Ο περιορισμός των δημοσίων συναθροίσεων στην Ελλάδα αποτελεί ένα καυτό θέμα που καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να αγγίξει κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Παρ’ότι το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 11 καλεί τον νομοθέτη να εξειδικεύσει τους περιορισμούς στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι με βάση τις επιταγές του , έπρεπε να φτάσουμε στο 2020 για να αναλάβει μια κυβέρνηση νομοθετική πρωτοβουλία πάνω στο ζήτημα.Σε αυτά τα έτη από την υιοθέτηση του ισχύοντος Συντάγματος μέχρι και σήμερα οδηγηθήκαμε ακόμα και σε de facto εφαρμογή των μη αντισυνταγματικών, χουντικής προέλευσης άρθρων του νομοθετικού διατάγματος 794/1971.
Διαβάστε επίσης: Μ. Χρυσοχοΐδης: Ο νόμος για τις δημόσιες συναθροίσεις θα εφαρμοστεί
Είναι όμως, πέρα από την πρόδηλη ανάγκη να καλυφθεί αυτό το νομοθετικό κενό, σύμφωνο με το Σύνταγμα το νέο νομοσχέδιο που καλείται να ψηφίσει η Βουλή;
“Το επίμαχο νομοσχέδιο δημιουργεί δημόσιες συγκεντρώσεις δύο ταχυτήτων. Με τον όρο δύναται να επιτραπεί, ουσιαστικά οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις καθίστανται κατ’αρχήν απαγορευμένες οι οποίες μπορούν να επιτραπούν υπό συνθήκες.”
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης αγγίζει τα άκρα όρια της συνταγματικότητας, τα οποία κάποιες φορές υπερβαίνει.
Το άρθρο 11 του Συντάγματος ορίζει στην πρώτη παράγραφο ότι: «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα.» ενώ στη συνέχεια εξειδικεύει ακόμα περισσότερο ορίζοντας ότι: « ... Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής , γενικά αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια , σε ορισμένη δε περιοχή , αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.».
Ο πρώτος προβληματισμός γεννάται από τη διάταξη του νομοσχεδίου που ορίζει ότι: «αυθόρμητη συνάθροιση, που δεν έχει γνωστοποιηθεί, δύναται να επιτραπεί.... ».Tο συνταγματικό κείμενο δεν κάνει κάποια διάκριση ανάμεσα σε αυθόρμητες ή μη συγκεντρώσεις και κατ′ επέκταση προστατεύει στον ίδιο βαθμό και τις δύο. Εκτός των άλλων το άρθρο 11 δημιουργεί μια θετική υποχρέωση του Κράτους, μέσω των οργάνων του, να διασφαλίσει τις ομαλές συνθήκες άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, περιορίζοντας το, μόνο σεβόμενο την αρχή της αναλογικότητας ούτως ώστε να προστατευτεί η δημόσια ασφάλεια και να μη διασαλευτεί σοβαρά η κοινωνικοοικονομική ζωή. Το επίμαχο νομοσχέδιο δημιουργεί δημόσιες συγκεντρώσεις δύο ταχυτήτων. Με τον όρο δύναται να επιτραπεί, ουσιαστικά οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις καθίστανται κατ’αρχήν απαγορευμένες οι οποίες μπορούν να επιτραπούν υπό συνθήκες. Εν προκειμένω η εφαρμογή του δικαιώματος από κανόνας καθίσταται εξαίρεση κατά διαστρέβλωση της βούλησης του συντάκτη του Συντάγματος. Αυτός ο γενικός και αόριστος περιορισμός των αυθόρμητων συγκεντρώσεων έρχεται και σε αντίθεση και με την κυρίαρχη θεωρία (Δαγτόγλου, Μπακόπουλος), η οποία αντιλαμβάνεται τέτοιου είδους περιορισμούς ως πλήρη αναστολή του δικαιώματος.
“...η αστυνομία αντί να προστατεύσει μια διαδήλωση από παρείσακτους που τελούν αξιόποινες πράξεις θα μπορεί να τη διαλύσει συμπαρασύροντας και την εφαρμογή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.”
