γεωγραφική θέση της, παράλληλα με τα περισσότερα από 25 λιμάνια που λειτουργούν σήμερα στη χώρα, το πιο ανεπτυγμένο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τις πέντε Ζώνες Ελεύθερου Εμπορίου, αποτελούν μερικά μόνο από τα στοιχεία που προσδίδουν στην Ελλάδα ένα συγκριτικό πλεονέκτημα ως περιφερειακό και διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο.
Ενδεικτική των δυνατοτήτων της χώρας είναι η αξιοθαύμαστη πρόοδος που έχει σημειώσει, όσον αφορά τον βαθμό συνδεσιμότητάς της με τα διεθνή ναυτιλιακά δίκτυα. Σύμφωνα με τον δείκτη LSCI (Liner Shipping Connectivity Index), η Ελλάδα, από 69η το 2011, μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια κατάφερε να βελτιώσει τις επιδόσεις της και κατατάσσεται 20η παγκοσμίως για το 2019, ξεπερνώντας τις ανταγωνίστριες χώρες της περιοχής.
Συγκεκριμένα, ο Πειραιάς σήμερα αποτελεί το πιο σημαντικό λιμάνι της Μεσογείου και το τέταρτο μεγαλύτερο λιμάνι στην Ευρώπη, καταγράφοντας σχεδόν 5,6 εκατ. μονάδες ισοδύναμης μονάδας 20 ποδών (twenty-foot equivalent units – TEUs) και περισσότερους από 16,5 εκατ. επιβάτες, το 2019.
Επιπλέον, ο ομιλητής σημείωσε ότι, «η Θεσσαλονίκη μπορεί, εν δυνάμει, να αποτελέσει το δεύτερο success story μετά τον Πειραιά, ως το σημαντικότερο λιμάνι για την ανάπτυξη της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας, αρκεί να ολοκληρωθεί η προγραμματισμένη αύξηση της χωρητικότητάς του και η βελτίωση της διασυνδεσιμότητάς του».
Σύμφωνα με έρευνα της EY το 2019, με συμμετοχή στελεχών επιχειρήσεων που κάνουν εκτεταμένη χρήση των λιμένων και των υποδομών και υπηρεσιών logistics της Ελλάδας, πάνω από το 40% των συμμετεχόντων βαθμολόγησαν ως άριστο το λιμάνι του Πειραιά όσον αφορά την ποιότητα των υποδομών και των προσφερόμενων υπηρεσιών, τη διαθεσιμότητα / χωρητικότητά του, καθώς και την αποτελεσματικότητα στη συνεργασία. Αντιθέτως, στην περίπτωση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι, παρά την πρόοδο που έχει επιδείξει τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, με την πλειοψηφία των συμμετεχόντων να κρίνει χαμηλή ή – στην καλύτερη περίπτωση – απλώς επαρκή, την ποιότητα των υποδομών και λειτουργιών του.
Παράλληλα, οι συμμετέχοντες σημείωσαν ότι, σε γενικές γραμμές, οι υποδομές και λειτουργίες logistics και μεταφορών της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί τα τελευταία τρία χρόνια, με τα λιμάνια να σημειώνουν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, και το σιδηροδρομικό δίκτυο και τα τελωνεία να μένουν στάσιμα ή να παρουσιάζουν μια ελαφρά επιδείνωση.
Ολοκληρώνοντας, ο Γ.Πιέρρος ανάφερε ότι, παρότι είναι εμφανές πως η Ελλάδα έχει διανύσει αρκετά μεγάλη απόσταση τα τελευταία χρόνια για να ενισχύσει τη θέση της ως παγκόσμιο ναυτιλιακό και διαμετακομιστικό κέντρο, υπάρχουν ακόμη αρκετά περιθώρια βελτίωσης. «Η επίτευξη αριστείας στον κλάδο των logistics, θα βελτιώσει τη θέση της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο, κάτι που με τη σειρά του, μπορεί να συμπαρασύρει προς τα πάνω τους υπόλοιπους δείκτες που είναι απαραίτητοι για την περαιτέρω ανάπτυξη της Ελλάδας ως ένα ισχυρό παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο», κατέληξε.