ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή άμυνα, πυρηνικά όπλα και «Γαλλικές εγγυήσεις»

Το πολυπολικό διεθνές σύστημα θέτει την ΕΕ σε υπαρξιακές αναζητήσεις. Η ανάγκη ορθολογισμού και η Ελλάδα στα νέα δεδομένα.
via Associated Press

ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή άμυνα, Γαλλία, Γερμανία και το πολυπολικό διεθνές σύστημα

Οι στρατηγικοί προσανατολισμοί της νέας πολιτικής ηγεσίας των ΗΠΑ μετά το 2025 είναι δεδηλωμένοι και ήδη καταμαρτυρημένοι. Μεταξύ άλλων, ο κύριος στρατηγικός προσανατολισμός προσβλέπει στρατηγική σύγκλιση με την Μόσχα με πρωταρχικό σκοπό την μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εξισορρόπηση του Πεκίνου.

Ένας ακόμη πρωταρχικός σκοπός που καθιστά ευκολότερο τον πλανητικό στρατηγικό σχεδιασμό είναι ο τερματισμός των δύο μεγάλων πολέμων της τέταρτης Μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας και η αποτροπή νέων περιφερειακών συγκρούσεων. Για μια οποιαδήποτε ηγεμονική δύναμη αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη επιβολή των κανόνων του διεθνούς δικαίου αλλά συναλλαγές που επιτυγχάνουν συμφέρουσες ανακατατάξεις και ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων. Στην στρατηγική ανάλυση ο όρος που χρησιμοποιείται είναι «πολιτικός και στρατηγικός ορθολογισμός» με την έννοια ότι πάνω στην πλάστιγγα κόστους / οφέλους επιδιώκονται αποφάσεις που εκτιμάται ότι προκαλούν μεγαλύτερο όφελος και λιγότερο ή καθόλου κόστος.

Ένας ακόμη στρατηγικός προσανατολισμός είναι η αναθεώρηση των οικονομικών και στρατηγικών σχέσεων με την Ευρώπη και ευρύτερα πάνω στην περίμετρο της Ευρασίας και στην Αρκτική ζώνη συναλλαγές με ανερχόμενα περιφερειακά κράτη για σταθεροποίηση ευνοϊκών για τις ΗΠΑ πλανητικών και περιφερειακών συσχετισμών.

Τι σημαίνουν τα πιο πάνω; Σημαίνουν ότι ενώ η μεγάλη εικόνα των στρατηγικών προσανατολισμών είναι πλέον γνωστή οι διαμορφωτικές προϋποθέσεις εντός αυτών των προσανατολισμών είναι ρευστές και εξελισσόμενες, σε βαθμό μάλιστα που προβλέψεις δεν ενδείκνυνται. Αυτό που έχει σημασία για όλους και ιδιαίτερα για μικρά και περιφερειακά κράτη είναι να γίνονται ορθές εκτιμήσεις για αυτές τις προϋποθέσεις και να επιδιώκουν ευνοϊκή εξέλιξή τους ή τουλάχιστον αποφυγή ζημιογόνων λαθών. Στο παρόν κείμενο, επειδή πολλά δηλώνονται, γράφονται και αναλύονται γύρω από την Ευρωπαϊκή άμυνα, θα επιχειρηθεί συντομογραφική αναφορά σε μερικές κρίσιμες πτυχές συμπεριλαμβανομένου του κρίσιμου ζητήματος της πυρηνικής αποτροπής μετά τις δηλώσεις του Γάλλου προέδρου για τον ρόλο των Γαλλικών πυρηνικών όπλων.

Καταρχάς, η συζήτηση για Ευρωπαϊκή αμυντική και διπλωματική αυτονομία δεν είναι νέα. Εδώ και δεκαετίες συζητήθηκε ο πιθανός ρόλος της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), δημιουργήθηκε η «Ευρωπαϊκή Πολιτική Διεργασία» που εξελίχθηκε στην ΚΕΠΠΑ και κυρίως μέσα της δεκαετίας του 1990 στο πλαίσιο των Ευρωατλαντικών σχέσεων αποφασίστηκε να διαιωνιστεί η Ατλαντική Συμμαχία η οποία αφενός, συνέχισε να αποτελεί τον κύριο και σημαντικότερο θεσμό Άμυνας και Ασφάλειας και αφετέρου, κατεύνασε τις (σφοδρές) Μεταψυχροπολεμικές Γαλλικές, Ιταλικές και Βρετανικές αντιρρήσεις όσον αφορά την Γερμανική επανένωση. Τα Γερμανικά επιτελεία συνέχισαν να βρίσκονται υπό Ατλαντική εποπτεία, ενώ, τονίζεται και υπογραμμίζεται, τυχόν απόκτηση πυρηνικών όπλων από την Γερμανία, κυρίως λόγω σφοδρών αντιδράσεων από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, αποκλείστηκε ως πιθανό ενδεχόμενο.

