Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε για να συμβάλει σε μία ορθολογική λύση ενός σοβαρού προβλήματος που διαπιστώθηκε και σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο με μικροπολιτικά όμως σχόλια.
Η αναθεώρηση του συστήματος διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών και της οργάνωσης της φύλαξης τους από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και τα προβλήματα που εμφανίζονται στον χώρο της θηροφυλακής δίνουν μία ευκαιρία για πλήρη αναθεώρηση του συστήματος φύλαξης της υπαίθρου και του φυσικού περιβάλλοντος.
H φύλαξη των δασών, η θηροφυλακή και η φύλαξη των προστατευόμενων περιοχών πάσχουν σοβαρά στην χώρα μας. Σήμερα υπάρχουν τρία σώματα φύλαξης: οι δασοφύλακες των δασικών υπηρεσιών, οι θηροφύλακες των κυνηγετικών ομοσπονδιών και οι φύλακες των Φορέων Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ).
Ας τα εξετάσουμε ένα – ένα, ως προς τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες:
Α) Δασοφύλακες – δασική υπηρεσία.
Η φύλαξη των δασών για την αντιμετώπιση των λαθροϋλοτόμων και της κλοπής ξυλείας είναι μία αρμοδιότητα των δασαρχείων. Και για τον σκοπό αυτό η δασική υπηρεσία έχει τους δασοφύλακες. Αυτοί υπάγονται σε ένα τμήμα φύλαξης σε κάθε διεύθυνση δασών ή δασαρχείο και έχουν ως προϊστάμενο κάποιον δασολόγο ή τεχνολόγο δασοπονίας. Εκτός από την προστασία του δάσους από λαθροϋλοτομίες, έχουν αναλάβει και την θηροφύλαξη και όπως θα δούμε στη συνέχεια και αρμοδιότητες αγροφυλακής.
Η εικόνα που έχουμε είναι ότι πρόκειται για μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους, αφού πλέον δεν γίνονται προσλήψεις σε αυτόν τον τομέα, συνήθως αποφοίτους Δημοτικού οι οποίοι βαριούνται και μία συνήθης ασχολία τους είναι να πίνουν τσίπουρα στα καφενεία των χωριών όπου περιπολούν. Οι παλιοί όμως δασοφύλακες έχουν συνταξιοδοτηθεί. Στο σώμα έχουν ενταχθεί, το 2007, απόφοιτοι λυκείου που προέρχονται από την Αγροφυλακή, χωρίς όμως κάποια ειδική εκπαίδευση για την φύλαξη, το δάσος και την βιοποικιλότητα.
Ένα σοβαρό πρόβλημα από το 2009, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, είναι ότι περιορίστηκαν σοβαρά τα κονδύλια για τις μετακινήσεις τους. Έτσι, οι φύλακες αυτοί παραμένουν στα γραφεία και ανάμεσα στα πόδια των άλλων υπαλλήλων ή πίνουν τον καφέ τους σε κάποιο ειδικό γραφείο κουτσομπολεύοντας.
Η δράση τους εξαρτάται από τους προϊσταμένους τους δασάρχες. Καθώς η δράση τους μπορεί να επιφέρει συλλήψεις και δικαστήρια, πολύ συχνά οι προϊστάμενοί τους αποφεύγουν να τους ενεργοποιήσουν ώστε να μην μπουν σε πρόσθετο κόπο και στην πολύπλοκη διαδικασία που ακολουθεί μέχρι ένα δικαστήριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα αιτήματα των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ) για κοινές περιπολίες άλλα δασαρχεία απάντησαν θετικά και ενεργοποιήθηκαν και άλλα το απέφυγαν, παρά το ότι οι ΦΔΠΠ διέθεταν τα δικά τους οχήματα για τις κοινές περιπολίες. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την υπηρεσία θηροφυλακής των Κυνηγετικών ομοσπονδιών, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση οι δασάρχες ήταν πιο πρόθυμοι να διαθέσουν τους δασοφύλακες για κοινές περιπολίες. Καθώς δεν υπάρχει πρόβλεψη στην νομοθεσία για κοινές περιπολίες των τριών διαφορετικών υπηρεσιών φύλαξης (δασοφυλάκων, θηροφυλάκων και φυλάκων των ΦΔΠΠ) και μάλιστα με κοινό όχημα, η οργάνωσή τους είναι στην ευχέρεια του δασάρχη και των αντίστοιχων προϊσταμένων.
