Χθες χρειάστηκε να συνοδέψω πρόσωπο του εγγύτερου μου περιβάλλοντός στα επείγοντα περιστατικά εφημερεύοντος νοσοκομείου και πιο συγκεκριμένα στο καρδιολογικό τμήμα, μετά από έντονες ενοχλήσεις που είχε στη συγκεκριμένη περιοχή. Τα νοσοκομεία εδώ και δέκα χρόνια που είμαι οροθετικός είναι μία ρουτίνα για μένα, πηγαίνω κάθε μήνα για φάρμακα και κάθε εξάμηνο περίπου για αιματολογικές εστιασμένες στο ανοσοποιητικό. Αποτελούν και ένα αναπόσπαστο μέρος της δουλείας μου λόγω των διασυνδέσεων νεοδιαγνωσθέντων HIV περιστατικών που κάνω εδώ και αρκετά χρόνια.
Χθες όμως αναβίωσα εφιαλτικές στιγμές που έζησα σε αυτά όταν έτρεχα πρώτα για τη μητέρα μου και μετά για τον πατέρα μου αλλά θυμήθηκα έντονα και σε τι κατάσταση ήμουν τότε. Σε αυτό συνετέλεσε ό,τι αιφνιδιάστηκα και τρόμαξα πολύ χθες για αυτό που συνέβη στο αγαπημένο μου αυτό πρόσωπο αλλά και για το λόγο του ότι το νοσοκομείο που βρέθηκα λόγω εφημερίας ήταν αυτό που είχε βρεθεί η μητέρα μου μετά το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο και συμβολικά αποτέλεσε την αρχή της κορύφωσης μιας κατάστασης που η κοινότοπη φράση ″κάθοδος στη κόλαση″ ήταν λίγη για να την περιγράψει.
Δεν αναβίωσα μόνο την διαρκή αγωνία που έζησα σε εκείνη την περίοδο, την κατάσταση που εγώ βρισκόμουν λόγω βαριάς ενέσιμης χρήσης με ότι αυτή συνεπάγεται αλλά και τα γεγονότα που ακολούθησαν: Την δραπέτευση μου λίγο αργότερα σε κάποιο εντελώς ακατάλληλο και κακοποιητικό υποτιθέμενο ”θεραπευτικό” πλαίσιο, το γεγονός πως η μητέρα πέθανε σχεδόν μία εβδομάδα πριν το ολοκληρώσω-έντεκα ολόκληρους μήνες πήρε αυτή η διαδικασία- τη ταχύτατη υποτροπή μου μετά από εκείνο το πλαίσιο και όλο το ενοχικό νέφος που βρέθηκα, την κατάρρευση της υγείας του πατέρα μου μετά - πάλι νοσοκομεία και διαρκής αγωνία - το θάνατό του και την κορύφωση του ″δράματος”, το θετικό HIV τεστ που ακολούθησε.
Αναβίωσα τις καταστάσεις που έζησα με όλους εκείνους που με δάγκωσαν οικονομικά, που με έκλεψαν κυριολεκτικά τότε εκμεταλλευόμενοι την χαοτική κατάσταση που είχα βρεθεί και πως δεν μπορούσα λόγω αυτής να διακρίνω τις κακές τους προθέσεις πίσω από τον μανδύα του “στενού φίλου″ ή του ″καλού γνωστού″.
Αναβίωσα την αίσθηση όταν περιφερόμουν στο κέντρο της Αθήνας σε ημικωματώδη κατάσταση. Αναβίωσα όλα εκείνα τα λόγια που άκουγα του τύπου: “Εντάξει έχασες τους γονείς σου, κόλλησες και ότι κόλλησες αλλά μη μένεις σε αυτό... Προχώρα στη ζωή σου” από άτομα που δεν είχαν ζήσει ούτε στο ελάχιστο κάτι παρόμοιο, που δεν είχαν ιδέα πως είναι η απώλεια και το πένθος ειδικά σε μιά κατάσταση βαριάς χρήσης και εμφανιζόντουσαν όπως πάντα σαν οι αφ′ υψηλού κριτές για να με νουθετήσουν και να με κρίνουν ανεπαρκή. Αναβίωσα πως κι εγώ πλήγωσα σε όλη εκείνη την περίοδο ανθρώπους που αγαπούσα και ακόμα τους αγαπώ και κάποιους τους απομάκρυνα για πάντα.
