Ευρωεκλογές και αποχή: Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό;

Το οξύμωρο είναι ότι ενώ υπάρχει ενδιαφέρον από τα πολιτικά κόμματα, το ίδιο ενδιαφέρον δεν υπάρχει από τον ίδιο τον πολίτη.
via Associated Press

Για μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση (Ευρωεκλογές Ιουνίου 2024), η αποχή έφτασε το αδιανόητο 58,61% και σίγουρα ήταν (για ακόμα μια εκλογική αναμέτρηση) ο αδιαμφισβήτητος νικητής των ευρωεκλογών. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι από το 2012 έως και σήμερα, η αποχή κυμαινόταν πάνω από το 35%, φτάνοντας σήμερα (09 Ιουνίου 2024) το εκπληκτικό ποσοστό των 58,61 % μονάδων. Τον Ιούνιο του 2023 (βουλευτικές εκλογές) και τον Μάιο του 2023 (βουλευτικές εκλογές), η αποχή ήταν 46,26% και 38,24% αντίστοιχα. Πηγαίνοντας πιο πίσω, τον Ιούλιο του 2019 (βουλευτικές εκλογές) το ποσοστό της αποχής ήταν 42,22%, τον Μάιο του 2019 (αυτοδιοικητικές & ευρωεκλογές) ήταν 41,35%, τον Σεπτέμβριο του 2015 (βουλευτικές εκλογές) έφτασε στο 43,84%, ενώ τον Ιανουάριο του 2015 (βουλευτικές εκλογές) ήταν 36,06%. Τέλος, τον Μάιο του 2014 (αυτοδιοικητικές & ευρωεκλογές) ήταν 39,16% και τον Ιούνιο του 2012 η αποχή έφτασε στο 37,38%.

.
.
.

Αναλύοντας περαιτέρω τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, διαπιστώνουμε ότι η Φλώρινα κατέχει την πρωτιά στην αποχή με ένα ποσοστό που έφτασε στο 73,37%. Ακολουθούν η Κεφαλονιά με ποσοστό 70,87%, η Λακωνία με 69,69%, τα Δωδεκάνησα με 67,45%, η Αρκαδία με 65,57%, η Λέσβος με 65,52%, η Κέρκυρα με 65,40%, η Ευρυτανία με 65,18%, η Θεσπρωτία με 64,73% και την πρώτη δεκάδα κλείνει η Ζάκυνθος με ποσοστό αποχής 64,59%. Στον αντίποδα, βλέπουμε τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής στις ευρωεκλογές να είναι (εκτός από τους Έλληνες του εξωτερικού), στη Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών, στο Ρέθυμνο, στη Φθιώτιδα, στη Β’ Θεσσαλονίκης, στη Β3 Νότιου Τομέα Αθηνών, στο Ηράκλειο, στο Λασίθι, στη Α’ Ανατολικής Αττικής, στη Λάρισα και στη Φωκίδα.

Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι ευρωεκλογές δεν ήταν ποτέ ένα θέμα που πέρναγε στα ψηλά στις ατζέντες όλων των πολιτικών κομμάτων. Όλα τα κόμματα θέλουν να έχουν επιρροή στη Ευρώπη, οπότε πάντοτε υπήρχε η σχετική κινητοποίηση των τοπικών οργανώσεων των κομμάτων για την υποστήριξη του ενός ή του άλλου υποψήφιου ευρωβουλευτή. Το οξύμωρο είναι ότι ενώ υπάρχει ενδιαφέρον από τα πολιτικά κόμματα, το ίδιο ενδιαφέρον δεν υπάρχει από τον ίδιο τον πολίτη.