Μία άλλη παθογένεια είναι ότι οι δασοφύλακες δεν οδηγούν πάντα τα διαθέσιμα οχήματα αλλά καθήκοντα οδηγού έχουν αυτοί που έχουν προσληφθεί ως οδηγοί και προαιρετικά, αν κάποιος υπάλληλος δηλώσει προθυμία, οδηγεί έως τον χώρο της αυτοψίας. Πρόκειται για διαδικασίες που θυμίζουν την οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών πριν από πάρα πολλές δεκαετίες.
Στις αρμοδιότητες των δασοφυλάκων υπάγονται και οι αρμοδιότητες της παλιάς Αγροφυλακής. Η αγροφυλακή υπήρχε από την σύσταση του ελληνικού κράτους, στην αρχή στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ή με διαφορετικό πλαίσιο κατά περιοχή και από το 1954 ως ανεξάρτητο σώμα που υπάγονταν στο Υπουργείο Εσωτερικών και στην συνέχεια στο Δημόσιας Τάξης. Από το 1984 πέρασε στην χωροφυλακή. Το 1990 έγινε απόπειρα να ανασυσταθεί η Αγροφυλακή, αλλά μετά από πολλές αλλαγές και αφού η αρμοδιότητα πέρασε στις Νομαρχίες, το 2007 δημιουργήθηκε τυπικά το σώμα «Αστυνομία Οικολογίας και Περιβάλλοντος»! το οποίο τελικά, το 2011, ενσωματώθηκε στην Δασική Υπηρεσία. Στην διάρκεια αυτών των αλλαγών πραγματοποιήθηκαν προσλήψεις 1.200 περίπου αγροφυλάκων, σε μια μακρά διαδικασία από το 1993 έως το 2006. Έκαναν τα χαρτιά τους πολλοί νέοι και προσλήφθηκαν 13 χρόνια αργότερα. Αυτοί κυρίως είναι οι σημερινοί δασοφύλακες. Οι δημόσιες συζητήσεις για την πρόσληψη τους, επί μια δεκαετία και πλέον, ήταν κατά πόσο είναι αναγκαίοι ή αν είναι θέμα ρουσφετιού. Δυστυχώς στην πολιτική συζήτηση οι ανάγκες για φύλαξη δεν αναγνωρίζονταν ως ουσιαστικές.
Κάτι που επίσης έχει σημασία είναι ότι οι δασοφύλακες δεν φέρουν στολή. Μετά την χούντα όλη η δασική υπηρεσία έβγαλε την στολή, καθώς τότε κυριάρχησε ένα κλίμα εναντίον κάθε στολής. Το 2016 δημοσιεύτηκε Προεδρικό Διάταγμα που επαναφέρει την στολή στους δασοφύλακες, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Συνεπώς όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα οι δασοφύλακες των δασικών υπηρεσιών έχουν ένα μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων, αλλά μικρές δυνατότητες παρέμβασης σε έναν μάλλον δυσκίνητο οργανισμό που έχει ως κύρια αρμοδιότητα την διαχείριση – εκμετάλλευση και προστασία των δασών. Επιπλέον, όποτε υπάρξει ανάγκη, οι δασοφύλακες θα πρέπει να ασχοληθούν με προβλήματα στον αγροτικό χώρο, όπως οι παλιοί αγροφύλακες.