Επειδή αυτά τα ζητήματα έχουν αναλυθεί εκτενώς αλλού, στο παρόν σύντομο κείμενο υπογραμμίζεται πως επί αιώνες το κύριο και σημαντικότερο στρατηγικό ζήτημα της Ευρώπης ήταν το «Γερμανικό ζήτημα» ή κατ’ άλλους «Γερμανικό πρόβλημα». Η δημιουργία της Ατλαντικής Συμμαχίας και οι ρυθμίσεις του 1955 που συνέχισαν και μετά το 1995, αφορούσαν μεταξύ άλλων τα Γερμανικά επιτελεία και τον περιορισμό πιθανής Γερμανικής στρατηγικής αυτονομίας. Είναι σημαντικό πάντως ότι η θεσμική και στρατηγική ανάπτυξη των Ευρωατλαντικών σχέσεων δημιούργησε προϋποθέσεις που οδήγησαν σε μια διακυβερνητική –αντί υπερεθνική όπως πολλοί υποστήριζαν— Ευρωπαϊκή κοινότητα. Η αποτυχία επίτευξης υπερεθνικής «πολιτικής ένωσης» σε υλιστική βάση σημαίνει ότι μέχρι και τις μέρες μας έχουμε μια εμπεδωμένη ιδιόμορφη νομική, πολιτική και στρατηγική δομή: Όπως συχνά αναφέρεται «έχουμε ένα πολιτικό και στρατηγικό νάνο και ένα νομικό και πολιτικό γίγαντα ο οποίος εκκολάφθηκε μέσα στο Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο του Ψυχρού Πολέμου» που σκοπό είχε την ανάσχεση τυχόν Σοβιετικής Ανατολικής προέλασης.

Τα προαναφερθέντα Μεταψυχροπολεμικά ενδο-ευρωπαϊκά προβλήματα σε αναφορά με την Γερμανική επανένωση είχαν ως αποτέλεσμα να διαιωνιστεί επί τρεις δεκαετίας αυτό το «Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο». Εν τούτοις, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Μεταψυχροπολεμικές Αμερικανικές επεμβατικές προσεγγίσεις στις περιφέρειες, η επέκταση της Ατλαντικής Συμμαχίας στην Κεντρική Ευρώπη και τα «γεγονότα» τριών δεκαετιών σε αναφορά με την Ουκρανία, αναπόδραστα και αναμενόμενα εκκόλαψαν διλήμματα ασφαλείας και τελικά πόλεμο.

Να το κάνουμε σαφές: Όπως εξάλλου υποδηλώνουν τα αξιώματα του Θουκυδίδη για το κύριο αίτιο του Πελοποννησιακού Πολέμου, εντός κάθε κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος η εκκόλαψη διλημμάτων ασφαλείας μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων οδηγεί σε εξισορροπητικές αποφάσεις και πιθανότατα σε πόλεμο. Αυτή η υπογράμμιση δεν αφορά υποκειμενικές ή αξιολογικές θέσεις ή υποστήριξη συγκεκριμένων συμφερόντων του ενός ή άλλου κράτους αλλά περιγραφή και ερμηνεία κύριων αιτιών πολέμου.

Μετά το 2025 η νέα Αμερικανική ηγεσία με το να δρομολογήσει αλλαγές στρατηγικών προσανατολισμών στο επίπεδο των ηγεμονικών δυνάμεων, των Ευρωατλαντικών σχέσεων και των περιφερειών, αναμενόμενα αναζωπύρωσε τις συζητήσεις για την Ευρωπαϊκή άμυνα. Ερωτάται: Εντός αυτών των στρατηγικών προσανατολισμών ποιες είναι οι προϋποθέσεις και πως επηρεάζουν τις Ευρωατλαντικές σχέσεις, την ΕΕ και τα Ευρωστρατηγικά ζητήματα;