Ενδιαφέρον έχει να δούμε και τα ποσοστά αποχής σε επίπεδο κρατών μελών για αυτές τις ευρωεκλογές. Τα ποσοστά της αποχής είναι αρκετά μεγάλα στην περιοχή των Βαλκανίων (πχ. Κροατία με 78,65%, Βουλγαρία με 66,21%, και Ελλάδα 58,61%) και στην Βαλτική (Λιθουανία με 71,65%, Λετονία με 66,18% και Εσθονία με 62,40%). Στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης τα ποσοστά αποχής ήταν κοντά στο 50%, με κάποιες χώρες να είναι κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ (48,92%), και με κάποιες άλλες να έχουν εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά αποχής, όπως για παράδειγμα το Βέλγιο (10,08% αποχή) και το Λουξεμβούργο (17,71% αποχή). Στις βόρειες χώρες φαίνεται πως η ψήφος των ευρωεκλογών μεταφράστηκε στην κάλπη ως διαμαρτυρία στα κόμματα εξουσίας με την ακροδεξιά να συσπειρώνεται και να κερδίζει αλλά η συμμετοχή των πολιτών να είναι μικρή.

.
.
.

Γενικότερα πάντως υπήρχε η τάση (βάσει ερευνών) στους Ευρωπαίους πολίτες, ότι οι ευρωκάλπες δεν βγάζουν κυβερνήσεις και, άρα, δεν προκαλούν το ενδιαφέρον τους. Παρόλα αυτά όμως δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός της αδιαφορίας από μεγάλη μάζα πολιτών που θεώρησαν ότι μερικές ώρες στη παραλία, στη βόλτα, στη καφετέρια ή στο εστιατόριο, είναι πιο σημαντικά από μια κάλπη που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τη μοίρα του ευρωπαίου πολίτη για τα επόμενα 5 χρόνια. Και σίγουρα η αποχή είναι μια νόσος που σιγά-σιγά διαβρώνει την δημοκρατική λειτουργία των πολιτευμάτων.

Τα αίτια της αποχής στην Ελλάδα

Η αποχή είναι μια ενέργεια που κάνει ένας ψηφοφόρος στις εκλογές που συνίσταται στο ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει, δηλαδή δεν επιλέγει κανέναν από τους διαθέσιμους υποψηφίους, αλλά ούτε ψηφίζει άκυρο ή λευκό. Η αποχή αποτελεί παθογένεια του πολιτικού συστήματος και πλέον έχει εξελιχθεί σε ένα σημαντικό πρόβλημα για τις σύγχρονες δημοκρατίες, καθώς η μη άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν επηρεάζει σημαντικά τα πολιτικά δρώμενα. Οι ψηφοφόροι απορρίπτουν το πολιτικό σύστημα, απαξιώνοντας ταυτόχρονα τα κόμματα/παρατάξεις και αυτό είναι το επίκεντρο πολλών συζητήσεων, προβληματισμού και ανησυχίας. Είναι ξεκάθαρο ότι με τη συμπεριφορά αυτή ευνοούνται η αδιαφορία, η απαξίωση, η δημαγωγία, η πόλωση, η διαίρεση της κοινωνίας, οι πελατειακές σχέσεις, ο νεποτισμός, η αναξιοκρατία, κτλ.

Δυστυχώς, είναι εμφανές τα τελευταία χρόνια, οι πολίτες σε Ελλάδα και Ευρώπη να δείχνουν μια αδιαφορία και μια απαξίωση προς τους πολιτικούς, άθελά τους όμως ενισχύουν την παρακμή του πολιτικού συστήματος και την εμφάνιση και την κυριαρχία πολιτικών που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Όσοι περισσότεροι πολίτες εκφράζουν την απογοήτευσή τους μέσα από την αποχή, την απαξίωση και την αδιαφορία, τόσο πιο εύκολο είναι για τους πολιτικούς και τα κόμματα να συμπεριφέρονται ακόμα πιο ανεύθυνα και να προωθούν τα συμφέροντα των λίγων. Όσο περισσότερο αδιαφορούν οι πολίτες, τόσο πιο εύκολη είναι η εκκόλαψη και ενδυνάμωση πολιτικών προσώπων με βασικές ελλείψεις πολιτικής παιδείας, που βρίσκουν την ευκαιρία να ενταχθούν σε ένα πολιτικό σκηνικό χωρίς επιτυχημένους επαγγελματίες, εμπειρογνώμονες, ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και ηγετικές φυσιογνωμίες. Ο Πλάτωνας είχε πει ότι μια από τις τιμωρίες, για το γεγονός ότι δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με την πολιτική, είναι ότι καταλήγεις να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου.

