Η φήμη – αυτό το σφαγείο.
(Τάσος Λειβαδίτης)
Γιατί είναι τόσο βαρετές οι γιορτές των εθνικών επετείων, είτε γίνονται στο σχολείο είτε σε άλλους φορείς;
Γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει τις δηλώσεις των πολιτικών επί τη ευκαιρία των εθνικών επετείων;
Μετά την μεταπολίτευση η κυρίαρχη αφήγηση ήταν ότι επρόκειτο για ανιαρές επαναλήψεις, βερμπαλισμούς, κούφια λόγια, κλισέ κτλ, πασπαλισμένα με εθνικοφροσύνη. Γι’ αυτό και οι δηλώσεις άλλαξαν όταν την διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβαν οι ‘προοδευτικές’ δυνάμεις. Έκαναν πλέον αναφορά στο ταξικό νόημα των αγώνων του έθνους, στην κοινωνική απελευθέρωση κ.ο.κ.
Καί παρέμειναν εξ ίσου θανάσιμα ανούσιες. Μέχρι σήμερα. Και καθημερινά αποδεικνύεται ότι δεν φταίει η πολιτική τοποθέτηση για την κακοδαιμονία. *
Θα αποπειραθώ μιαν υπόθεση. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ιδεολογικό περιεχόμενο, αλλά σε μια χρόνια ενδημική παθολογία, της οποία πέφτει θύμα κάθε ιδεολογία.
Και δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για έναν ψυχοκοινωνικό νόμο ο οποίος διέπει τα πλήθη εν γένει. Απλώς κάθε λαός είναι περισσότερο ή λιγότερο επιρρεπής σε αυτόν, ανάλογα με την ιδιομορφία του. Μάλλον, ανάλογα με την σχέση που έχει αναπτύξει μέσα του μεταξύ παρελθόντος, παρόντος, και μέλλοντος. Ως γνωστόν, εδώ οι επιδόσεις των νεοελλήνων δεν είναι καθόλου καλές.
Και ποιος είναι αυτός ο νόμος; Ότι το πλήθος δεν θέλει πραγματικότητα, θέλει μύθο. Δεν ζητά την ιστορική αλήθεια, απαιτεί την εξιδανίκευση του παρελθόντος. Απεχθάνεται την ανάλυση και διψά για στερεότυπα.
Αυτά όλα είναι αναπόφευκτα, ακόμη και χρήσιμα, στην νηπιακή, άντε και στην παιδική ηλικία. Όμως δεν συνιστούν τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται ένας ενήλικος. Με άλλα λόγια, μια επέτειος έχει νόημα όταν ο τρόπος εορτασμού της βοηθά τους πολίτες να αντιληφθούν γιατί τα γεγονότα έγιναν έτσι και όχι αλλιώς, ποιες ήταν οι αρετές και ποια τα λάθη των τότε πολιτικών και του λαού μας, ποιες ήταν οι άγνωστες πτυχές της ζωής των απλών ανθρώπων και των αφανών ηρώων, πώς επηρέασαν εκείνες οι ιστορικές εξελίξεις τα επόμενα χρόνια μέχρι και σήμερα, ποια υπαρξιακή σημασία έχουν τα γεγονότα αυτά για εμάς, με αποκορύφωμα του προβληματισμού την κρίσιμη διερώτηση για τον καθένα μας τι θα κάναμε αν βρισκόμασταν εκτεθειμένοι σε παρόμοιες συνθήκες.