Β) Θηροφύλακες των κυνηγετικών ομοσπονδιών
Η θηροφύλαξη ανήκει ουσιαστικά και τυπικά στην δασική υπηρεσία. Μετά από πίεση όμως της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας ανατέθηκε, το 2000[1], αρμοδιότητα και στις κυνηγετικές ομοσπονδίες οι οποίες προσέλαβαν θηροφύλακες. Κάθε ομοσπονδία έχει το δικό της σώμα. Οι θηροφύλακες των κυνηγετικών ομοσπονδιών θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια του Ποινικού Κώδικα[2], και δύνανται να προβαίνουν σε όλες τις προανακριτικές πράξεις για τις παραβάσεις των περί θήρας διατάξεων, όπως ορίζει το άρθρο 289 του Δασικού κώδικα[3].
Το ζήτημα έχει εξεταστεί από τον Άρειο Πάγο, καθώς υπήρξαν ενστάσεις ότι οι φύλακες των Κυνηγετικών Συνομοσπονδιών είναι στην πράξη οι πραιτωριανοί των κυνηγών. Η απόφαση ήταν θετική για τις κυνηγετικές οργανώσεις[4]. Οι Ομοσπονδιακοί θηροφύλακες έχουν ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας με τις Κυνηγετικές Οργανώσεις. Για να ξεπεραστεί αυτό το ιδιότυπο καθεστώς εκδίδεται πράξη αναγνωρίσεως από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και ορκίζονται «ενώπιον του προϊσταμένου της δασικής αρχής». Προβλέπεται επίσης ότι το πρόγραμμα κίνησης των θηροφυλάκων κατατίθεται κάθε φορά στην δασική υπηρεσία. Εν τούτοις πολλές διαφωνίες έχουν εμφανιστεί με την Κυνηγετική Συνομοσπονδία άλλοτε να επικαλείται τον δημόσιο χαρακτήρα της θηροφυλακής και άλλοτε τον ιδιωτικό χαρακτήρα της σύμβασής τους.
Υπάρχουν επίσης φύλακες των τοπικών Κυνηγετικών Συλλόγων. Εδώ διαπιστώνεται μεγάλη αδιαφάνεια και οι ενστάσεις περί πραιτοριανών ισχύουν. Είναι βέβαιο ότι ο εξαρτώμενοι από τον πρόεδρο φύλακες θα κάνουν τα στραβά μάτια, αν εντοπίσουν παράβαση του προϊσταμένου τους, ο οποίος υπογράφει και την σύμβαση εργασίας τους.
Παράλληλα με την δημιουργία των σωμάτων των ομοσπονδιακών θηροφυλάκων δόθηκε η δυνατότητα στους Κυνηγετικούς Συλλόγους να εκδίδουν την τις κυνηγετικές άδειες, ενώ μέχρι τότε αυτές εκδίδονταν από τα δασαρχεία και το ποσό κατέληγε στον Ειδικό Φορέα Δασών. Προστέθηκε μάλιστα και ένα ποσό για την λειτουργία της θηροφυλακής. Έτσι πέρασε στις κυνηγητικές ομοσπονδίες και η άμεση χρηματοδότηση από τις άδειες που μέχρι τότε αποτελούσαν έσοδο για το δημόσιο και χρησιμοποιούταν για την χρηματοδότηση των δασοφυλάκων. Στην ουσία πρόκειται για ένα κρατικοδίαιτο σύστημα αφού οι κυνηγετικές ομοσπονδίες λαμβάνουν τα χρήματα που διαφορετικά θα κατευθύνονταν στο Πράσινο Ταμείο[5].
Ένα από τα βασικά τους καθήκοντα, για το οποίο οι θηροφύλακες δεν κάνουν ποτέ παράβλεψη, είναι ο έλεγχος για τον αν οι κυνηγοί στο πεδίο έχουν πράγματι εκδώσει κυνηγετική άδεια. Προφανώς γιατί συνδέεται με τα έσοδα της Ομοσπονδίας. Υπήρξαν βέβαια αποτελεσματικοί σε πολλές περιπτώσεις λαθροθηρίας οι οποίες υπερπροβάλλονται επικοινωνιακά.