Κύριος παρονομαστής σε αυτή την κατάσταση ήταν και είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Ο ανθρώπινος παράγοντας, ο οποίος αποδέχεται στάσεις και συμπεριφορές όπως η αποχή και η αδιαφορία από το πολιτικό σύστημα. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Και εμείς μείναμε απαθείς είτε επειδή μας βόλευε, είτε επειδή αδιαφορούσαμε, είτε επειδή είχαμε πλήρη άγνοια. Και παρ’ όλο που όλοι είχαμε μια άποψη για το τι φταίει, τι πρέπει να γίνει για να απαλλαγούμε από τέτοιες συμπεριφορές, ποτέ τίποτα δεν γινόταν, διότι, όπως συνηθίζουμε να πιστεύουμε, όλοι οι άλλοι φταίνε εκτός από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Πολύς κόσμος σκέφτεται “αφού τίποτα δεν γίνεται, γιατί να πάω να ψηφίσω;” ή “σιγά μην ασχοληθεί η Ευρώπη με εμάς…” . Όλοι κοιτάμε το παρόν, αδιαφορώντας για το μέλλον. Όλοι μας έχουμε ακούσει ή χρησιμοποιήσει τη φράση “αν δεν αλλάξουμε νοοτροπία...”. Αλλάζει όμως η νοοτροπία και η συμπεριφορά των ανθρώπων εύκολα και μάλιστα αυτόνομα ως ανεξάρτητη μεταβλητή για να επακολουθήσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα; Ο Καντ είχε πει ότι η μεροληψία, η τάση του ανθρώπου να κάνει εξαιρέσεις επ′ ονόματι του εαυτού του, είναι η κεντρική ανθρώπινη αδυναμία από την οποία πηγάζουν όλες οι υπόλοιπες.

Οι λόγοι που οι πολίτες απέχουν από τις εκλογές είναι πολλοί και διάφοροι, με τον κυριότερο λόγο αποχής να θεωρείται ότι ο πολίτης αντιλαμβάνεται ότι η ψήφος του, η δική του και μοναδική ψήφος, δεν θα επηρεάσει τίποτα απολύτως στα πολιτικά δρώμενα, ποσό δε μάλλον, όταν αυτή αφορά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παρόλο που τα περισσότερα νομοσχέδια πλέον, νομοθετούνται από τις Βρυξέλλες, δυστυχώς οι 6 στους 10 Έλληνες επέλεξαν να γυρίσουν την πλάτη στο αύριο της χώρας.

Επίσης, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι αρκετοί Έλληνες πολίτες έχουν κουραστεί να ψηφίζουν, ξανά και ξανά μιας και την τελευταία 24ετία έχουμε κάνει 11 (!) εκλογικές αναμετρήσεις και συνολικά έχουμε πάει στις κάλπες 30 φορές (!).

Τέλος, δεν πρέπει να αγνοηθεί η παγκόσμια οικονομική κρίση που βίωσε ο πλανήτης στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας και που βρήκε την Ελλάδα παντελώς απροετοίμαστη και επηρέασε τη χώρα μας τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Απόρροια της οικονομικής κρίσης ήταν και η κρίση των θεσμών και αξιών που βιώνει ο τόπος εδώ και καιρό. Η διαφθορά, η διαπλοκή, η φοροδιαφυγή, η ανομία, τα ρουσφέτια, η αναξιοκρατία, η αδιαφορία, η ευνοιοκρατία, η αποχή από τις εκλογικές αναμετρήσεις, κλπ. ήταν τα απόνερα αυτής της κρίσης.