Είναι φανερό ότι δεν γνωρίζουμε να οργανώνουμε τέτοιους εορτασμούς επετείων. Σπάνια συναντούμε διαμάντια σε κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές ή βιβλία, ή μεμονωμένα σχολεία, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως η μεγάλη μάζα των πολιτών αφήνεται να υποκύψει στην βολική λύση που ανέπτυξα πιο πάνω. Δεν είναι ολόκληρη η ευθύνη δική τους αφού δεν τους παρουσιάζεται και άλλη εκδοχή. *
Ο εορτασμός των επετείων σύμφωνα με το νόμο του πλήθους, όπως επιγραμματικά τον εξέθεσα, συμπαρασύρει στην αυταπάτη και τα ιστορικά πρόσωπα. Οι ήρωες δεν γίνονται αντιληπτοί από πολύ κόσμο ως κανονικοί άνθρωποι, αλλά σαν ημίθεοι. Δεν γινόμαστε κοινωνοί των διλημμάτων τους και της αγωνίας τους, όπως τα βίωσαν μέσα στις πραγματικές συνθήκες τους, αλλά ‘καταναλώνουμε’ σαν εύκολες και αυτονόητες επιλογές τις αποφάσεις τους.
Υπάρχει ένα σπουδαίο διήγημα (δυστυχώς δεν θυμάμαι τίτλο και συγγραφέα) στο οποίο κατά τους πρώτους μήνες του ελληνοϊταλικού πολέμου κάποιοι φίλοι συναντούν σε ένα εστιατόριο να τρώει μόνος του ένας στρατιώτης που έχει επιστρέψει από το μέτωπο. Τον περικυκλώνουν, λοιπόν, όλο ενδιαφέρον, ζητώντας του να επιβεβαιώσει όλα τα στερεότυπα που έχουν ακούσει: αν φοράνε συγκεκριμένα εξαρτήματα της στολής του εύζωνα, αν φωνάζουν ‘αέρα!’, αν, αν… κτλ. Ο ταλαίπωρος στρατιώτης, με ύφος που δεν θυμίζει καθόλου ήρωα (ποιο να είναι αυτό, άραγε;), ψελλίζει απαντήσεις αναιμικές, που αποτελούν μεν την προσωπική του αλήθεια, αλλά δεν συμπίπτουν με τις τυποποιημένες προσδοκίες των ερωτώντων. Κωμικό και τραγικό ταυτόχρονα, το διήγημα αυτό εξεικονίζει κατά τον καλύτερο τρόπο το παθολογικό φαινόμενο που περιγράφουμε.
Ίσως έτσι να εξηγείται ψυχολογικά η γνωστή φράση «αλλοίμονο στό λαό πού έχει ανάγκη από ήρωες». Όχι ότι δέν υπάρχουν ήρωες, αλλά απλώς α) δέν είναι όπως οι πολλοί τούς νομίζουν καί β) δικαιώνεται η εξύμνησή τους μόνο όταν συμβάλλει στήν κοινωνική και εθνική ανέλιξη των επιγόνων, ενώ η επίκλησή τους γίνεται καταστροφική όταν οδηγούν σέ νηπιακή καθήλωση.
Ο ήρωας αναδεικνύεται από τήν εκάστοτε ηγεμονεύουσα ιστοριογραφία, καθώς καί από από τούς θεσμικούς εκείνους φορείς πού είναι υπεύθυνοι γιά τήν εορταστική διαχείριση της μνήμης. Δέν κατασκευάζεται εκ τοῦ μηδενός, αλλά στήν τελική του ‘πωλήσιμη’ μορφή είτε έχουν μεγαλοποιηθεί τά επιτεύγματά του είτε έχουν αποσιωπηθεί τά σκοτεινά του σημεία. Η κατασκευή του ήρωα, δηλαδή, συνεπάγεται πάντοτε ένα βαθμό εξιδανίκευσης.