Πρώτον, η προαναφερθείσα πραγματικότητα μη ύπαρξης υπερεθνικής πολιτικής ένωσης αλλά και το προαναφερθέν γεγονός πως αυτό που έχουμε ήταν, όπως υποστήριξε εάν όχι και επέβαλε ο Ντε Γκολ, είναι μια διακυβερνητική «Ευρώπη των Εθνών» εντός του «Αμερικανικού στρατηγικού θερμοκηπίου», σημαίνει ότι δεν έχουμε ένα «Ευρωπαϊκό κράτος» ή μια ομοσπονδία κρατών. Αυτό που θα μπορούσε να συζητηθεί σοβαρά είναι κατά πόσο είναι εφικτή μια διακρατική συμμαχία. Σχεδόν πάντα, με πρώτιστο παράδειγμα την Ατλαντική Συμμαχία, ένα ισχυρό κράτος αυτής της Συμμαχίας προεκτείνει την αποτρεπτική του στρατηγική (extended deterrence strategy) στα υπόλοιπα κράτη.

Δεύτερον, Ποιο είναι αυτό το κράτος στην Ευρώπη; Η Βρετανία; Η Βρετανία απέκτησε πυρηνική ισχύ στο πλαίσιο της «ειδικής σχέσης» με τις ΗΠΑ, η οποία, έστω και έμμεσα διαιώνισε την στρατηγική παρουσία της ως μιας μεσαίας περιφερειακής δύναμης, πλήρως όμως συνδεδεμένης με την εκάστοτε Αμερικανική στρατηγική. Ρεαλιστικά μιλώντας ήταν μια χώρα στρατηγικά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ. Είναι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο που η Αμερική ενθάρρυνε το Brexit (σε βαθμό μάλιστα που πολλοί είπαν ότι ήταν μια ωμή επέμβαση στις εσωτερικές συζητήσεις περί αυτού). Tα ίδια ισχύουν πριν την ένταξη της Βρετανίας στην ΕΕ, κατά την διάρκεια της φάσης που ήταν κράτος-μέλος και όταν αποχώρησε από την Κοινότητα.

Κύριος Μεταπολεμικός και Μεταψυχροπολεμικός ρόλος της της Βρετανίας ήταν οι εξισορροπητικές προσεγγίσεις της όσον αφορά τα Ευρωπαϊκά στρατηγικά και πολιτικά ζητήματα με τρόπο που ήταν σύμφωνο με την εκάστοτε Αμερικανική στρατηγική. Τι ισχύει μετά την σαφή, ρητή και εμπράγματη Αμερικανική απαίτηση για Ευρωπαϊκές πολιτικές που για αντικειμενικούς λόγους έφεραν ήδη σε αντιπαράθεση το Λονδίνο με την Ουάσιγκτον. Μήπως το κράτος που θα προεκτείνει την αποτρεπτική της στρατηγική θα είναι η Γαλλία και μάλιστα με όρους προεκταθείσης πυρηνικής αποτροπής;

Τρίτον, όσον αφορά την Γαλλία και μια πιθανή Ευρωπαϊκή στρατιωτική συμμαχία πολύ σύντομα τα εξής:

α) Η απουσία Ευρωπαϊκού έθνους και οι εσωτερικές διακρατικές διαιρέσεις που ακαριαία ήδη εκδηλώθηκα αναμενόμενα θα οξυνθούν εάν οξυνθούν οι σχέσεις με την Αμερική. Αυτό το γεγονός καθιστά πολύ δύσκολο εγχείρημα ή και ανέφικτη την δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής συμμαχίας.

β) Δηλώσεις και πράξεις στο τεχνοκρατικό επίπεδο που συμπεριλαμβάνουν και παράκαμψη της «ιερής προϋπόθεσης» λήψης ομόφωνων αποφάσεων στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής.

γ) Τα περί προέκτασης της Γαλλικής πυρηνικής στρατηγικής προς την υπόλοιπη Ευρώπη, και μάλιστα σε συνεργασία με την Βρετανία, με όρους στρατηγικής ανάλυσης και βαθύτατα εδραιωμένων συμπερασμάτων που αφορούν τον ρόλο των πυρηνικών όπλων, αυτές οι θέσεις αμφισβητούνται και απαιτούν σοβαρή συζήτηση.

