Τον τελευταίο καιρό έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση για το αν θα πρέπει να εξακολουθεί να ασκείται η γονική μέριμνα των παιδιών και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση, ενόψει και της σύστασης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για θέματα οικογενειακού δικαίου, μεταξύ των οποίων το συγκεκριμένο φαίνεται ότι θ’ αντιμετωπισθεί κατά προτεραιότητα.
Η κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση δεν είναι άγνωστη στο ισχύον δίκαιο του αστικού μας κώδικα, αφού στο άρθρο 1513 ορίζεται ότι η άσκησή της μπορεί να ανατεθεί και στους δύο γονείς, αν συμφωνούν και ορίζουν την κατοικία του παιδιού, ή μπορεί να κατανεμηθεί μεταξύ τους χρονικά ή λειτουργικά, δηλαδή κάποιες αρμοδιότητες να έχει ο ένας γονέας και κάποιες ο άλλος (εκπαίδευση, υγεία, αθλητισμός, κ. λπ.). Η αλήθεια είναι βέβαια ότι υπάρχουν λίγες δικαστικές αποφάσεις, που έχουν κατανείμει τη γονική μέριμνα μεταξύ των γονέων χρονικά ή λειτουργικά.
Εδώ και χρόνια έχουν ιδρυθεί σύλλογοι γονεϊκής ισότητας, που αγωνίζονται να νομοθετηθεί ως υποχρεωτική η κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση. Οι σύλλογοι αυτοί ιδρύθηκαν από πατεράδες, των οποίων οι σύζυγοι ή πρώην σύζυγοι παρεμπόδιζαν ή είχαν αποκλείσει τελείως την επικοινωνία με τα παιδιά τους. Επειδή διαπίστωσαν ότι όλοι οι τρόποι, που παρέχει το δίκαιό μας για τη αντιμετώπιση της παραβίασης της επικοινωνίας, είναι στην πράξη αλυσιτελείς, θεώρησαν ότι ο μόνος τρόπος για να διατηρούν επαφή με τα παιδιά τους και να μετέχουν στην ανατροφή τους είναι η συνεπιμέλεια. Και όπως συμβαίνει συχνά στη χώρα μας, το ζήτημα απολυτοποιήθηκε, ιδεολογικοποιήθηκε και επιδιώκεται με κάθε τρόπο η προβολή και επίτευξη του στόχου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν αρνητικές παράμετροι.
Όταν οι γονείς προχωρούν σε μία «πολιτισμένη» λύση της έγγαμης συμβίωσής τους και προτάσσουν το πραγματικό συμφέρον των παιδιών τους, μπορούν ασκούν από κοινού την επιμέλειά τους, να συναποφασίζουν και να κατανέμουν τις φροντίδες και υποχρεώσεις.
Εάν όμως βρίσκονται σε σκληρή αντιδικία και ο καθένας προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τα παιδιά σε βάρος του άλλου, όπως συχνά συμβαίνει, τότε είναι βέβαιο ότι και νομοθετικά να επιβληθεί η συνεπιμέλεια, σε σύντομο χρόνο θα επιδιώξει ο καθένας να του ανατεθεί εκείνου αποκλειστικά. Εν των μεταξύ τα παιδιά θα έχουν υποστεί ανυπολόγιστη αναστάτωση, ψυχαναγκασμό και ψυχολογική βία με άγνωστες συνέπειες για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Ανάλογα δε με τις δυνατότητες, που θα δίνει ο νόμος για να ανατεθεί στον ένα γονέα η επιμέλεια, υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε ψυχιατρικοποίηση των αντιδικιών, επειδή δεν θα είναι εύκολο να αποδειχθεί η αρνητική συμπεριφορά του κάθε γονέα και θα επιδιώκεται από τον καθένα η σύνταξη παιδοψυχιατρικών γνωματεύσεων για να καταδειχθεί η ακαταλληλότητα του άλλου γονέα, με όποιες αρνητικές συνέπειες θα συνεπάγεται αυτό για τα παιδιά. Δεν αποκλείεται δε να επιδιώκονται και ακούσιες νοσηλείες γονέων για να αποδειχθεί η «ακαταλληλότητά» τους. Είναι εξάλλου άγνωστο πως θα συνεκτιμάται η γνώμη των παιδιών, όταν δεν επιθυμούν να διαβιούν με εναλασσόμενη κατοικία, αφού τα περισσότερα παιδιά κάθε ηλικίας και άριστες σχέσεις να έχουν με τους δύο γονείς επιθυμούν να ζουν σε σταθερό περιβάλλον.
Άλλες παράμετροι, που δεν πρέπει να αγνοηθούν είναι οι ακόλουθες. Αν οι γονείς διακατέχονται από διαφορετική φιλοσοφία ως προς την ανατροφή των παιδιών και το ζήτημα αυτό αποτέλεσε έναν από τους λόγους κλονισμού της συμβίωσής τους, τα παιδιά θα ανατρέφονται με διαφορετική εναλασσόμενη παιδαγωγική συμπεριφορά, π. χ. στον ένα γονέα πιο φιλελεύθερα και στον άλλο με περισσότερη αυστηρότητα και έλεγχο. Πολλοί πατέρες εξάλλου αδυνατούν αντικειμενικά να αναλάβουν μέρος της επιμέλειας των παιδιών τους και γι αυτό δεν το επιδιώκουν και αρκούνται στην επικοινωνία, ενώ άλλοι, που το διεκδικούν, στην πράξη αναθέτουν την άσκησή της στους γονείς ή τ’ αδέλφια τους, αλλά τότε δεν πρόκειται για γονεϊκή συνεπιμέλεια.
Οι προβληματισμοί αυτοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν ενδείκνυται η υποχρεωτική επιβολή της συνεπιμέλειας, αλλά αρκεί να αφεθεί στο δικαστή η διακριτική ευχέρεια να την ορίζει, όταν διαπιστώνει ότι θα λειτουργήσει θετικά, ανεξαρτήτως του αν συμφωνούν οι γονείς, οι οποίοι στην πραγματικότητα μπορεί να αντιδικούν για οικονομικές διαφορές. Εδώ βέβαια τίθεται το ζήτημα της ανυπαρξίας στο δίκαιό μας εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστών, που θα συνεπικουρούνται από ψυχολόγους ή κοινωνικούς λειτουργούς και δεν θα δικάζουν με τους συνήθεις κανόνες της πολιτικής δικονομίας. Παρότι έχει κατατεθεί από το 2014 σχέδιο νόμου της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου για την εισαγωγή του θεσμού των οικογενειακών δικαστηρίων, πέντε διαδοχικοί μέχρι σήμερα υπουργοί δικαιοσύνης δεν έχουν επιδείξει ενδιαφέρον για την προώθησή τους. Ούτε όμως και οι σύλλογοι γονεϊκής ισότητας φαίνεται να τα περιλαμβάνουν στα αιτήματά τους.
Τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής διαθέτουν την εμπειρία και την ευαισθησία να συνεκτιμήσουν αντικειμενικά όλες τις παραμέτρους του ζητήματος και να εισηγηθούν νομοθετική ρύθμιση, που θα εξυπηρετήσει πραγματικά το συμφέρον των παιδιών.