Δυστυχής! Παρηγορία
Μόνη σου έμενε να λες
Περασμένα μεγαλεία
Και διηγώντας τα να κλαις.
Διονύσιος Σολωμός, «Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν»
Επ’ ευκαιρία της 25ης Μαρτίου, αν ανατρέξουμε στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, θα βρούμε αυτό το τετράστιχο να περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα σήμερα.
Εν μέσω ζαριών και τουαλετών με μαιάνδρους είναι σαφές πια ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι στο συλλογικό ασυνείδητο διαστρεβλωμένος. Υπάρχει δε ένα τεράστιο χάσμα, που τον χωρίζει από τις νέες γενιές και κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη μετάδοσή του, με κίνδυνο ίσως και στο πέρας του χρόνου να χαθεί σημαντικό μέρος του.
Γι’ αυτό όμως δεν μπορούν αποκλειστικά να αποδοθούν ευθύνες σε ένα τραγούδι ή σε κάποια ρούχα, όσο κι αν δεν μας αρέσουν. Είναι βέβαια δύσκολο να καταπιούμε το γεγονός ότι η κακογουστιά πληρώνεται τόσο αδρά σε μια εποχή όπου το σύστημα υγείας είναι εντελώς διαλυμένο. Αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση, που της αξίζει να γίνει ξεχωριστά.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια εποχή όπου ο ελληνικός πολιτισμός αντιμετωπίζεται ως κάτι που δεν έχει ενδιαφέρον και που εύκολα αναμιγνύεται εντελώς αλλόκοτα με σύγχρονες μόδες και τάσεις. Φυσικά δεν πρέπει να θεωρούμε ότι δεν θα υπάρχουν σύγχρονες μόδες και τάσεις, αλλά είναι σημαντικό για την ταυτότητά μας να γνωρίζουμε κάποια βασικά σε σχέση με το τι έχει υπάρξει πολιτισμικά στη χώρα που γεννηθήκαμε. Αν δεν συμβαίνει αυτό, δεν έχουν όμως κάποια ευθύνη οι έχοντες αυτήν την πολιτισμική γνώση;
Έχω την αίσθηση ότι η γνώση στη χώρα μας αντιμετωπίζεται ως ένα αγαθό που κάποιος αποκτά σίγουρα με πολύ κόπο και ικανότητες, ίσως και με θυσίες, αλλά χωρίς διάθεση να τη μοιραστεί με την κοινωνία. Επίσης, η γνώση μερικές φορές συνοδεύεται από κάποια σοβαροφάνεια που μπορεί να είναι από βαρετή μέχρι και εκνευριστική ή ακόμη και αλαζονεία. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο βυζαντινολόγος ήρωας Κατακουζηνός, που μελετούσε το αποχετευτικό σύστημα στο Βυζάντιο σε δημοφιλές σήριαλ, ήταν μια καρικατούρα που άγγιξε πάρα πολύ την ελληνική κοινωνία.
Η γνώση, λοιπόν, όταν της αρκεί να βρίσκεται καδραρισμένη ή χαίρεται υπερβολικά με τους τίτλους της, όταν παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό της και υποτιμά όσους είναι έξω από εκείνη, όταν δεν ενδιαφέρεται για το συμβαίνει πρακτικά γύρω της και δεν έχει καμία διάθεση να μεταδοθεί στις νέες γενιές καθίσταται τελικά ανεπαρκής μοχλός μετάδοσης του πολιτισμού μιας χώρας. Εν τέλει, καταλήγει να καίγεται από οργισμένους όχλους τυφλωμένων νέων, στους οποίους δεν έφτασε ποτέ.
Η πραγματικότητα είναι όμως ότι ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι καθόλου βαρετός. Δεν είναι βαρετός ο Όμηρος, ούτε ο Ευριπίδης και η Ιστορία θα μπορούσε να γίνει ένα συναρπαστικό μάθημα στα σχολεία, αν τα βιβλία γράφονταν όχι με στείρο τρόπο και όχι σε μια προσπάθεια να αναπαραχθεί απλώς αυτό που έχει μαθευτεί. Η Ιστορία θα έπρεπε να είναι το πιο ολοζώντανο μάθημα, γεμάτο φωτογραφικό υλικό ή υλικό από εφημερίδες, περιπάτους, συζήτηση, μαρτυρίες και τελικά εκείνο το μάθημα που μας κάνει να αναλογιζόμαστε πώς θα προχωρήσουμε στο σήμερα.
Με άλλα λόγια, επειδή ο ναρκισσισμός δεν πλήττει μόνο τους ωραιοπαθείς αλλά και επιτυχημένους ανθρώπους κάθε είδους, θα ήταν ίσως σημαντικό να πούμε ότι ο άνθρωπος που κατέχει στ’ αλήθεια τη γνώση και που όντως την αγαπά, δεν κρύβεται πίσω από το περίπλοκο και βλέπει πέρα από τη μύτη του. Το πάθος του για τη γνώση που έχει τον κάνει ενθουσιώδη, θέλει να τη μοιραστεί, θέλει να προσκαλέσει όσο το δυνατόν περισσότερους να δουν αυτό που έχει δει.
Στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη ο Περικλής λέει:
«φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας»
Θα μπορούσε το δεύτερο μέρος να ειπωθεί και στη νέα ελληνική. Στην πραγματικότητα, όμως, η φράση αυτή σημαίνει:
«αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και φιλοσοφούμε χωρίς μαλθακότητα».
Ή κάποτε ο πιο σύγχρονος Σεφέρης έγραψε αυτόν τον στίχο σχετικά:
«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.»
Οπότε, για τη σημερινή πολιτισμική κατάσταση του νεοέλληνα, θα πρέπει να κάνουν όλοι την αυτοκριτική τους. Πάνω από όλα, οι έχοντες τη γνώση του ελληνικού πολιτισμού θα πρέπει να αναρωτηθούν αν τις προηγούμενες δεκαετίες ενδιαφέρθηκαν στ’ αλήθεια να τη μεταδώσουν όπως πρέπει να μεταδίδεται και όπως αρμόζει στον ελληνικό πολιτισμό. Απλά.