Ο Παράγοντας της Αδιαφορίας

Από τη στιγμή που γεννιέται ένας άνθρωπος, βρίσκεται, χωρίς να το επιλέγει, ενταγμένος σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Και είναι υποχρεωμένος να μάθει να ζει και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με αυτά που επιτάσσει και ορίζει η κοινωνία στην οποία ανήκει. Κάθε άνθρωπος, λοιπόν, είναι αποτέλεσμα της κοινωνίας, μέσα στην οποία εκκολάφθηκε και ζει. Ζούμε σε έναν κόσμο, ο οποίος υποφέρει από τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων. Ζούμε σε μία κοινωνία που αντί να πασχίζει να μας ευαισθητοποιήσει ολοένα και περισσότερο, μας σκληραγωγεί καθημερινά, καθιστώντας μας απαθείς μπροστά σε απαράδεκτες εικόνες και καταστάσεις.

Ιδιαιτέρα σε κοινωνικό επίπεδο και πολιτικό επίπεδο, η αδιαφορία για τον διπλανό μας και για τα κοινά, έφτασε στα κόκκινα. Σε προσωπικό επίπεδο καθημερινά βιώνουμε συμπεριφορές απάθειας και αδιαφορίας για τον συνάνθρωπο μας και πολλές φορές τον βλέπουμε και ανταγωνιστικά, με κλασικότερο παράδειγμα την οδηγική μας συμπεριφορά. Παρκάρουμε όπου βρούμε, παρκάρουμε σε διαβάσεις πεζών, σε διαβάσεις ΑΜΕΑ, σε parking ΑΜΕΑ, σε στροφές, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους μας. Οδηγούμε όπως γουστάρουμε, αδιαφορώντας για τον συνάνθρωπό μας είτε είναι οδηγός δικύκλου ή οδηγός άλλου οχήματος και χρησιμοποιεί τον ίδιο δρόμο με εμάς, είτε είναι πεζός και θέλει να διασχίσει τον δρόμο σε διάβαση πεζών.

Ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος υποφέρει από τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων. Έχουμε χάσει τη συναισθηματική νοημοσύνη μας. Υπάρχουν πάρα πολλά περιστατικά αδιαφορίας που μπορεί ο καθένας μας να θυμηθεί και να περιγράψει στους γύρω του. Υπάρχει αδιαφορία για το bullying, αδιαφορία για τον κοινωνικό ρατσισμό, αδιαφορία για τα πάντα. Φροντίζουμε για τις απολαύσεις μας, για την επιβίωσή μας, και, πάνω απ’ όλα, φροντίζουμε με σχολαστικότητα για την ψηφιακή και κοινωνική μας εικόνα (μέσω των social media). Και εξακολουθούμε να προχωρούμε αδιάφορα και να κοιτάμε δίχως να βλέπουμε και να μιλάμε, δίχως να ακούμε και να πράττουμε, δίχως να νοιαζόμαστε.

Και αφού αδιαφορούμε για τον διπλανό συνάνθρωπο μας σε καθημερινή βάση, το ίδιο αδιαφορούμε και για το πολιτικό γίγνεσθαι. Μέσα στα χρόνια της κρίσης η αγανάκτηση διογκώθηκε για το υπάρχον πολιτικό σκηνικό, μια αγανάκτηση που άγγιξε τα όρια της κοινωνικής αδιαφορίας και της απέχθειας για την πολιτική. Πολλά έχουν γραφτεί για τους λόγους της στάσης αυτής (αναξιοπιστία κυβέρνησης, αναποτελεσματικότητα δήμων/περιφερειών στην αντιμετώπιση και επίλυση καθημερινών προβλημάτων, αναξιοπιστία πολιτικών, οικονομική κρίση, κρίση θεσμών και αξιών, αναξιοκρατία εντός και εκτός κομμάτων/παρατάξεων, κ.ά.). Οι πολίτες με την αδιαφορία όμως και την απαξίωση προς τους πολιτικούς, άθελά τους ενισχύουν την ολοένα και αυξανόμενη παρακμή του πολιτικού συστήματος και την εμφάνιση και την κυριαρχία πολιτικών που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Μάλιστα, η Ελ. Γλύκατζη - Αρβελέρ (ιστορική-ακαδημαϊκός) είχε πει το 2015, ότι όταν κυβερνούν ανίκανοι, ένοχοι είναι οι ικανοί.