Για όλους τους Μεταπολεμικούς Γάλλους ηγέτες η πυρηνική στρατηγική της χώρας σύγκλιναν αταλάντευτα και ανεξαρτήτως κομματικών ή κυβερνητικών ανακατατάξεων. Οι βασικές προσεγγίσεις υλοποίησης της αμυντικής στρατηγικής ήταν:

1) εθνικός έλεγχος επί των ενόπλων δυνάμεων,

2) άρνηση αποδοχής στάθμευσης ξένων δυνάμεων ή μονάδων διοικήσεως επί του γαλλικού εδάφους,

3) προτεραιότητα των πυρηνικών όπλων στον αμυντικό προϋπολογισμό της Γαλλίας,

4) παραγωγή των οπλικών συστημάτων από την εγχώρια πολεμική βιομηχανία και

5), παρά την παραγωγή μερικών πυρηνικών όπλων μικρού και μεσαίου βεληνεκούς, η ραχοκοκαλιά της γαλλικής άμυνας στηρίζεται στα διηπειρωτικής εμβέλειας πυραυλικά συστήματα.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της γαλλικής πυρηνικής στρατηγικής αφορά τη χρήση των πυρηνικών όπλων ως μέσου πολιτικής αναβάθμισης του ρόλου και της θέσης της Γαλλίας στη διεθνή πολιτική. Στις δημόσιες δηλώσεις των ηγετών της Γαλλίας η επίκληση ιδιαιτερότητας γίνεται στο όνομα του γεγονότος ότι η χώρα αυτή είναι, πρώτο, ανεξάρτητη πυρηνική δύναμη και, δεύτερο, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η πυρηνική ισχύς για τους Γάλλους, είναι το σύμβολο του «δόγματος» της «εθνικής ανεξαρτησίας», «εθνικής αυτονομίας» «εξισωτής ισχύος» (equalizer) στις σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη του διεθνούς συστήματος.

Ακόμη πιο σημαντικό, η ανάπτυξη πυρηνικής ανεξαρτησίας από την Γαλλία ενάντια στις Αμερικανικές αντιρρήσεις, σχετίζεται και με την παραδοσιακή δυσπιστία των Γάλλων απέναντι στις συμμαχίες κάθε μορφής. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τηv επoχή τoυ αμυvτικoύ δόγματoς τωv μαζικώv αvτιπoίvωv, με τo oπoίo oι ΗΠΑ oυσιαστικά δήλωσαv ότι θέτoυv τη Δυτική Ευρώπη κάτω από τηv πυρηvική τoυς oμπρέλα, η Γαλλία αμφισβήτησε τη δυvατότητα πυρηvικώv εγγυήσεωv από μία χώρα πρoς μια άλλη. Αυτή η εξαιρετικά σημαντική στρατηγική θέση επιβεβαιώθηκε με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, την δεκαετία του 1980 η απόσυρση των «ευρωπυραύλων» μικρού και μεσαίου βεληνεκούς από τις ΗΠΑ και την Σοβιετική ένωση έγινε μετά από μια μεγάλη συζήτηση όσον αφορά τους κινδύνους πυρηνικής κλιμάκωσης. Αυτή η συζήτηση σε επίπεδο πολιτικής αλλά και στρατηγικής ανάλυσης, είχαμε σύγκλιση συμπερασμάτων που οδήγησε στην εκατέρωθεν απόσυρσή τους.

Αφού αναφερθεί ότι ήδη με τις Συμφωνίες SALT/ABM αρχές της δεκαετίας του 1970 η απαγόρευση αμυντικών αντιβαλλιστικών πυραύλων (ABM) εκτός από δύο συστοιχίες γύρω από τις πρωτεύουσες (διάσωση ηγετών για συνομιλίες σε ενδεχόμενο πυρηνικού ολοκαυτώματος), τονίζεται ότι η απόσυρση των Ευρωπυραύλων επί προέδρου Reagan και τους Σοβιετικούς οφειλόταν στην προαναφερθείσα σύγκλιση θέσεων ότι η έναρξη ανταλλαγής πυρηνικών πληγμάτων από πυραύλους μικρού ή μεσαίου βεληνεκούς τίποτα δεν απέκλειε ότι δεν θα οδηγούσε σε κλιμάκωση και πλανητικό πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που όσοι αναλύουν αυτά τα ζητήματα στα πεδία της στρατηγικής ανάλυσης κυριολεκτικά απόρησαν για την εκτόξευση απειλών με αφορμή την όξυνση των απειλών για ένα τέτοιο ενδεχόμενο με αφορμή την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία. Προσεκτική παρατήρηση των δηλώσεων της νέας πολιτικής ηγεσίας των ΗΠΑ, επίσης, είναι η έμφαση που δόθηκε στην αποκλεισμό έναρξης εκατέρωθεν πυρηνικών πληγμάτων που οι περισσότεροι θεωρούν σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε κλιμάκωση και γενικευμένο πυρηνικό πόλεμο.