Επιπροσθέτως, ένα άλλο ζήτημα είναι η διάλυση κάποιας εν εξελίξει συγκέντρωσης από την αστυνομική αρχή. Στο νομοσχέδιο ορίζεται ότι μια συγκέντρωση μπορεί να διαλυθεί εκτός των άλλων « όταν λαμβάνει χώρα χωρίς να έχει γνωστοποιηθεί ... ». Η διάλυση μιας δημόσιας συνάθροισης δεν μπορεί να είναι ο κανόνας αλλά το έσχατο μέσο (ultimum refugium) και πάντα μετά από στάθμιση ως προς την αναλογικότητα του μέτρου ( διάλυση) με τον επιδιωκόμενο σκοπό (προστασία έννομων αγαθών). Δηλαδή, αν υπάρχει ηπιότερο μέτρο από τη διάλυση ούτως ώστε να προστατευτεί η δημόσια ασφάλεια και η κοινωνικοικονομική ζωή τότε πρέπει να εφαρμοστεί αυτό ούτως ώστε να προστατευτεί επαρκώς και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Η παράλειψη γνωστοποίησης από μόνη της,προφανώς δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή αιτιολογία και δε θεμελιώνει δικαίωμα στην αστυνομία για τη διάλυση μιας συγκέντρωσης (Δαγτόγλου). Η συγκεκριμένη διάταξη πάσχει συνταγματικά, διευρύνοντας την εξουσία της αστυνομίας σε βαθμό που δεν μπορεί να είναι επιτρεπτός.
Τέλος το νομοσχέδιο ορίζει ότι: «η διάλυση δύναται να διαταχθεί όταν [η συγκέντρωση] μετατρέπεται σε βίαιη με τη διάπραξη σοβαρών αξιόποινων πράξεων όπως επιθέσεων κατά προσώπων, εμπρησμών, φθορών δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας και ιδίως σε περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται αυτοσχέδιο εκρηκτικοί και εμπρηστικοί μηχανισμοί, φωτοβολίδες, αιχμηρά αντικείμενα ή από τη συνέχιση της προκαλείται άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής ή σωματικής βλάβης.». Ουσιαστικά εδώ το νομοσχέδιο ορίζοντας τη βίαιη συγκέντρωση, ερμηνεύει εξ′ αντιδιαστολής τις έννοιες της ήσυχης και άοπλης συνάθροισης που προστατεύει το Σύνταγμα. Κατά την απόψη της θεωρίας (Καραγιαννίδης) ο ήσυχος χαρακτήρας μιας συνάθροισης δεν αναιρείται από τυχόν βιαιοπραγίες μεμονωμένων προσώπων, αντιδιαδηλωτών ή εκ παρεσφρήσεως τρίτων προσώπων σε αυτήν, τους οποίους η αστυνομία οφείλει να απομακρύνει, αντί να διαλύσει τη συνάθροιση. Ο συντάκτης του νομοσχεδίου, εξαρτώντας τον ορισμό της βίαιης συγκέντρωσης αποκλειστικά από την τέλεση αξιόποινων πράξεων και χρήση συγκεκριμένων αντικειμένων, παραλείποντας να προβεί σε διευκρινήσεις για τις μεμονωμένες πράξεις συγκεκριμένων τρίτων προσώπων, δίνει δικαίωμα σε αυθαίρετη διάλυση μετά από προβοκάτσιες από τυχόν παρακρατικούς και τρίτους. Έτσι η αστυνομία αντί να προστατεύσει μια διαδήλωση από παρείσακτους που τελούν αξιόποινες πράξεις θα μπορεί να τη διαλύσει συμπαρασύροντας και την εφαρμογή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.
Συνοψίζοντας, παρ’ότι η οριοθέτηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι από τον νομοθέτη ήταν αναγκαία, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί σε πολλά σημεία του κατάχρηση της συνταγματικής εξουσιοδότησης και ανοίγει την κερκόπορτα για διάλυση συγκεντρώσεων κατά τρόπο αντισυνταγματικό και κατά παρέκκλιση κάθε έννοιας του κράτους δικαίου. Σε ένα κράτος που εγείρονται προβληματισμοί για την αστυνομική αυθαιρεσία από ανεξάρτητες διεθνείς οργανώσεις όπως π.χ. η Διεθνή Αμνηστία, της δίνεται η δυνατότητα να αυθαιρετεί κατά τρόπο απαράδεκτο.