Σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης και τη θεατρολόγο Δρ Ειρήνη Μουντράκη, τα ιστορικά στοιχεία του έργου έχουν ως εξής:
«…ο Μακμπέθ δολοφονεί το βασιλιά Ντάνκαν και βασιλεύει επί 17 χρόνια (1040-1057), μένοντας γνωστός ως ο «Eρυθρός Bασιλιάς». Ο Σαίξπηρ γράφει την τραγωδία το 1606, κατά παραγγελία του βασιλιά Ιάκωβου Α’, ο οποίος ήταν απόγονος του Μπάνκουο, συμπολεμιστή του Μακμπέθ. […] Ο βασιλιάς Ιάκωβος Α’ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη μαγεία και τη μεταφυσική (έγραψε βιβλίο σχετικό). […] Ο βίαιος θάνατος της μητέρας του, Μαρίας Στιούαρτ, βασίλισσας της Σκωτίας (1587), φημολογείται πως υπήρξε η αιτία της σκοτεινής γοητείας που ασκούσε η μαγεία επάνω του. […] Ένα χρόνο πριν (1605), αποκαλύπτεται και καταστέλλεται μεγάλη συνωμοσία φανατικών καθολικών να ανατινάξουν το κοινοβούλιο. Έτσι, το έργο γίνεται ένα μήνυμα προς σφετεριστές του θρόνου!»
Από το πρόγραμμα, και πάλι, η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: «[…] Ο Μακμπέθ ένας αφοσιωμένος αξιωματικός, ένας ήρωας, μάχεται για τη χώρα του και τους θεσμούς, είναι ακέραιος και αποφασιστικός. […] Η συνάντηση του με τις μάγισσες ανάβει τη φλόγα της φιλοδοξίας του, δείχνοντάς μας πως δεν ήταν η πρώτη φορά που πέρασε από το μυαλό του το όραμά του να γίνει βασιλιάς. […] Κοινωνεί τη Λαίδη Μακμπέθ στα σχέδιά του, η οποία επιστρατεύει κάθε μέσο για να υλοποιηθεί όλο αυτό. […] Ο κόσμος του Μακμπέθ είναι «κόκκινος»: πόλεμος, συνωμοσίες, ένας κόσμος αιματοβαμμένος. […] Σχεδόν όλα διαδραματίζονται τη νύχτα, όπου κυριαρχούν το σκοτάδι και η ανανδρία, οι φόνοι καταλήγουν να σκοτώσουν τον ύπνο τους, τη γαλήνη του Μακμπέθ και της Λαίδης. […] Ο κύκλος του αίματος συνεχίζεται αδιάκοπα. […] Το ζευγάρι αποξενώνεται. […] Η Λαίδη παραδίδεται στην τρέλα. […] Το έγκλημα ζητάει νέα εγκλήματα για να μείνει κρυφό. […] Στο τέλος, ο ήρωας θα ριχτεί στη μάχη υπεράσπισης του βασιλείου του σχεδόν με ικανοποίηση, αναζητώντας εξιλέωση από μια αντρίκια πτώση […]».
«Στο έργο αναρωτιόμαστε αν ό,τι συμβαίνει είναι εξ αιτίας της προφητείας των μαγισσών ή της πορείας που διαλέγει ο ήρωας. Ο Μακμπέθ είναι ένας τραγικός ήρωας στο απαιτούμενο αριστοτελικό ύφος. Ένας σπουδαίος, άριστος άνδρας που υποκύπτει στον πειρασμό. […] Σε ποιο πειρασμό υπακούει; Στη φιλοδοξία του; […] Η ύβρις βρίσκεται στην ανυπομονησία του; […] Ο χρησμός των μαγισσών υποδαυλίζει το πάθος του, όμως εκείνος είναι που τελικά επιλέγει. […] Ο άνθρωπος τελικά μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στη φύση του και το πεπρωμένο του; […] Έρχεται στο μυαλό μας η περίπτωση του Οιδίποδα, ο οποίος προσπάθησε να φύγει μακριά από το πεπρωμένο του, να το αποφύγει, με αποτέλεσμα να φτάσει σε αυτό ακόμη πιο γρήγορα […]», καταλήγει η κυρία Μουντράκη.