Ο Παράγοντας της Αναξιοκρατίας

Ένα από τα καρκινώματα της Ελλάδας είναι η αναξιοκρατία και τα παρακλάδια αυτής, όπως ο νεποτισμός, ο ημετερισμός, η ευνοιοκρατία και τόσα άλλα. Είναι έκδηλη η αντίληψη ότι κανενός (νέου) ανθρώπου η μοίρα δεν προδιαγράφεται ευοίωνη, αν δεν τον ευνοήσει κάποιος που ανήκει στην εξουσία. Διανύουμε μια εποχή όπου κανένα ρόλο δεν παίζουν τα προσόντα, οι γνώσεις και οι ικανότητες. Όλα αυτά παραγκωνίζονται, τίθενται σε δεύτερη μοίρα. Η «αξία» του καθενός τίθεται στην κρίση κάποιου πάτρωνα και εκτιμάται ανάλογα με τις υπηρεσίες που είναι διατεθειμένος να του προσφέρει ή ανάλογα με τις χάρες που είναι πρόθυμος να του κάνει. Καθώς, λοιπόν, η χάρη θέλει αντίχαρη, φροντίζει ο εκάστοτε πάτρωνας να τον «ανταμείψει». Έτσι, από το 1981 και ύστερα, τα πόστα των αποφάσεων στην πολιτική, στη δημόσια διοίκηση και στο συνδικαλισμό καταλήφθηκαν σε μεγάλο βαθμό από ανίκανους και ευκαιριακούς κομματικούς παράγοντες, συχνά μη σχετικούς με το αντικείμενο.

Η αναξιοκρατία οφείλεται κυρίως στη νοοτροπία του Έλληνα, σύμφωνα με την οποία το «ρουσφέτι» και το «βύσμα» αποτελούν τα εργαλεία-«κλειδιά» για την ανάδειξη και την καταξίωση. Επίσης, οφείλεται στην έλλειψη παιδείας αλλά και καλλιέργειας της κοινωνικής συνείδησης, που ευνοούν τον ατομικισμό και την ιδιοτέλεια σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος. Για τα παραπάνω ευθύνεται επίσης και ο αστικός τρόπος ζωής, που ενισχύει την ανωνυμία, ευνοεί την έλλειψη κοινωνικού ελέγχου και υπηρετεί την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση. Η επικράτηση του ωφελιμιστικού πνεύματος, η προσήλωση στην ύλη και η θεοποίηση του χρήματος επιτρέπουν την επιδίωξη του κέρδους με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα. Τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, όπως ο εγωισμός, η αυτοπροβολή, η φιλαυτία και η φιλαρχία υπερνικούν τις ηθικές αξίες. Έτσι, οι διάφοροι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι με παρασκηνιακές δραστηριότητες προωθούν τους «δικούς» τους ανθρώπους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους.

Τα παραδείγματα αναξιοκρατίας γύρω μας, αναρίθμητα. Υπουργοί, βουλευτές, ευρωβουλευτές, δήμαρχοι, περιφερειάρχες, πολιτικοί, κομματικά στελέχη, διορίζουν ακατάπαυστα συγγενείς, φίλους, συνεργάτες, συναγωνιστές, συντρόφους, συμβούλους και κάθε «ημέτερο» που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κόμματος/κινήματος και της τοπικής αυτοδιοίκησης ή κυβέρνησης. Η γενική αντίληψη είναι ότι για την επικράτηση της αναξιοκρατίας φταίνε οι πολιτικοί, φταίει το πολιτικό σύστημα, φταίει το κλίμα, φταίνε όλοι οι άλλοι, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι νέοι να απαξιώνουν την εκλογική διαδικασία και να απέχουν.