Η απλοποίηση της ζωής του ήρωα σέ λίγους στερεότυπους άξονες αποτελεί βασικό όρο επεξεργασίας της προκειμένου νά προσφερθεί σέ μεγάλους αριθμούς ανθρώπων – και αυτό είναι μια διαπιστωτική, όχι κανονιστική φράση. Είναι σύμφυτη μέ τή μαζική κουλτούρα η οποία είναι απρόθυμη νά απασχολείται μέ κουραστικές λεπτομέρειες. Τό προσφερόμενο υλικό πρέπει νά τυποποιηθεί έτσι ώστε ο ήρωας νά μείνει στή συλλογική μνήμη γιά κάποια σαφή καί συγκεκριμένα πράγματα, χωρίς ἀποχρώσεις, μέ τή λογική τοῦ αντανακλαστικού συνειρμού. Μαζική κουλτούρα σημαίνει πάντοτε αυτοματισμούς, οι οποίοι μοιραία συνεπάγονται αλλοίωση καί παραμόρφωση. Έτσι ο μύθος, πού τόσο λοιδορήθηκε κατά τούς μοντέρνους καιρούς, επιστρέφει από τήν πίσω πόρτα ψευδεπίγραφος. Διότι, στό βαθμό πού η εξιδανίκευση συσκοτίζει τήν πραγματική ιστορία, ερωτοτροπεί μέ τόν μύθο.
Από την πλευρά της ψυχολογικής σκοπιμότητας, η εξιδανίκευση στοχεύει στήν επούλωση τραυμάτων ή στήν πρόληψή τους. Η εθνική αυτοαντίληψη αναβαθμίζεται από τις προσεκτικά επιλεγμένες χοντροκομμένες πινελιές, ο δε πολίτης εκπαιδεύεται στο να μη νοιάζεται για τις χαρακτηρολογικές ή συγκυριακές αποχρώσεις. Προκειμένου λοιπόν νά μήν αιφνιδιαστεί καί νά μήν πονέσει από αυτές τίς εκπλήξεις της πραγματικής ιστορίας ο εξιδανικεύων πολίτης επιζητεί τήν μυθοποίηση του ήρωα, δηλαδή τήν έξοδό του από χώρο καί χρόνο. Επειδή ο ίδιος πονάει στον χώρο και στον χρόνο. *
Ο κορυφαίος ορθόδοξος θεολόγος του εικοστού αιώνα π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σε αντίθεση με την συντριπτική πλειονότητα τόσο των πιστών όσο και των αδιάφορων, διέθετε καίρια και διορατική ιστορική συνείδηση. Μας παρέδωσε λοιπόν, μεταξύ άλλων, και την παρακάτω φράση-κληρονομιά:
«Ο τελικός σκοπός της ιστορικῆς έρευνας δέν είναι η επικύρωση ορισμένων αντικειμενικών παραγόντων, όπως ημερομηνιών, τοποθεσιών, αριθμών, ονομάτων, καί άλλων παρόμοιων, καθ’ όσον μάλιστα όλα αυτά είναι αναγκαία σάν προκαταρκτικά, αλλά η συνάντηση μέ τίς ζωντανές υπάρξεις... Η ιστορία έχει σάν θέμα σπουδής τήν ιστορία των ανθρωπίνων υπάρξεων στίς αμοιβαίες τους σχέσεις, στίς συγκρούσεις καί επαφές τους, στήν κοινωνική τους επικοινωνία, στήν απομόνωση καί αποξένωσή τους, στήν μεγάλη φιλοδοξία τους καί στήν κακοήθειά τους...
Αντικειμενική γνώση, μέ μαθηματική ακρίβεια, είναι αδύνατη στήν ιστορία. Αυτό πάντως δέν σημαίνει αποτυχία, αφού η ιστορική γνώση δέν είναι γνώση αντικειμένων αλλά ακριβώς γνώση υποκειμένων... Μέ αυτή τήν έννοια, η ιστορική γνώση είναι καί πρέπει νά είναι υπαρξιακή γνώση».[1]
*
Υπό το φως των παραπάνω νομίζω ότι δικαιώνεται ο Τάσος Λειβαδίτης όταν γράφει το παράτολμο μόττο της αρχής. Τις περισσότερες φορές ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η φήμη γίνεται σφαγείο – για την ιστορική αλήθεια, για τους ήρωες, για την ατομική μας ευθύνη.
Η ποίηση βρίσκεται όταν σκάψεις στην πραγματικότητα, όχι στην φαντασίωση.
[1] Χριστιανισμός καί πολιτισμός, εκδ. Πουρναρά, 1982, σ. 55-57. Οι εμφάσεις είναι του πρωτοτύπου.