Φαίνεται ότι έχουμε εδώ μια ευκαιρία να συγκρίνουμε τη σαιξπηρική τραγωδία με την αρχαία ελληνική. Ας διαβάσουμε, λοιπόν, από το 10ο τεύχος του Νέου Ερμή του Λόγιου, πώς περιγράφει αυτή τη συσχέτιση ο Γιώργος Καραμπελιάς (Φύση και ιστορία):
«Το τέλος του μεσαίωνα και η Αναγέννηση βιώθηκε αρχικώς ως μια εκ νέου ανακάλυψη της φύσης και των δυνάμεών της. Η φύση απελευθερώνεται από το Θεό για να υποταχθεί σύντομα στο δημιούργημά του, τον άνθρωπο. Τίποτε δεν αποδίδει καλύτερα την αναστροφή της σχέσης ανθρώπου-φύσης από τη σύγκριση της αρχαίας έννοιας του τραγικού με τη νεότερη, σαιξπηρική αντίληψη.
Στην αρχαία τραγωδία, η ανθρώπινη ύβρις συνίσταται στη σύγκρουση, έστω και αθέλητη, με την τάξη του σύμπαντος, του «κόσμου» και των θεών που ορίζουν αυτήν την τάξη. Ο Οιδίποδας συγκρούεται με την κοσμική μοίρα.
Από την άλλη, το αντικείμενο της ύβρεως ενός Μακμπέθ βρίσκεται… στον ίδιο του τον εαυτό και τη σύγκρουσή του με τον ιστορικό κόσμο. Η ύβρις, εδώ, είναι εκείνη των παθών που φωλιάζουν στα μύχια του Είναι του. Η φύση, η μοίρα, παίρνει τη μορφή του τεχνητού «ανθρώπινου δάσους», που θα συντρίψει τελικά τον Μακμπέθ. Ο κόσμος, λοιπόν, βρίσκεται μέσα μας! Δεν βρισκόμαστε τόσο μακριά από την κραυγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού, της υπέρτατης ύβρεως του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος είναι, μεν, μέσα στον κόσμο, αλλά βρίσκεται πια στο κέντρο των πάντων και γίνεται ένας νέος θεός. Η φύση γίνεται απλό αντικείμενο αναπαράστασης, στήριγμα της αυτοποιητικής δραστηριότητας του υποκειμένου. Η πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου έχει πλέον εκμηδενιστεί προς όφελος του υποκειμένου. Αν, στην αρχαία σκέψη, το υποκείμενο αποτελεί μια έννοια ταυτισμένη με τον αντικειμενικό κόσμο, τώρα πια φτάνουμε στην απορρόφηση του κόσμου μέσα στο υποκείμενο…».
Αυτή την επικέντρωση στο Εγώ δίνει άριστα η παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη. Ένας Μακμπέθ με πολύ καλές ερμηνείες στους βασικούς ήρωες, με κάποιους από τους δεύτερους ρόλους επίσης καλούς, με υπέροχα σκηνικά και φωτισμούς, με ευρήματα σκηνοθετικά που κρατούσαν το ενδιαφέρον της πλοκής. Παρ’ όλα αυτά, βρέθηκα να μην είμαι ενθουσιασμένος από το τελικό αποτέλεσμα. Στην απορία μου γιατί συνέβαινε αυτό, ανέτρεξα ξανά στο όλον της παράστασης.
Τα σκηνικά της Εύας Νάθενα, σε ένα έντονο βαθύ κόκκινο, σου υπενθύμιζαν το συνεχές λουτρό αίματος. Με έναν υπέροχο κόκκινο τοίχο, με τις πολυθρόνες-θρόνους του βασιλικού ζεύγους, καρφωμένες σε διάφορα ύψη πάνω σ’ αυτόν. Για να φτάσει στη δική του, ο Μακμπέθ έπρεπε να αναρριχηθεί, χρησιμοποιώντας τις καρφωμένες στον τοίχο, αιματοβαμμένες παλάμες χεριών, σαν κι αυτές που απέκτησε ο ίδιος έπειτα από τους συνεχείς φόνους. Οι τρεις μάγισσες, ντυμένες στο ίδιο κόκκινο όπως και οι κουρτίνες της αυλαίας.
Πολύ ξεχωριστή η σκηνή όπου, όταν η συνέργεια του ζεύγους στη συνωμοσία κορυφώνεται, οι δυο τους πλησιάζουν από τα δυο άκρα της σκηνής, κλείνοντας ταυτόχρονα τις κουρτίνες της αυλαίας που ήταν πιασμένες στα ρούχα τους (όχι πρωτότυπο εύρημα, αλλά πάντα εντυπωσιακό).
