Μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι το 2011, ο οποίος συνιστούσε τον συνεκτικό ιστό και την εν ολίγοις προσωποπαγή εξουσία αυταρχικής δομής κυριαρχίας άνευ αντιπάλου στην Λιβύη, η χώρα εισήλθε σε έναν ανεξέλεγκτο και επικίνδυνο για την συνοχή της εμφύλιο, που προκάλεσε προβλήματα εσωτερικής δομής και διάρθρωσης του κράτους. Η κοινωνική πληθυσμιακή δομή της Λιβύης συνίστατο από μία παραδοσιακά και ιστορικά φυλετικώς διαρθρωμένη παρουσία, η οποία δεν διέθετε συνεκτικό θεσμικό ιστό που να την ενώνει. Εξ ου και εκλιπόντος του Μουαμάρ Καντάφι ως εκείνου που ένωνε τις φυλές, το κενό που εκδηλώθηκε ήταν φυλετικά συγκρουσιακό και το κρατικό οικοδόμημα διεσπάσθη, πολλαπλώς οδηγούμενο σε μία πορεία κατάρρευσης.
Δεδομένης της εκδήλωσης ενός υπαρξιακού κενού εξουσίας, μεσούντος του εμφυλίου, εμπλέκονται χώρες διεκδικούσες μερίδα του λέοντος στο γεωπολιτικό παζάρι εξουσίας στην χώρα αυτή, η οποία ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί ελκυστικό πόλο και εξαιτίας της κατοχής και διάθεσης πετρελαιοπαραγωγικών πηγών.
Η Τουρκία πρωτοστατεί στην επεκτατική, παρεμβατική διάσταση ενός εναγωνίως εκδηλούμενου επιθετικού ζήλου να πρωταγωνιστήσει στις μετά την διευθέτηση του προβλήματος εξελίξεις. Σημειώνεται πως οι ιστορικές σχέσεις Τουρκίας και Λιβύης συνάδουν προς το οθωμανικό προηγούμενο της λιβυκής παρουσίας στον χώρο της αυτοκρατορίας και ταυτόχρονα υφίσταται η ισλαμική διασύνδεση των δύο χωρών, η οποία και δεν πρέπει να υποτιμάται.
Τούτων δεδομένων, στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει ειρηνευτικής διαδικασίας για την Λιβύη και ενώ σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας ελέγχεται από τον Στρατηγό Χαφτάρ, ο οποίος όμως δεν αντιμετωπίζεται από το διεθνές περιβάλλον ως η νομίμως εκπροσωπούσα την χώρα κυβέρνηση, έλαβε χώρα στην Διάσκεψη στο Βερολίνο για την διευθέτηση της σύγκρουσης, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι άλλοι παράγοντες πλην εκείνων εις ους αφορούσε και αφορά και στους οποίους εναπόκειται εν τέλει και η εφαρμογή της εκεχειρίας, στοιχείο που από μόνο του καθιστά την Συμφωνία του Βερολίνου ιδιαίτερα αμφίβολη ως προς την εφαρμογή της.
Εν αντιθέσει προς την Τουρκία, η Ελλάδα ολιγώρησε εξαρχής εν τη γένεση των εξελίξεων. Η Τουρκία προβαίνοντας στους βηματισμούς των σχετικών μνημονίων και της κατά ταύτα ενεργοποιηθήσας αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων στην χώρα, φροντίζει να υπενθυμίζει κατά τρόπο ηγεμονικό την οθωμανική κυριαρχία της στην σημερινή διάσταση της παγκόσμιας πολιτικής, έτσι ώστε να νομιμοποιεί κατά τρόπο κραυγαλέα παράδοξο τις σύγχρονες διεκδικήσεις της.
Φυσικά, η υπόθεση χρόνου, δηλαδή timing στην πολιτική είναι κρίσιμη. A posteriori και απωλέσασα χρήσιμο χρόνο επιχειρεί η Αθήνα να παρέμβει, αξιοποιώντας την σύμπνοια προσεγγίσεων με τον αφιχθέντα στην χώρα, Στρατηγό Χαφτάρ, ο οποίος δρομολογεί πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαφαινόμενες εξελίξεις, επιφυλάσσοντας ταυτόχρονα και δυνατότητες συμμετοχής των Αθηνών στο πλαίσιο του λιβυκού συγκρουσιακού φαινομένου. Εδώ αρμόζει ίσως η φράση του ποτέ δεν είναι αργά για μια χώρα, της οποίας τα εθνικά συμφέροντα θίγονται και η οποία οφείλει να είναι παρούσα στις εξελίξεις που την αφορούν.
