Η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχουν καθυστερήσει σημαντικά στη διαμόρφωση και υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου, ισορροπημένου και αποτελεσματικού πλαισίου για την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει η Κομισιόν, οι τελικές αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν μέχρι το τέλος τους έτους, κάτι το οποίο, με τους παρόντες συσχετισμούς, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο.
Η καθυστέρηση στην υιοθέτηση ενός μηχανισμού δράσης ενισχύει τις αντιευρωπαϊκές και ξενοφοβικές φωνές, αποδυναμώνει τις όποιες πολιτικές αλληλεγγύης αναπτύσσονται από κράτη-μέλη, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, και οδηγεί πρακτικά στην προώθηση ad hoc λύσεων, με προσωρινό χαρακτήρα, που δεν δίνουν απάντηση στα πιεστικά προβλήματα.
Η μεγάλη καθυστέρηση στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής και η αδυναμία συνεννόησης για μια ολιστική στρατηγική από την οποία θα επωφελούνται και οι πρόσφυγες και οι τοπικές κοινωνίες απονομιμοποιεί και το ρόλο της Κομισιόν ως συνδιαμορφώτριας της ευρωπαϊκής πολιτικής, μαζί με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο ρόλος του αρμόδιου Επίτροπου αποδυναμώνεται διαρκώς, απομακρύνοντας συνολικά την Κομισιόν από τους στόχους που είχε θέσει το 2014 ο Πρόεδρος Γιούνκερ για την ενίσχυση των πολιτικών ασύλου και την αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εθνικές υπηρεσίες.
Το πρόγραμμα μετεγκατάστασης (2015-17) δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, μια ομάδα κρατών-μελών με επικεφαλής την αυστριακή κυβέρνηση εμπόδισε την ορθή εφαρμογή του και οι πολιτικές ηγεσίας της Γαλλίας και της Ιταλίας, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, δεν πίεσαν αποτελεσματικά στην κατεύθυνση της αναζήτησης μακροπρόθεσμων λύσεων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν δύο μείζονα ζητήματα που βρίσκονται στο περιθώριο των συζητήσεων και διαπραγματεύσεων. Το πρώτο αφορά στα ασυνόδευτα, ανήλικα προσφυγόπουλα και το δεύτερο στη σύνδεση προσφυγικού και ανάπτυξης.
Τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, ένα σημαντικό τμήμα των παιδιών αυτών φιλοξενείται σε ξενώνες και δομές φιλοξενίας Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) που συνεργάζονται με τις τοπικές αρχές. Ωστόσο, ένα εξίσου σημαντικό τμήμα των προσφυγόπουλων είτε διαβιοί σε συνθήκες αστεγίας είτε βρίσκεται σε καθεστώς αναμονής, στο πλαίσιο πρωτοβουλιών για την οικογενειακή επανένωση. Σημαντικό να σημειώσουμε ότι τα νομικά και θεσμικά κενά που έχουν παρατηρηθεί στο ζήτημα της διαχείρισης της συγκεκριμένης ομάδας προσφύγων, έχουν δημιουργήσει μια σειρά άλλων προβλημάτων, όπως το ζήτημα των δακτυλικών αποτυπωμάτων, οι λανθασμένες διαδικασίες εκτίμησης της ηλικίας τους, αλλά και προβλήματα που άπτονται της εφαρμογής του ανασχεδιασμένου συστήματος Eurodac, το οποίο οι ευρωομάδες της Αριστεράς, των Πρασίνων και των Σοσιαλιστών αξιολογούν ως υπέρμετρα συντηρητικό και όχι σύμφωνο με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη σύνδεση προσφυγικού και ανάπτυξης και αναπτύσσεται σε δύο επιμέρους άξονες: ο πρώτος αφορά στην ενδυνάμωση των πολιτικών κοινωνικής συνοχής στα κράτη-μέλη, που περιλαμβάνει και πολιτικές στήριξης και ένταξης συνολικά των προσφύγων στις τοπικές κοινωνίες. Ο δεύτερος άξονας αφορά, κυρίως, στην εξωτερική διάσταση της μετανάστευσης, στην υποστήριξη δηλαδή της ανάπτυξης στις γειτονικές χώρες εκτός ΕΕ, ώστε να μπορούν να εξασφαλίσουν ένα ελκυστικό μέλλον στους πολίτες τους και στους πρόσφυγες.
Και οι δύο άξονες συνεχίζουν να απασχολούν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο με δυσκολία μπορεί να διακρίνει κανείς συγκεκριμένες, σταθερές ομαδοποιήσεις για την υποστήριξη της μιας ή της άλλης θέσης. Στο ζήτημα της κοινωνικής συνοχής, οι κυβερνήσεις Ελλάδας, Πορτογαλίας και Ισπανίας έχουν ξεκάθαρη θέση, ζητώντας την ενδυνάμωση των πολιτικών αυτών σε επίπεδο ΕΕ και τη σύνδεσή τους με μια πιο αποτελεσματική και συνεκτική λειτουργία της ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου.
Στο ζήτημα της εξωτερικής διάστασης της μετανάστευσης, οι συντηρητικές ηγεσίες, κυρίως της Γερμανίας και της Αυστρίας, και εσχάτως της Ιταλίας, ζητούν χρηματοδοτική ενίσχυση των κρατών εξόδου των προσφυγικών ρευμάτων, κυρίως στη Βόρεια και Δυτική Αφρική, χωρίς σημαντική αναθεώρηση των πολιτικών ασύλου της ΕΕ, προκειμένου τα προσφυγικά ρεύματα να συγκρατούνται εκτός Ευρώπης.
Το επόμενο διάστημα οι σχετικές συζητήσεις θα ενταθούν σε όλα τα θεσμικά όργανα, ωστόσο παραμένει ζητούμενο κατά πόσο θα προχωρήσουν αποτελεσματικές λύσεις ή, αντίθετα, το προσφυγικό ζήτημα θα συνεχίσει να παραμένει πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης ενόψει των ευρωεκλογών του Μαΐου 2019.
* Του Δημήτρη Ραπίδη - Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 14ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org