Η σκηνή της Λαίδης λίγο πριν να τρελαθεί είναι εξόχως λειτουργική, καθώς διασχίζει τη σκηνή με φόρεμα που τελειώνει σε μια ουρά πολλών μέτρων κόκκινου υφάσματος, το οποίο σέρνει με δυσκολία, δείχνοντας, έτσι, το βάρος όλων των εγκλημάτων καθώς, κυριολεκτικά, πασχίζει να σύρει τα ατέλειωτα μέτρα υφάσματος, ενώ ένας έντρομος Μακμπέθ την παρατηρεί. Ένας τεράστιος καθρέφτης, που αντανακλά την υπεροψία ή την «πίσω» πλευρά της πραγματικότητας του Μακμπέθ και της Λαίδης, είναι πολύ καθοριστικός (αλλά λάθος να κατεβαίνει στη σκηνή ενώ διαδραματιζόταν το έργο, μιας και η μεγάλη επιφάνειά του, με την κάθοδό του, παλλόταν κι έτσι παραποιούσε τις αντανακλάσεις μέχρι να σταθεροποιηθεί, «κλέβοντας» το βλέμμα μας από τη δράση του έργου· υπέροχο εύρημα, όμως, όταν άνοιγε η σκηνή και ο καθρέφτης ήταν σταθερός). Τα σκηνικά γενικά λειτουργικά και εμπνευσμένα, έπαιζαν το ρόλο τους στην εξέλιξη του έργου, όπως τα ογκώδη άλογα στο βάθος της σκηνής για την αναπαράσταση της μάχης στην αρχή του έργου. Τα κοστούμια ενταγμένα σε μια κλασική παρουσίαση του έργου χωρίς καμιά προσπάθεια μοντέρνας προσαρμογής, έδιναν πολύ καλά το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματιζόταν η υπόθεση.
Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα πολύ καλοί και σε κάποιες σκηνές καθοριστικοί. Παρέπεμπαν συχνά στη σκοτεινή εξέλιξη της συνωμοσίας.
Οι καταπληκτικές μάγισσες των Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Ράνιας Οικονομίδου και Βασίλη Καραμπούλα ήταν εμβληματικό μέρος της παράστασης, με έναν υπέροχο σαρκασμό στους ρόλους τους. Η σκηνή όπου η Κωνσταντινίδου είναι επιστάτης της πύλης για την κόλαση είναι, ίσως, σκηνή ανθολογίας. Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, πολύ καλός στο ρόλο του Μακντάφ, ανέδειξε το χαρακτήρα με την ερμηνεία του. Αντάξιος στο ρόλο του Μπάνκουο, ο Ορέστης Τσιόβας. Ο Γιώργος Μπινιάρης, ένας πολύ καλός ηθοποιός, (είχε ερμηνεύσει έναν εξαιρετικό υπηρέτη, πέρσι, στο Βυσσινόκηπο, σε σκηνοθεσία Μαρκουλάκη) δεν ήταν καλή επιλογή για το εκτόπισμα που χρειάζεται ένας Βασιλιάς. Είχε την εμφάνιση για κάτι τέτοιο, αλλά όχι την εκφορά του λόγου.
Σημαντική η συνομιλία του Μακμπέθ με το μικρό Τζέο Πακίτσα, ως γιου του Μακντάφ, αλλά η ιδιαιτερότητα εκφοράς του (καθημερινού) λόγου του, δεν ταίριαζε, στις αλήθειες που ξεστόμιζε η αθωότητα ενός παιδιού προς το βασιλιά.
Όχι καλά συντονισμένη η σκηνή της γιορτής, όταν παράλληλα συνέβαινε ο φόνος του Μπάνκουο από δολοφόνους σταλμένους από το Μακμπέθ. Ένα μακρύ επιβλητικό τραπέζι γιορτής, τοποθετημένο, όμως, στο βάθος της σκηνής, έκανε δύσκολο, λόγω ακουστικής, το να κατανοήσει κανείς τα λόγια των πρωταγωνιστών· είτε της Λαίδης είτε του Μακμπέθ, όταν από το πρόσθιο μέρος της σκηνής, βρέθηκε και αυτός στο βάθος, ενώ μπροστά είχαμε και τους τρεις δολοφόνους να συνομιλούν μαζί του. Στην ίδια σκηνή, οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες-άρχοντες, δεν είχαν μεν διάλογους, αλλά δεν ερμήνευαν καν κινησιολογικά το ρόλο τους, όσην ώρα βρέθηκαν γύρω από το τραπέζι ή καθώς η Λαίδη τούς έδιωχνε από τη γιορτή. Παρεμπιπτόντως, σπουδαία η ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου συνολικά στο ρόλο της Λαίδης και πολύ πειστικός ο Δημήτρης Λιγνάδης σαν Μακμπέθ.