Συνεπώς, η ελληνική εκδοχή μιας προοπτικής συμμετοχής στα τεκταινόμενα του χώρου αποτυπώνεται στην παρουσία και πολιτικές πρωτοβουλίες του Στρατάρχη Χαφτάρ, ο οποίος δείχνει αποφασισμένος διά των δυνάμεών του να καταλάβει την Τρίπολη, ανατρέποντας την κυβέρνηση Σάρατζ, η οποία ελέγχεται από την Άγκυρα. Η πρωτοβουλία πλέον εναπόκειται στην Αθήνα και δη στο πως και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να αξιοποιηθεί η πολιτική και στρατιωτική δυνατότητα που ανέδειξε η παρουσία του Λίβυου Στρατηγού στην Αθήνα.
Επισημαίνεται πως διά των μνημονίων «νομιμοποιείται» η δυνατότητα της τουρκικής πλευράς να προωθήσει στην κατά παράδοση ακολουθούσα στρατηγική της, παράνομα μεν, αποτελεσματικά δε, σχέδια που άπτονται της ενεργού παρουσίας της και διεκδικητικής στρατηγικής της στον χώρο νότια της Κρήτης, κατάσταση που υπονομεύει την ελληνική παρουσία και θέση εν γένει.
Η Τουρκία αν αφηνόταν ανεμπόδιστη να προχωρήσει στους σχεδιασμούς της είναι σε θέση, κινούμενη προς την κατεύθυνση του λιβυκού γεωπολιτικού χώρου, να επιτύχει διά στρατιωτικών δυνάμεων που διαθέτει, όχι μόνο την στήριξη του καθεστώτος με το οποίο συμπλέει, αλλά και την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή. Ένα τέτοιο γεγονός θα απειλούσε καίρια τα γεωστρατηγικά συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου στην περιοχή. Η περιφερειακή ενίσχυση δε της τουρκικής επεκτατικής δύναμης θα εμπέδωνε ένα περαιτέρω πλαίσιο ενδυνάμωσης της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας ευρύτερα στον χώρο και δη εις βάρος του ελληνισμού, καθώς ιστορικά όσο η Τουρκία κερδίζει χώρο, τόσο περισσότερο ενδυναμώνεται η επεκτατικότητα και επιθετικότητά της.
Στο σενάριο, όπου επέλθει μία εν τοις πράγμασι ακυρότητα των συμφωνιών, που συνομολόγησε η Τουρκία με την Λιβύη αναφορικά προς τις θαλάσσιες ζώνες, οφείλουμε να εκτιμήσουμε a priori πως η Άγκυρα δεν θα αποδεχθεί το επελθόν κατά ταύτα γεγονός της ακυρότητας. Πιθανότατα δε, θα επιχειρήσει να παρέμβει με διάφορους τρόπους, με δεδομένη την πρόβλεψη ενδεχόμενης στρατιωτικής επέμβασης, προκειμένου να «προστατεύσει» τα συμφέροντά της που συνδέονται με το λιβυκό καθεστώς, καθώς επίσης και την κυριαρχούσα στρατηγική της αντίληψη στις θαλάσσιες ζώνες της περιοχής.
Παρά το γεγονός πως στην Διάσκεψη του Βερολίνου συμφωνήθηκε πολιτική λύση και όχι στρατιωτική τοιούτη, η οποία περιλαμβάνει εμπάργκο πώλησης όπλων, εκεχειρία και παύση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η εκεχειρία αποδείχθηκε λίγες ώρες μετά την έναρξή της, ως αναμένετο, τόσο ασταθής, όσο ρευστό είναι και το διεθνές περιβάλλον, καθώς οι παράγοντες που συμμετέχουν στην σύγκρουση βλέπουν την εκεχειρία ως μία διάσταση προσωρινής διακοπής των εχθροπραξιών, με στόχο την ετοιμασία για το επόμενο στάδιο.
Το ενδεχόμενο οικοδόμησης, μετά από συνομιλίες ή διαπραγματεύσεις κυβέρνησης εθνικής ενότητας με την συμμετοχή του Στρατηγού Χαφτάρ θα πρέπει να θεωρείται απομακρυσμένο, στον βαθμό που οι πολιτικές βουλήσεις των μερών βρίσκονται σε ορατώς αποκλίνουσα διάσταση, η οποία δεν είναι σε θέση να αποκατασταθεί ως συναινετική προσέγγιση του χώρου.