Είναι όμως πάρα πολλά τα περιστατικά κατά τα οποία, λόγω της ασάφειας που υπάρχει για ένα ιδιωτικό σώμα, πρέπει να παρέμβει στην συνέχεια το δασαρχείο ή και η αστυνομία. Για να απαγγελθεί επίσης κατηγορία και για να καταλήξει στο δικαστήριο μια υπόθεση θα πρέπει να εμπλακεί το δασαρχείο. Έτσι η μείωση της εμπλοκής των δημοσίων υπηρεσιών δεν επιτυγχάνεται.
Κατά την διάρκεια της πανδημίας οι κυνηγετικές άδειες μειώθηκαν πολύ κάτω από το συνηθισμένο των 200.000 αδειών ετησίως. Οπότε μειώθηκε και το τέλος που κατέληγε στις ομοσπονδίες και το οποίο χρησιμοποιούταν για την λειτουργία της θηροφυλακής. Έτσι για κάποιο διάστημα η Συνομοσπονδία ανακοίνωσε την αναστολή της λειτουργίας της θηροφυλακής. Με την τάση μείωσης των κυνηγών, το υπάρχον σύστημα χρηματοδότησης δεν μπορεί να συνεχίσει το σύστημα της φύλαξης από τις κυνηγετικές ομοσπονδίες. Εκτός από την πληρωμή των φυλάκων οι ομοσπονδίες αντιμετωπίζουν και το πρόβλημα του γερασμένου στόλου των οχημάτων που είχαν αγοραστεί όταν οι ετήσιες άδειες κυνηγίου έφταναν τις 300.000 το έτος. Για να το αντιμετωπίσει, η Κυνηγετική Συνομοσπονδία ζήτησε την χρηματοδότηση του συστήματος από το Πράσινο Ταμείο[6] για να μπορέσει να το διατηρήσει. Πέρασε έτσι από την περηφάνια της «αυτοχρηματοδότησης» στα αιτήματα κρατικής ενίσχυσης.
Γ) Φύλακες των Φορέων Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ)
Οι φυλακές των Φορέων Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ) που δημιουργήθηκαν το 2003 είναι μία ειδική περίπτωση. Πρόκειται για 100 περίπου πρόσωπα που έχουν προσληφθεί στα, εποπτευόμενα και χρηματοδοτούμενα από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου που έχουν αναλάβει την διαχείριση των Προστατευόμενων Περιοχών. Στην πραγματικότητα ήταν μία προσπάθεια διαμόρφωσης συναίνεσης με διοικητικά συμβούλια στα οποία υπήρχαν εκπρόσωποι του κεντρικού κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης, παραγωγικών φορέων, επιστημονικών οργανισμών και περιβαλλοντικών οργανώσεων και προσωπικό που είχε προσληφθεί με διαδικασίες ΑΣΕΠ. Στην πραγματικότητα δηλαδή μία πιο ευέλικτη δομή του κράτους με στόχο να εμπεδωθεί και να εφαρμοστεί η προστασία των εθνικών δρυμών των υγροτόπων και των περιοχών Natura.
Οι ΦΔΠΠ βρίσκονται σε μία διαδικασία μετάβασης και απορρόφησης από τον νεοσυσταθέντος οργανισμό με το εύηχο όνομα ΟΦΥΚΕΠΑ (Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής[7]) ο οποίος θα έχει την ευθύνη διαχείρισης όλων των προστατευόμενων περιοχών.
Στους φύλακες αυτούς δεν έχουν δοθεί, σκανδαλωδώς και σε αντίθεση με το πολύ περισσότερο ιδιωτικού χαρακτήρα σώμα θηροφυλάκων των κυνηγετικών οργανώσεων, αρμοδιότητες ελέγχου και αστυνόμευσης. Οι φύλακες αυτοί μπορούν μόνο να εποπτεύουν τις περιοχές και να καλούν την αστυνομία ή το δασαρχείο για να επέμβει. Μία σπατάλη δηλαδή χρόνου και γραφειοκρατίας, ενώ θα μπορούσαν να είναι πολύ αποτελεσματικοί καθώς έχουν συγκεκριμένη περιοχή ευθύνης και υποτίθεται ότι γνωρίζουν πολύ καλά την περιοχή και τα προβλήματα.