Τι έφταιξε, λοιπόν, για τη «γεύση» ανικανοποίητου που είχα στο τέλος της παράστασης; Μήπως η προσωπική μου προσδοκία για μια ακόμη εξαιρετική ερμηνεία του Δημήτρη Λιγνάδη (μιας και μας έχει καλομάθει σε τέτοιες ερμηνείες); Μήπως η μετάφραση, που δεν απηχούσε απόλυτα το αγγλικό κείμενο, πιθανόν σε μια προσπάθεια συντόμευσης κάποιων σκηνών; Γιατί δεν κατάφερα να χαρώ την ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου;
Κατέληξα ότι έχουμε ένα έργο που έχει μια συνεχή, γοργή δράση με αλλεπάλληλες ανατροπές. Ότι η εξέλιξη του χαρακτήρα των ηρώων είναι εντυπωσιακή: από τη νίκη στη συντριβή, από τα ψηλά στα χαμηλά, με αλλεπάλληλα εγκλήματα. Το έργο, με συνεχείς ανατροπές και συνωμοσίες, σε οδηγεί από την ανέλιξη στην καταβύθιση του Μακμπέθ. Δηλαδή, έχουμε ένα έργο που τα δομικά του στοιχεία, αυτή η γοργή ροή, το κάνουν δύσκολο για το θεατή, ο οποίος δεν «προλαβαίνει» να αφομοιώσει τις αλλεπάλληλες εξελίξεις. Με αποτέλεσμα, ενώ έχουμε ένα τέτοιο δυνατό «σενάριο» από τον Σαίξπηρ, το οποίο σε κρατά σε εγρήγορση, κι ενώ οι συγκεκριμένες ερμηνείες σε συνεπαίρνουν, τελικά μια αναπόφευκτη επιλογή επιτάχυνσης στη σκηνοθεσία δίνει την αίσθηση ότι η ερμηνεία των συντελεστών ακολουθεί τη γρηγοράδα της δράσης μάλλον, παρά το αντίστροφο. Έτσι, δεν προλαβαίνεις να «βυθιστείς» στην εξέλιξη του έργου, να διαπιστώσεις την πορεία των χαρακτήρων, των ηρώων. Εισπράττεις μια αίσθηση ότι «τρέχουμε»! Οι συνεχείς ανατροπές ή και τα δευτερεύοντα στοιχεία έμοιαζαν να δημιουργούν «κοιλιά» στη δράση, χωρίς να σε οδηγούν, σα θεατή, σε μια κορύφωση.
Πιστεύω ότι το έργο χρειαζόταν μια διαχείριση που θα έφερνε «παύσεις», νησίδες σκηνοθετικές, οι οποίες θα έδιναν τη δυνατότητα στους θεατές να εξοικειωθούν με την εξέλιξη των χαρακτήρων κάθε φορά, απολαμβάνοντας τη συνέχεια στη δράση μέσα από την ερμηνεία των ρόλων. Η διακοπή της εξέλιξης της δράσης, με την παρέμβαση των μαγισσών και την αλλαγή των φωτισμών, επικεντρωμένων μόνο πάνω τους, απομονώνοντας στο σκοτάδι όλη την υπόλοιπη σκηνή, ήταν μια από αυτές τις «νησίδες».
Προσωπικά (και) σα φωτογράφος, θα έβλεπα το φωτισμό σα μια επιπλέον λύση. Ίσως χρειαζόταν να «επιστρατευτούν» οι φωτισμοί περισσότερο, επικεντρωμένοι στα πρόσωπα των ηρώων, στις σημαντικές ρήσεις τους ή στις καθοριστικές στιγμές της εξέλιξης, π.χ. ο έντονος φωτισμός σε ένα σπαθί, σκοτεινιάζοντας το υπόλοιπο σώμα του ήρωα, θα έδινε μια βαρύτητα στη στιγμή και, ταυτόχρονα, την ευκαιρία στο θεατή να αφομοιώσει τα συμβάντα. Αυτό το μοντέλο θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να ακολουθηθεί ευρέως. Άλλωστε έχουμε ένα έργο δαιμόνων και δαιμονίων, γεμάτο σκιές, είτε λόγω της όλης δράσης στο σκοτάδι, είτε λόγω του ψυχισμού των ηρώων, με όλες αυτές τις ίντριγκες. Ένα παιχνίδι με το φως θα έδινε άλλο βάρος στην όλη παράσταση.