O τίτλος του κειμένου αποτελεί παράφραση της αναθηματικής επιγραφής: Ευχήν Οδυσσεί και σημαίνει «προσευχή στον Οδυσσέα». Η φράση αναγράφεται σε θραύσμα που βρέθηκε κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ερευνών στην Ιθάκη και θεωρείται από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις. Το εν λόγω αρχαιολογικό εύρημα, τμήμα μίας πήλινης γυναικείας προτομής χρονολογείται μεταξύ 2ου και 1ου π.Χ. αιώνα, συνιστά ένδειξη της ιστορικότητας του Οδυσσέα και πως ο βασιλιάς της Ιθάκης λατρευόταν για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, έστω κι ως μυθικό πρόσωπο. Την παρουσία του Οδυσσέα κατά την εκστρατεία των Αχαιών στην Τροία και την δεκαετή περιπετειώδη επιστροφή του στην Ιθάκη αφηγείται ο Όμηρος στα έπη του Ιλιάδα και Οδύσσεια. Τα δύο έργα του Ομήρου συνιστούν εν πολλοίς τις γενέθλιες πράξεις της ελληνικής γραμματείας και του δυτικού πολιτισμού εν γένει. Σύμφωνα με τον Τζούλιο Γκουιντορίτσι, η ελληνική μυθολογία αποτελεί ένα αφηγηματικό big bang από το οποίο δημιουργήθηκε η εκπληκτική ποικιλία των συγχρόνων ιστοριών. (Τζούλιο Γκουιντορίτσι, «Εισαγωγή στη Μυθολογία» στο: Οδυσσέας. Το ταξίδι της λογικής, Τα Νέα, Αθήνα, 2022)
Η έσχατη τάση στα εκπαιδευτικά συστήματα του δυτικού κόσμου απαιτεί τον εξοστρακισμό της κλασσικής παιδείας από τα προγράμματα σπουδών, δημιουργώντας συνθήκες αποκοπής της από το ιστορικό γίγνεσθαι. Η απαίτηση αποστασιοποίησης του δυτικού κόσμου από τις αφετηριακές του παραδοχές συνιστά πράξη επανατοποθέτησης της Δύσης στο ιστορικό γίγνεσθαι και επανακαθορισμού των εστιακών σημείων αναφοράς της.
Είναι γεγονός ότι σε πολλές χώρες η κλασσική παιδεία βρίσκεται υπό διωγμό. Πρόσφατα, στη Μασαχουσέτη –ακαδημαϊκή μητρόπολη των Ηνωμένων Πολιτείων στην οποία βρίσκονται μερικά από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου– αποφασίστηκε η παύση της διδασκαλίας του Ομήρου και του Σαίξπηρ στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πρωτοστάτες της εν λόγω εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι οι φωστήρες του #DisruptTexts, οι οποίοι αρχίζοντας από την κλασσική λογοτεχνία επιδιώκουν να καταστήσουν κυρίαρχη την τάση αποκοπής των δυτικών κοινωνιών από τα ιδιοσυστατικά τους χαρακτηριστικά. Σταδιακά, η συγκεκριμένη λοιμική εξαπλώθηκε και στον έτερο και παλαιότερο πόλο του αγγλοσαξονικού κόσμου, το Ηνωμένο Βασίλειο.
Διερωτάται όμως ο ενδιαφερόμενος πολίτης για ποιόν λόγο ο δυτικός κόσμος να επιθυμεί την αποστασία του από τους διαχρονικούς άξονες αναφοράς του κι από την γενέθλια πράξη του όπως τα ομηρικά έπη; Ακολούθως και συναφώς, πώς η συγκεκριμένη διαδικασία επηρεάζει τις παρακμιακές τάσεις που γίνονται όλο και πιο έντονες στο δυτικό κόσμο;
Παρατηρώντας τα τεκταινόμενα στην εγκύκλιο παιδεία στη Δύση κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία, είναι περισσότερο από εμφανής η υποβάθμιση της κλασσικής παιδείας και εν γένει των ανθρωπιστικών σπουδών τόσο σε ποσοτικό, όσο και σε ποιοτικό επίπεδο. Η παρεχόμενη παιδεία, περισσότερο ως εκπαίδευση πλέον παρά στην ονομαστική της αξία, ακολουθεί μια χρηστική προσέγγιση, έτσι ώστε να ικανοποιεί τις λειτουργικές ανάγκες των σύγχρονων κοινωνιών. Είναι πλέον αντιληπτό, όχι μόνο στους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, πως οι νέοι μαθητές/τριες-φοιτητές/τριες ενώ είναι εξοικειωμένοι στον χειρισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών και των λοιπών τεχνολογικών μέσων, παρουσιάζουν μια εγγενή αδυναμία να συντάξουν μία άρτια παράγραφο, εννοιολογικά, συντακτικά και γραμματικά. Ενώ λοιπόν οι νέες γενιές έχουν ασύγκριτα μεγαλύτερες δυνατότητες από τις νέες τεχνολογίες για να αντλήσουν γνώση και να συνδιαμορφώσουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, διαφαίνεται ότι τις προσεγγίζουν κυρίως με όρους ψυχαγωγίας και ηδυπάθειας, αποτέλεσμα μάλλον των προτεραιοτήτων που προσδιορίζονται και υιοθετούνται μέσω της εγκυκλίου παιδείας.
