Είναι βέβαιο ότι η τουρκική αντιπολίτευση επιθυμεί να επικρατήσει στις επερχόμενες εκλογές;

Και γιατί ακόμη και η ευμενέστερη εξέλιξη δεν απαλλάσσει την Ελλάδα και την Κύπρο από τον τουρκικό ηγεμονισμό.
Anadolu Agency via Getty Images

Σύμφωνα με το τουρκικό σύνταγμα, οι γενικές εκλογές στη γειτονική χώρα θα διεξαχθούν, τόσο για την ανάδειξη του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας όσο και για την εκλογή των μελών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, την 18η Ιουνίου του 2023. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κυβερνά αδιαλείπτως την Τουρκία από το 2002, αμφισβητώντας τις κεμαλικές δομές της, έχοντας αλλάξει τον φιλοδυτικό της προσανατολισμό και υιοθετώντας σταδιακά έναν εντεινόμενο πολιτικό αυταρχισμό κι έναν σαφή κοινωνικό συντηρητισμό με έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο.

Στις αρχές του 2022 οι ηγέτες των έξι αντιπολιτευόμενων κομμάτων στην Τουρκία αποφάσισαν να συνασπιστούν εναντίον του κυβερνόντος κόμματος κι εφ’ όσον επικρατήσουν στις επόμενες εκλογές να επαναφέρουν στη χώρα το προηγούμενο σύστημα διακυβέρνησης. Η ανθρωπογεωγραφία και η ποικιλομορφία του αντιπολιτευόμενου χώρου είναι εντυπωσιακή, αλλά δημιουργεί και εύλογους προβληματισμούς σχετικά με την δυνατότητα σύμπλευσης υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Αναλυτικότερα την τουρκική αντιπολίτευση συναπατρίζουν:

Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) - του θεματοφύλακας της κεμαλικής ιδεολογίας- με πρόεδρο τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Το επονομαζόμενο Καλό Κόμμα (İYİ), με ξεκάθαρα εθνικιστικό προσανατολισμό και πρόεδρο τη Μεράλ Ακσενέρ.

Το αντιδυτικό και φιλοϊσλαμικό Κόμμα της Ευδαιμονίας (Saadet) με πρόεδρο τον Τεμέλ Καραμολάογλου.

Το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα (DP) του Γκιουλτεκίν Ουισάλ και ιδεολογικά εγγύτερα στο CHP.

Τέλος, το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA) του Αλί Μπαμπατζάν και το Κόμμα του Μέλλοντος (Gelecek) του Αχμέτ Νταβούτογλου, αμφότεροι πρώην υπουργοί και πρωθυπουργός ο δεύτερος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.

Εφ’ όσον οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις τους, κυρίως δε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα ως το κατ’ εξοχήν κεμαλικό, θεωρούσαν τις επερχόμενες εκλογές ως τον νυν υπέρ πάντων αγώνα για τη διάσωση της Τουρκικής Δημοκρατίας, κατ’ ελάχιστον όφειλαν να έχουν ήδη επιλέξει κοινό υποψήφιο για το προεδρικό αξίωμα. Ακολούθως και συναφώς έπρεπε να έχουν παραμερίσει τις μεταξύ τους διαφωνίες και εύλογες φιλοδοξίες, αποσκοπώντας στην εκλογική ήττα του Ταγίπ Ερντογάν και την αποκαθήλωση του καθεστώτος του, το οποίο κυβερνά και νέμεται το τουρκικό κράτος για περισσότερο από δύο δεκαετίες.

“Ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν συνιστά πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ όλων των τουρκικών κομμάτων, αλλά αντικείμενο πλειοδοσίας.”

Αντ’ αυτών και πέραν των γνωστών παλινωδιών σχετικά με την επιλογή του κοινού υποψηφίου που σχεδιάζουν να αντιτάξουν στον Ερντογάν, εξακολουθούν να αναλώνονται στις μεταξύ τους έριδες παρά συντεταγμένα στοχεύουν στην ήττα του κυβερνόντος κόμματος.