Όπως αναφέραμε και παραπάνω δεν υπήρξε, στην πλειοψηφία των φορέων, καλή συνεργασία με την δασική υπηρεσία. Όσον αφορά το προσωπικό υπάρχουν υποδειγματικές περιπτώσεις συνέπειας αποφασιστικότητας και ενδιαφέροντος για το αντικείμενο και τα προστατευόμενα είδη αλλά και περιπτώσεις πλήρους δημοσιοϋπαλληλικής αδιαφορίας. Η ελλιπής ενημέρωση και κατάρτιση και η μη παραχώρηση αρμοδιοτήτων έκαναν αυτό το σύστημα φύλαξης να μην λειτουργεί αποτελεσματικά εκτός από τις αξιοθαύμαστες περιπτώσεις φυλάκων πού από διάθεση προσωπική έμαθαν και δραστηριοποιήθηκαν.
Καθώς πλέον οι αυτόνομες δομές των ΦΔΠΠ σε κάθε περιοχή εντάσσονται στο ενιαίο σχήμα του ΟΦΥΚΕΠΑ, το μέλλον των φυλακών είναι αβέβαιο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να παραμείνει ως έχει.
Πρόταση αναδιάρθρωσης – Σώμα Φύλαξης Περιβάλλοντος
Η πολυδιάσπαση, η αδιαφάνεια και η αναποτελεσματικότητα του συνόλου του μηχανισμού φύλαξης πρέπει να αναθεωρηθεί. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ειδικό σώμα, ανεξάρτητο από τα δασαρχεία, τους κυνηγούς και τις δομές των προστατευόμενων περιοχών αλλά σε συνεργασία μαζί τους. Θα πρέπει επίσης να μπορεί να εξετάζει τα ζητήματα που αφορούν αδικήματα κατά γεωργικής περιουσίας, ένα κενό που προκύπτει από την έλλειψη της αγροφυλακής.
Προτείνεται η δημιουργία ενός αστυνομικού σώματος Φύλαξης Περιβάλλοντος με οργάνωση και υψηλό κύρος όπως π.χ οι ρέιτζερς στις ΗΠΑ, εστιασμένο στο φυσικό και αγροτικό περιβάλλον. Καθώς θα είναι αστυνομικό σώμα θα απαλλάξει την αστυνομία από φόρτο απασχόλησης στην ύπαιθρο και ζητήματα που αυτή συχνά απαξιώνει να ασχοληθεί. Παρόμοιες προτάσεις έχουν διατυπωθεί από το 1990, από πολλούς φορείς αλλά δεν έχουν εξειδικευτεί, συχνά διατυπώθηκαν επιγραμματικά ή έχοντας μερικό και συντεχνιακό χαρακτήρα. Σήμερα όμως, με την διαπίστωση του αδιεξόδου και των τριών συστημάτων, είναι ευκαιρία για αναβάθμιση σε ένα ενιαίο σώμα.
Οι φύλακες του Σώματος Φύλαξης Περιβάλλοντος πρέπει να είναι επαρκώς καταρτισμένοι για το σύνολο των ζητημάτων που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον, με πλήρεις αρμοδιότητες ανακριτικού υπαλλήλου. Μπορούν να ενταχθούν σε αυτό όλοι όσοι βρίσκονται σε κάποιο από τα υπάρχοντα σώματα, εκτός από τους φύλακες των τοπικών Κυνηγετικών Συλλόγων, για τους οποίους υπάρχει μεγάλη αδιαφάνεια και οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν εποχιακή εργασία. Στην συνέχεια θα πρέπει υπάρξουν να περισσότερες απαιτήσεις για την πρόσληψή τους, από το απολυτήριο Λυκείου. Σε όλους θα πρέπει να γίνει κατάρτιση για το σύνολο των αρμοδιοτήτων τους και για το φυσικό περιβάλλον.