Πολύ σημαντικό, επίσης, είναι το γεγονός ότι συχνά στο παρελθόν αιτιολογώντας τις αποφάσεις τους οι Γάλλοι ηγέτες συχνά επαναλάμβαναν πως, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν το δίλημμα της κήρυξης ή μη ενός πυρηνικού πολέμου με την αντίπαλο δύναμη που έχει τη δυνατότητα να αντεπιτεθεί επιφέροντας τρομερές καταστροφές επί του αμερικανικού εδάφους, «ένας Αμερικανός πρόεδρος δεν θα θυσίαζε μια αμερικανική πόλη για χάριν του Παρισιού ή της Βόννης». Εξ ου και στην βάση αυτού του πολύ σημαντικού και συχνά επαναλαμβανόμενου επιχειρήματος, η Γαλλία αφενός απαίτησε να έχει πυρηνική αυτονομία και αφετέρου αμφισβητούσε τις «Αμερικανικές εγγυήσεις» για κάλυψη της Ευρώπης με πυρηνικά όπλα. Εξάλλου, η υιοθέτηση από τις ΗΠΑ του δόγματος της «ευλύγιστης αvταπόδoσης» (flexible response) από το ΝΑΤΟ ήταν και η κύρια αιτιολόγηση της αποχώρησης της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας και η ανάπτυξη πυρηνικής αυτονομίας. Σημειώνεται ότι οι Δυτικοί σύμμαχοι της Γαλλίας και κυρίως οι ΗΠΑ δεν είχαν αποδεχθεί το «τετελεσμένο» απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Γαλλία, παρά μόνο την δεκαετία του 1990 όταν αποδέχθηκε την Συνθήκη μη Διασποράς των πυρηνικών όπλων οπότε και έγινε «επίσημα» αναγνωρισμένη πυρηνική δύναμη.

Στην βάση επιχειρημάτων όπως τα προαναφερθέντα που θεμελίωναν το Γαλλικό στρατηγικό δόγμα πολλοί κυριολεκτικά απόρησαν για την ευκολία με την οποία τον Μάρτιο 2025 δηλώθηκε πως ένα ενδεχόμενο θα μπορούσε να είναι η κάλυψη των άλλων Ευρωπαϊκών κρατών με Γαλλικά πυρηνικά όπλα. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, οι ενίοτε σφοδρές αντιδράσεις όπως αυτές του Ιταλού αντιπρόεδρου δεν ήταν έκπληξη για όσους ενδιατρίβουν στα πεδία της στρατηγικής ανάλυσης για την πυρηνική στρατηγική.

Εν κατακλείδι, οι δύο διαχρονικά εμπεδωμένες όψεις του ίδιου νομίσματος της γαλλικής αμυντικής στρατηγικής είναι η «αναλογική άμυνα» («faible au fort»/«proportional deterrence» και η αρχή του «εθνικού ασύλου» («sanctuarization nationale», «national sanctuary»).

Στην πράξη, η αναλογική αποτροπή σημαίνει ότι η στρατηγική άμυvα της χώρας στηρίζεται αποκλειστικά στα δικά της πυρηvικά όπλα. Οι Γάλλoι αvτιλαμβάvovται τηv αvαλoγική απoτρoπή ως τηv κατάσταση όπoυ μια μεσαία πυρηvική δύvαμη είvαι σε θέση vα απoτρέψει επίθεση άλλης πoλύ μεγαλύτερης δύvαμης, εάv η τελευταία απειλείται με καταστρoφή τέτoιoυ μεγέθoυς πoυ αvτισταθμίζει τo υπoθετικό όφελoς τυχόv επιθέσεως.

Το «εθνικό άσυλο», όπως εξάλλου υποδηλώνει και ο όρος, σημαίνει ότι Γαλλικά αντίποινα θα υπάρξουν μόνον εάν παραβιασθεί ο γαλλικός κυριαρχικός χώρος. Δηλαδή, «το υπέρτατο κριτήριο είναι το συμφέρον του γαλλικού κράτους, το ύστατο και υπέρτατο κριτήριο που προσδιορίζει τους στρατηγικούς προσανατολισμούς είναι το συμφέρον επιβίωσης και όλα τα υπόλοιπα κατατάσσονται χαμηλότερα στην κλίμακα των εθνικών ιεραρχήσεων».