Μετά την καταδίκη από τουρκικό δικαστήριο του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, για την προσβολή δημοσίων αξιωματούχων και αφαίρεσης του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, αναμέναμε πως οι όποιες δυστοκίες και κωλυσιεργίες θα υποχωρούσαν ενώπιον της σαφέστατα αντιδημοκρατικής απόφασης του δικαστηρίου˙ καθεστωτική αυθαιρεσία που αναμφίβολα αυξάνει τις πιθανότητες νέας επικράτησης του Ερντογαν, στο βαθμό που ο Ιμάμογλου θεωρείται δημοσκοπικά ως ισχυρότερος αντίπαλος του Τούρκου Προέδρου.

Παράλληλα, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο κυοφορείται η διαδικασία απαγόρευσης του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος (HDP) μέσω του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Συνδυαστικά αυτά τα δύο γεγονότα υποβαθμίζουν περαιτέρω την χαμηλή -ούτως ή άλλως- ποιότητα της τουρκικής δημοκρατίας και χαλκεύουν την επερχόμενη εκλογική διαδικασία.

Υπό αυτές τις συνθήκες και σύμφωνα με τις διακηρύξεις των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης έπρεπε ήδη να είχαν ολοκληρωθεί οι συσπειρωτικές διαδικασίες, επιδιώκοντας από κοινού την ήττα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.

“στο βαθμό που η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε κρίση -παρ’ όλο που επιτυγχάνει αξιοσημείωτους ρυθμούς ανάπτυξης- οι αντίπαλοι του νυν Προέδρου ίσως να μην επιθυμούν να την διαχειριστούν οι ίδιοι, αλλά αυτός που την προκάλεσε.”

Μέχρι στιγμής όμως δεν έχει δρομολογηθεί μία συντεταγμένη κίνηση, τουναντίον αναζητούν ακόμη τον κοινό ανθυποψήφιο του Ερντογάν και μάλλον δεν κόπτονται ιδιαίτερα για την αναμενόμενη και αντιδημοκρατική απόφαση απαγόρευσης της συμμέτοχης του φιλοκουρδικού κόμματος στην εκλογική διαδικασία.

Η πρόσφατη δήλωση του Ταγίπ Ερντογάν ότι πιθανόν θα διεκδικήσει για τελευταία φορά το προεδρικό αξίωμα, φαίνεται πως επηρεάζει την στάση αρκετών κομμάτων της αντιπολίτευσης, θεωρώντας την επόμενη τετραετία ως μεταβατική προς την μετά-ερντογανική περίοδο. Πιθανόν ορισμένοι εξ αυτών να προσεγγίσουν θετικά μια ακόμη, αλλά τελευταία, θητεία του Ερντογάν.

Πιο συγκεκριμένα, στο βαθμό που η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε κρίση -παρ’ όλο που επιτυγχάνει αξιοσημείωτους ρυθμούς ανάπτυξης- οι αντίπαλοι του νυν Προέδρου ίσως να μην επιθυμούν να την διαχειριστούν οι ίδιοι, αλλά αυτός που την προκάλεσε.

Η αντιδυτική στροφή της τουρκικής κοινωνίας και η αξίωση στρατηγικής χειραφέτησης από τη Δύση δεν συγκινεί μόνο το κυβερνών κόμμα, όποτε δεν επείγει ή δεν τίθεται καν θέμα μεταστροφής της.

“Όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το ισχυρότερο -και μάλλον έσχατο- αφήγημα περιγράφει τα ευεργετικά αποτελέσματα μίας φιλοδυτικής Τουρκίας στο πεδίο των διμερών σχέσεων. Ακόμη και η ευμενέστερη εξέλιξη για την Ελλάδα και την Κύπρο στη γειτονική χώρα, επ′ ουδενί λόγω δεν μας απαλλάσσει από τον τουρκικό ηγεμονισμό, ίσως μάλιστα να προκαλέσει παροτρύνσεις από τους εταίρους μας για μερική αποδοχή του.”