Οι φύλακες θα μπορούν να επιβάλουν και διοικητικά πρόστιμα, όπως π.χ. κάνουν οι τροχονόμοι. Ειδικά αυτό το μέτρο θα λύσει πολλά ζητήματα, καθώς συσσωρεύονται πολλές υποθέσεις στα διαστήρια. Χαρακτηριστικό είναι ότι, με την απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Τσιάρα, παύει η ποινική δίωξη για αδικήματα που επισύρουν ποινές ως ένα χρόνο φυλάκιση. Μεταξύ αυτών παραγράφονται εκατοντάδες υποθέσεις που αφορούν την θηροφυλακή και την δασοφυλακή. Η εφαρμογή ενός συστήματος με πρόστιμα, όπως προτείνεται, θα οδηγούσε σε απεμπλοκή από τα δικαστήρια και σε άμεση αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Η αποτροπή λόγω των προστίμων μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικότερη στην πρόληψη των αδικημάτων. Το σύστημα αυτό και μάλιστα με πολύ υψηλά πρόστιμα εφαρμόζεται στην Κύπρο[8] και σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Το σύστημα πρέπει να είναι ενιαίο και δομημένο ανά περιφερειακή ενότητα και να υπάγεται στην Περιφερειακή διοίκηση.
Οι αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν στο νέο σώμα είναι οι εξής:
Παράνομη υλοτομία και εκρίζωση δένδρων
Λαθροθηρία και παράνομη θανάτωση άγριων ζώων
Παράνομη αλιεία εσωτερικών (γλυκών) υδάτων
Ρύπανση, μόλυνση και υποβάθμιση του εδάφους
Παράνομη εναπόθεση απορριμμάτων και αποβλήτων
Ρύπανση, μόλυνση και υποβάθμιση επιφανειακών και υπογείων υδάτων
Κατάληψη, επικάλυψη και αυθαίρετη διευθέτηση ροής υδάτων σε φυσικούς αγωγούς των υδάτων
Σφαγή ζώων κτηνοτροφίας εκτός των νομίμων σφαγείων
Παράνομη συλλογή και εμπορία ειδών άγριας χλωρίδας και μανιταριών
Παράνομη σύλληψη και εμπορία ειδών άγριας πανίδας
Παράνομη εκσκαφή, χωματοληψία και αμμοληψία
Παράνομη εξόρυξη ορυκτών πόρων
Παράνομη ρητινοσυλλογή
Παράνομη βόσκηση
Παράνομη δόμηση
Παράνομη περίφραξη εκτάσεων
Παράνομη εκχέρσωση
Άσκηση δραστηριοτήτων σε καλλιεργούμενες εκτάσεις χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη
Το σώμα αυτό μπορεί να συμβάλει επίσης στην πυροφύλαξη, την πυρόσβεση, την έρευνα και διάσωση ανθρώπων, την διάσωση τραυματισμένων ζώων καθώς και την επιτήρηση απομακρυσμένων περιοχών και υποδομών και αρχαιολογικών ζωνών.
Το σώμα αυτό θα πρέπει να είναι ένστολο με κατάλληλες στολές υπαίθρου. Θα πρέπει να διαθέτει οχήματα και drones, κυάλια ημέρας και νυκτός, GPS, ασυρμάτους, εξοπλισμό για έρευνα και διάσωση. Θα πρέπει να σχεδιαστεί με υψηλές προδιαγραφές οργάνωσης, κατάρτισης και αποτελεσματικότητας.