Υπάρχει λύση;

Σε όλα τα προβλήματα, υπάρχει πάντοτε μια λύση. Δυστυχώς όμως εδώ μιλάμε για αλλαγή νοοτροπίας του ίδιου του Έλληνα. Φταίει η έλλειψη παιδείας στη χώρα. Είμαστε ένας λαός σε παρακμή, που η κρίση μας έκανε ακόμα χειρότερους. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά ανωριμότητά μας, με την οποία πορευτήκαμε τα τελευταία 40 χρόνια. Η ανωριμότητα αυτή εκφράζεται καταρχήν με την αποποίηση των ευθυνών μας. «Δεν φταίμε για την αποχή, δεν φταίμε για την αδιαφορία, δεν φταίμε για την ανομία, δεν φταίμε για την αναξιοκρατία, δεν φταίμε για την οικονομική κατάσταση της χώρας μας, δεν φταίμε για την κατάσταση της παιδείας, δεν φταίμε για την οδηγική παιδεία και συμπεριφορά μας» και ούτω καθεξής.

Οι Έλληνες δεν φταίμε ποτέ και για τίποτα. Θεωρούμε ότι δεν φταίμε γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαμε αφήσει τις τύχες μας σε άλλους. Ήταν πολύ βολικό να αφήσουμε τις τύχες μας σε άλλους. Δεν χρειαζόταν ούτε σκέψη, ούτε κόπος, ούτε δουλειά. Όμως, η λειτουργία των θεσμών και συνολικά του κοινωνικού συστήματος, εξαρτάται από τις αξίες, τους κανόνες και τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι πολίτες μιας κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής επικοινωνίας και δραστηριοποίησής τους.

Οπότε, χωρίς αλλαγή νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας και αλλαγή αντίληψης, δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Πρέπει να αλλάξουμε τον εαυτό μας και τον τρόπο σκέψης μας. Ένας καινούργιος Διαφωτισμός χρειάζεται, για να κερδίσουμε αυτή τη μάχη. Σύμφωνα με τον Καντ, “Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεσαι το νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου”. Και φυσικά είναι τεράστια ανωριμότητα να μην ασκείς το εκλογικό σου δικαίωμα και να αφήνεις να αποφασίζει ο διπλανός σου για το δικό σου μέλλον!

Σε ατομικό επίπεδο θα πρέπει να αλλάξουμε τον εαυτό μας και τον τρόπο σκέψης μας. Θα πρέπει να αναπτύξουμε τη συναισθηματική μας νοημοσύνη και να ενδιαφερθούμε για τον συνάνθρωπό μας. Η ιστορία έχει να μας δείξει πάρα πολλά παραδείγματα σύμφωνα με τα οποία, όταν οι άνθρωποι επεδίωκαν την προαγωγή του ατομικού τους συμφέροντος μέσα από την προαγωγή του κοινωνικού, οι πολιτείες ακμάζανε. Επίσης, πρέπει να υπάρξει αλλαγή της στάσης των πολιτών απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς & τις διαδικασίες τους. Να πιστέψουν στους ικανούς και στους άξιους.

Η πρόταση για αλλαγή στάσης των πολιτών επενδύει στην ωρίμανση της πολιτικής σκέψης του πολίτη, στην κουλτούρα και στην αναβάθμιση της πνευματικής του καλλιέργειας, η οποία θα αναγκάσει το πολιτικό προσωπικό (τόσο σε εθνικό, ευρωπαϊκό αλλά και σε περιφερειακό/δημοτικό επίπεδο) να αλλάξει τόσο σε πρόσωπα όσο και σε φιλοσοφία. Χρειαζόμαστε μια δομική μεταβολή της πολιτικής κουλτούρας και αυτό είναι ένα ζήτημα κινήτρων και δυνατοτήτων που θα δοθούν σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο μορφωμένος άνθρωπος επενδύει συστηματικά στην πνευματική και συναισθηματική του καλλιέργεια, η οποία προκρίνεται ως η μοναδική λύση στο πρόβλημα της αποχής (και όχι μόνο) που βιώνουμε. Η μάχη αυτή δεν κερδίζεται εύκολα. Χαράσσει, όμως, έναν δρόμο που θα οδηγήσει σε μία καλύτερη κοινωνία με σωστά σκεπτόμενους πολίτες και ένα καλύτερο αύριο για εμάς και τα παιδιά μας.

Δημοφιλή