Η εν λόγω τάση δεν συνιστά κυρίως μία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αλλά πρωτίστως αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός νέου ανθρωπολογικού προτύπου. Αρχικά, ο δυτικός κόσμος αυτοϋπονομεύτηκε για να εξυπηρετήσει τις διεθνοπολιτικές ανάγκες κατά την πρώιμη –και ευμενή για τον ίδιο– μεταψυχροπολεμική συγκυρία. Σταδιακά οι ανεκπλήρωτες εν τέλει «νομοτέλειες» του δυτικού μεταψυχροπολεμικού αφηγήματος μετασχημάτισαν την αρχική εργαλειακή στόχευση σε κυρίαρχη αξίωση, αυτονομώντας την από το υποκείμενο σε τέτοιο βαθμό που τα ανθρωπολογικά πρότυπα που προσδιόρισε η ιστορική πορεία του δυτικού κόσμου θα πρέπει πλέον να αλλάξουν και να αντικατασταθούν με νέα συρρικνωμένα και καταφανώς διακριτά έως και εχθρικά από τα υφιστάμενα. Η διαρκής υπόμνηση των επιλήψιμων συμπεριφορών του δυτικού ανθρώπου δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι υποκρύπτει πολιτική υστεροβουλία, σίγουρα όμως έχει προκαλέσει την αντίδραση σημαντικού τμήματος των δυτικών κοινωνιών, όσον αφορά την εντεινόμενη τάση αυτοϋπονόμευσης του δυτικού κόσμου.
Ο Φραντς Κάφκα αναλύοντας τον συμβολισμό της συνάντησης του Οδυσσέα με τις Σειρήνες, αποφαίνεται σχετικά με το νόημα της εγκατάλειψης του κόσμου, αφήνοντας τον άνθρωπο μόνο του να φέρει το βάρος της ζωής σ’ έναν κόσμο χωρίς απαντήσεις. (Λουίτζι Μαρφέ, «Παραλλαγές του Μύθου» στο: Οδυσσέας. Το ταξίδι της λογικής, Τα Νέα, Αθήνα, 2022). Δεν δύναμαι να κατανοήσω ο δυτικός άνθρωπος από τί θα λυτρωθεί, σε τί θα τον βοηθήσει και με τί θα την αντικαταστήσει, την επιχειρούμενη βίαιη εκφορά του από τους πυλώνες του δυτικού πολιτισμού. Στην παρακμιακή Δύση δεν χωρούν ενδεχομένως ανθρωπολογικά μοτίβα που αποτυπώνονται στα ομηρικά έπη, κι αυτά που για αιώνες αποτελούσαν εφόδιά της, τώρα λογίζονται ως βαρίδια.
Στο μεταπρατικό μας μικρόκοσμο η αξίωση αποκοπής του δυτικού πολιτισμού από τους άξονες αναφοράς του –που είναι εν πολλοίς εμπνευσμένοι από τον ελληνικό– το όλον ζήτημα προσεγγίζεται σε επίπεδο επίσημης πολιτείας ως μια ακόμη αγγαρεία ή πράξη νομιμοφροσύνης για την παραμονή μας στη «σωστή πλευρά της ιστορίας».
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν ο Όμηρος θα εξακολουθεί να διδάσκεται στο πλαίσιο της εγκυκλίου παιδείας, είμαι όμως σίγουρος ότι θα συνεχίζει να διαβάζεται από σημαντικό κομμάτι των δυτικών κοινωνιών και σίγουρα του ελληνισμού, δικαιώνοντας τον Φρίντριχ Νίτσε που υποστήριζε ότι:
«Ο κόσμος μπορεί να είναι όσο θέλει σκοτεινός, όμως αρκεί να παρεμβάλλουμε ένα κομμάτι ελληνικής ζωής (όχι της σύγχρονης) για να φωτιστή αμέσως άπλετα…» (Φ. Νιτσε, Η γέννηση της φιλοσοφίας, Εκδ. Κοροντζή, Αθήνα, σελ. 15).