Η βάση για την χρηματοδότηση της φύλαξης και της διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος είναι το Πράσινο Ταμείο. Τα τέλη για ζητήματα που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον και τα πρόστιμα για περιβαλλοντικές παραβάσεις καταλήγουν σ΄αυτό το ταμείο και σ΄αυτό εντάσσονται τα έσοδα από τις άδειες κυνηγίου και άλλα περιβαλλοντικά τέλη. Πρόκειται για ένα ταμείο που μετά την οικονομική κρίση δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Ένα μεγάλο ποσοστό από περιβαλλοντικά έσοδα κατευθύνεται στην αποπληρωμή του χρέους μάλλον και, αν και τα περισσότερα έσοδα του ταμείου προέρχονται από την ύπαιθρο, οι περισσότερες δράσεις κατευθύνονται στον αστικό χώρο, απαξιώνοντας τον αγροτικό χώρο, τα δάση, τις ακτές και την βιοποικιλότητα. Εντούτοις είναι το μόνο ταμείο για την χρηματοδότηση των δράσεων προστασίας και διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος και έτσι πρέπει να παραμείνει, αρκεί να υιοθετηθεί μια πιο δίκαιη κατανομή.
Η πρόταση αυτή δεν φέρει αυστηρή πατρότητα. Είναι η σύνθεση της εμπειρίας μας[9] και επιμέρους προτάσεων που έχουν διατυπωθεί τις τελευταίες δεκαετίες και απευθύνεται σε κάθε φορέα που μπορεί να την στηρίξει, εμπλουτίζοντάς την.
Δημήτρης Γ. Μπούσμπουρας
[1] Ένας από τους λόγους ήταν ότι η τότε κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη εμφάνιζε με αυτόν τον τρόπο ότι περιορίζει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Αποδέχτηκε την πρόταση του τότε προέδρου της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας, ο οποίος ήταν διευθυντής στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας που βρήκε την ευκαιρία να επωφεληθεί.
[2] Σύμφωνα με το άρθρο άρθρου 13 παρ. α΄ του Ποινικού Κώδικα: «υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου»
[3] ’Αρθρο 289: Καθήκοντα ανακριτικών υπαλλήλων επί παρανόμου θήρας.
1. Οι δασικοί, δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι ως και τα όργανα της Αστυνομίας Πόλεων, Χωροφυλακής και Αγροφυλακής υποχρεούνται να καταγγέλουν πάντα παραβάτην των περί θήρας διατάξεων.
2. ΟΙ υπάλληλοι και τα όργανα της παρ. 1 ως και οι φύλακες θήρας, δικαιούνται να ερευνούν πάντα κυνηγετικόν σάκκον ως και τα μηχανοκίνητα μέσα, έχοντες δικαιώματα και καθήκοντα ανακριτικών υπαλλήλων, έτι δε και να προβαίνουν εις σωματικήν έρευναν κατά τα εν άρθρ. 257 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας οριζόμενα. Οι ανωτέρω υποχρεούνται όπως επί πάσης παραβάσεως των διατάξεων του παρόντος καθ’ οιανδήποτε περίοδον, κατάσχουν την άδειαν θήρας, τα όπλα ως και πάντα τα χρησιμοποιηθέντα μέσα δια την ενέργειαν παρανόμου θήρας, έτι δε και τα θηράματα εις οιανδήποτε κατάστασιν και αν ευρίσκωνται ταύτα, εφαρμοζομένων περαιτέρω των διατάξεων του άρθρ. 288.