Εξάλλου, συμμετοχή στα διεθνή δρώμενα, στην Ατλαντική Συμμαχία και στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μεν σημαντικά αλλά πάντοτε βοηθητικού ή «εργαλειακού» χαρακτήρα στην υπηρεσία των πρωταρχικών στόχων και προσεγγίσεων της γαλλικής εθνικής στρατηγικής. Πέραν των ζωτικών συμφερόντων της Γαλλίας, οι υπόλοιπες σκοπιμότητες και συμφέροντα, όσο σημαντικά και εάν είναι, υποτάσσονται σ’ αυτή την κυρίαρχη αμυντική και πολιτική λογική.

Καταληκτικά, οι δηλώσεις του Γάλλου προέδρου τον Μάρτιο 2025 που ήδη προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενες εκτός και εάν άλλαξε ριζικά το Γαλλικό δόγμα για τα πυρηνικά του όπλα. Πέραν αυτού, βεβαίως, μείζον ζήτημα που χρήζει να συζητείται υπεύθυνα είναι οι προϋποθέσεις εδραίωσης μιας διακρατικής στρατιωτικής συμμαχίας που θα συμπεριλαμβάνει και πυρηνικά όπλα.

Οι δηλώσεις και ενέργειες μερικών ηγετών και τεχνοκρατών της ΕΕ για την Τουρκία είναι αναμφίβολα δηλωτικές της αμηχανίας όσον αφορά τους προσανατολισμούς της Ευρώπης και ειδικότερα τον ρόλο αυτής καθαυτής της ΕΕ εντός της οποίας οι αποφάσεις στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής λαμβάνονται με ομοφωνία. Ποιες θα είναι οι συνέπειες, για παράδειγμα, εάν για τόσο σοβαρά ζητήματα μερικά κράτη επιλέξουν -όπως εν μέρει ήδη έγινε- να πάρουν αποφάσεις χωρίς την συμμετοχή όλων των μελών της Κοινότητας, με συμμετοχή μάλιστα κρατών που δεν είναι μέλη της ΕΕ.

Ενώ όλα είναι πιθανά οι υπογραμμίσεις που προηγήθηκαν δείχνουν πως ενώ οι κύριες στρατηγικές επιλογές των ηγεμονικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των ΗΠΑ έχουν ήδη εν πολλοίς δρομολογηθεί, τα ζητήματα αυτά απαιτείται να σταθμίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα των ευρύτερων Ευρωατλαντικών σχέσεων και των Αμερικανικών στρατηγικών προσανατολισμών. Ποιες προϋποθέσεις ευνοούν εκκόλαψη ενός αποτελεσματικού και αξιόπιστου Ευρωπαϊκού Αμυντικού συστήματος και ποιες είναι οι αρνητικές ή θετικές προϋποθέσεις που δημιουργούν για κάτι τέτοιο οι Αμερικανικές αποφάσεις; Εναλλακτικά, πως θα μπορούσαν να εξελιχθούν οι Ευρωτλαντικές σχέσεις, η Ατλαντική Συμμαχία και οι στρατηγικές σχέσεις των ΗΠΑ με της μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις;

Ιδιαίτερα εάν συνεκτιμηθεί η προσέγγιση της Τουρκίας από Ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους της ΕΕ, για τα πιο πάνω ζητήματα είναι μείζονος σημασίας για την Ελλάδα να γίνονται σωστές αναλύσεις και εκτιμήσεις για το πως θα εξελιχθούν οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι στρατηγικές των κρατών που εμπλέκονται. Τον λόγο έχουν ή πρέπει να τον έχουν τα κρατικά επιτελεία που κάθε σοβαρό κράτος απαιτείται να διαθέτει.

Υστερόγραφο.

Τα πιο πάνω ζητήματα εξετάζονται εκτενέστερα στα εξής βιβλίο του υπογράφοντος: 1. Nuclear Strategy and European Security Dilemmas (Gower, London). 2. Θεωρία διεθνούς και Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Εκδόσεις Ποιότητα). 3. Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Γαλλίας, Γερμανίας, Βρετανίας (Εκδόσεις Ποιότητα). 4. Ευρωατλαντικες Σχέσεις (Εκδόσεις Ποιότητα)

Δημοφιλή