Ο συνδυασμός του τρόμου και της αγωνίας μέχρι να βγουν οι εξετάσεις χθες για το αγαπημένο μου πρόσωπο με αυτές τις αναβιώσεις με έκανε να παραδοθώ πάλι στο φαρμάκι του μίσους, στο δηλητήριο της μνησικακίας.
Όπως ήμουν ακουμπισμένος σε ένα πάγκο έξω από το καρδιολογικό είδα μιά νεαρή γιατρό να πλησιάζει μια ηλικιωμένη γυναίκα που στεκόταν στην παρακείμενη αίθουσα του αξονικού τομογράφου και να της λέει με μιά σταθερή αλλά κάθε άλλο ψυχρή φωνή λίγο πολύ τα παρακάτω: “Λυπάμαι αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ο καρκίνος της έχει προχωρήσει πάρα πολύ ακόμα και στα οστά. Της μένουν δύο με τρεις μήνες ζωής″. Η ηλικιωμένη γυναίκα ξέσπασε σε ένα διακριτικό αλλά απελπισμένο κλάμα.
Εγώ ήρθα απότομα στο παρόν και μετά αθέλητα το μυαλό μου έτρεξε σε κάποιες απομακρυσμένες αναμνήσεις που είχα από το συγκεκριμένο νοσοκομείο, από την αίθουσα που ήταν η μητέρα μου. Θυμήθηκα να μπαίνω παραπατώντας μέσα, να ζητάω επίμονα χρήματα από τον πατέρα μου, εκείνος στερημένος από κάθε ελπίδα σχεδόν αυτόματα να μου τα δίνει και μετά όπως απομακρύνομαι να ρωτάει ένα παιδικό μου φίλο που είχε έρθει για επίσκεψη: “Τι έχει ο Μάριος και είναι έτσι ″ και να εισπράττει με αυτή τη σταθερή αλλά όχι ψυχρή παρόμοια φωνή με της ιατρού, την απάντηση από τον φίλο μου: ″ Τι να έχει κύριε Νίκο...Ηρωίνη, δεν την έχει κόψει ποτέ...′’. Θυμήθηκα αμέσως μετά την τελευταία μέρα που ήταν η μητέρα εκεί πριν την μεταφέρουμε σπίτι με αποκλειστική νοσοκόμα πλέον, τον διάλογο που είχαν δύο νοσηλεύτριες έξω από το δωμάτιο ενός νέου άνδρα που φευγαλέα είχα δεί - κάτωχρο και εξασθενημένο τον θυμάμαι - και που είχα συγκρατήσει τα παρακάτω λόγια -″ Τι έχει αυτός ο κύριος, ούτε σαράντα δεν είναι″- ″Αστα να πάνε. Τελικό στάδιο. Πεθαίνει...″
Όλες οι εικόνες από το όχι και τόσο μακρινό χθες και από το σήμερα σβήσανε σχεδόν μονομιάς το μίσος μέσα μου, λειτουργήσαν σαν αντίδοτο στο δηλητήριό του. Για λίγα λεπτά ένιωσα ένα παρηγορητικό κενό. Μετά μιά υποψία ευγνωμοσύνης με αγκάλιασε όταν πληροφορήθηκα πως όλα ήταν false alarm, οι εξετάσεις του αγαπημένου προσώπου ήταν άψογες και μπορούσαμε μετά από αρκετές ώρες να φύγουμε. Όσο απομακρυνόμουν από το νοσοκομείο έκανε κρύο αλλά δεν κρύωνα. Όλα μου φαινόντουσαν να κυλάνε πιο αργά μετά από τέτοιο καταιγισμό ερεθισμάτων. Η κόπωση από αυτήν την αναδρομή με κατέβαλε, μιά κόπωση που πάντα το μίσος και η μνησικακία μου προκαλούν. Έμεινα παρέα με αυτή την υποψία ευγνωμοσύνης, την ευγνωμοσύνη που όλα ήταν καλά, που τόσα χρόνια όσες φορές και αν έπεσα βρήκα το κουράγιο να ξανασηκωθώ και που έχω απομακρυνθεί έτη φωτός συναισθηματικά και κοινωνικά από εκείνη την κατάσταση που δεν μπορούσα να διακρίνω τις ύπουλες προθέσεις και να βάλω όρια σε τοξικά ανθρωπάκια αλλά και στον ίδιο μου τον εαυτό. . Με αυτή την ευγνωμοσύνη ξύπνησα παρέα την επόμενη μέρα και ήθελα να τη μοιραστώ ….