[4] Η υπ’ αριθμ. 6/11 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με αριθ. πρωτ. 5128/10/3-03-2011, αποφαίνεται ότι οι θηροφύλακες των Κυνηγετικών Οργανώσεων «….ασκούν πλήρως όλα τα δικαιώματα και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο Δασικό Κώδικα και στους μεταγενέστερους μεταρρυθμιστικούς αυτού νόμους για δασικούς υπαλλήλους και έχουν ως αντικείμενο την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων περί θήρας, περιβαλλόμενοι για το σκοπό αυτό με την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου»
[5] Από παρουσίαση δασολόγου σε επιστημονικό συνέδριο για το ζήτημα: «Από μια τοπική άδεια θήρας το Πράσινο Ταμείο εισέπραττε ένα μόλις Ευρώ έναντι της συνδρομής υπέρ των Κυνηγετικών Οργανώσεων που εκτοξεύτηκε στα εξήντα πέντε. Οι μικρές αλλαγές μετά το 2010 δεν ήταν αρκετές για την ανατροπή της κατάστασης. Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται απόλυτα σαφές ότι οι Κυνηγετικές Οργανώσεις, παρότι αυτοπροβάλλονται ως αυτοχρηματοδοτούμενα Σωματεία Φιλοπεριβαλλοντικού προφίλ, στην πραγματικότητα είναι αμιγώς κρατικοδίαιτες. Εκτός όμως αυτού, η εκχώρηση δημοσίων πόρων πολλών εκατομμυρίων ευρώ σε ιδιωτικά Σωματεία, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού σε επιστημονικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο». (Βαφείδης Π. 2016. Κυνηγητικές οργανώσεις: αυτοχρηματοδοτούμενες ή μήπως αμιγώς κρατικοδίαιτες; Πρακτικά 8ου Πανελλήνιου συνεδρίου Οικολογίας. Ελληνική Οικολογική Εταιρεία, Τμήμα Βιολογίας Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης).
[6]Δημιουργήθηκε το 2010. Αποτελεί συνέχεια του «Ειδικού Ταμείου Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων» ΕΤΕΡΠΣ και εποπτεύεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Σκοπός του Πράσινου Ταμείου είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω της προστασίας του περιβάλλοντος με τη διαχειριστική, οικονομική, τεχνική και χρηματοπιστωτική υποστήριξη προγραμμάτων, μέτρων, παρεμβάσεων και ενεργειών που αποβλέπουν στην ανάδειξη και αποκατάσταση του περιβάλλοντος και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η στήριξη της περιβαλλοντικής πολιτικής της χώρας και η εξυπηρέτηση του δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος μέσω της διοίκησης, διαχείρισης και αξιοποίησης των Πράσινων και λοιπών Πόρων, όπως αυτοί καθορίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις. Οι πόροι του Πράσινου Ταμείου είναι τα έσοδα των: ΕΤΕΡΠΣ, του Γαλάζιο Ταμείο (τα πρόστιμα και άλλα έσοδα για το θαλάσσιο περιβάλλον), του Ειδικού Φορέα Δασών, τα πολεοδομικά πρόστιμα του Ταμείου Περιβαλλοντικού Ισοζυγίου, των εισφορών από την διανομή ενέργειας όπως ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης Βενζίνης κλπ.
[7] Η παράθεση κλιματικής αλλαγής στον τίτλο είναι μία ακόμα απόδειξη ότι η προστασία της βιοποικιλότητας έρχεται σε δεύτερη μοίρα μετά το υποκριτικό ενδιαφέρον για την κλιματική αλλαγή και προστίθεται από την εποχή που η υπουργός Τίνα Μπιρμπίλη το έβαλε και στον τίτλο του Υπουργείου Περιβάλλοντος.
[8] Λαθροθηρία: Πρόστιμο 4.500 € στη Κύπρο – Ποινή “χάδι” στην Ελλάδα. https://dasarxeio.com/2019/12/15/74192/
[9] Οφείλω πολλές ευχαριστίες σε φίλους στην δασική υπηρεσία, τους ΦΔΠΠ και την θηροφυλακή των κυνηγετικών ομοσπονδιών που για ευνόητους λόγους δεν θα ήθελαν την δημοσιοποίηση του ονόματός τους. Ευχαριστώ επίσης τον συνάδελφο Σταύρο Σαράπη με τον οποίο συζήτησα εκτεταμένα πολλές παραμέτρους του ζητήματος.
Δείτε περισσότερα στο https://koutsomili.wordpress.com/