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν συνιστά πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ όλων των τουρκικών κομμάτων, αλλά αντικείμενο πλειοδοσίας. Οι δημοκρατικές ευαισθησίες μάλλον δεν είναι τόσο ισχυρές, τουλάχιστον σε κάποιους εξ αυτών, επομένως δεν προκύπτουν τόσο ισχυρές κεντρομόλες δυνάμεις μεταξύ των έξι κομμάτων.

Το πολιτικό τέλος του Ερντογάν δημιουργεί εύλογες φιλοδοξίες για κυριαρχία στον συντηρητικό χώρο που εκπροσωπεί, σε τουλάχιστον τρεις εκ των εταίρων της αντιπολίτευσης. Ο ανθυποψήφιος που πιθανόν θα ηττηθεί από τον Ερντογάν δύσκολα θα έχει πολιτικό μέλλον.

Τελευταίο αλλά σημαντικότερο, οδεύοντας προς τις επερχόμενες εκλογές θα αποτυπωθούν οι πραγματικές τάσεις/επιδιώξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας για το προβλεπτό μέλλον, κι όχι οι επιθυμητές ή φαντασιακές προσδοκίες τρίτων.

Εφ’ όσον ισχύουν κάποια κι ως έναν βαθμό από τα προαναφερθέντα, τόσο η Δύση εν γένει όσο και η Ελλάδα και η Κύπρος εν προκειμένω, οφείλουν να ευθυγραμμιστούν με την πραγματική και όχι με την επιθυμητή ή φαντασιακή Τουρκία.

Όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το ισχυρότερο -και μάλλον έσχατο- αφήγημα περιγράφει τα ευεργετικά αποτελέσματα μίας φιλοδυτικής Τουρκίας στο πεδίο των διμερών σχέσεων. Ακόμη και η ευμενέστερη εξέλιξη -αν μπορεί με ασφάλεια να προσδιοριστεί αυτή- για την Ελλάδα και την Κύπρο στη γειτονική χώρα, επ′ ουδενί λόγω δεν μας απαλλάσσει από τον τουρκικό ηγεμονισμό, ίσως μάλιστα να προκαλέσει παροτρύνσεις από τους εταίρους μας για μερική αποδοχή του.

Σχετικά δε με το φιλοδυτικό προσανατολισμό σημαντικών περιφερειακών δρώντων και τη στάση κρατών στο πλαίσιο της δυτικής συμμαχίας, θέτω δύο ερωτήματα: Αλήθεια η Πολωνία, από το 1999 που έγινε μέλος του ΝΑΤΟ έως το 2008 και τον πόλεμο στη Γεωργία, πόσο θετική ήταν στη προσέγγιση Δύσης-Ρωσίας και ποια ήταν η στάση της εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας και της ΕΕ;

Επίσης, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία πώς αντιμετωπίζουν την εξομάλυνση των σχέσεων Δύσης και Ιράν; Το ύστατο αφήγημα πως μια φιλοδυτική Τουρκία θα μας λυτρώσει από τα δεινά της γεωγραφίας και της ισχύος και την συνεπαγόμενη ανάγκη αποτροπής της -στο βαθμό που επιθυμούμε να λειτουργούμε ως υποκείμενο κι όχι αντικείμενο στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα- προκαλεί οξύμωρες δηλώσεις, ερμηνεύοντας την στρατιωτική ενίσχυση μίας χώρας, η οποία σε απειλεί σε καθημερινή βάση με την χρήση ένοπλης βίας και εισβολή, ως θετική εξέλιξη.

Κλείνοντας θέλω να εκφράσω δημόσια τη βαθύτατη λύπη μου για την απώλεια του (αγαπητού μου) καθηγητή Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που τον είχα καθηγητή στο -ενιαίο τότε- τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστήμιου, στα μαθήματα: Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Ρωσική Εξωτερική Πολιτική, ΜΜΕ και Εξωτερική Πολιτική. Δυο σχεδόν δεκαετίες μετά είχα την ιδιαίτερη τιμή να συνδιδάξω μαζί του στο κοινό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου και της Σχολής Εθνικής Άμυνας το μάθημα: Χειρισμός Κρίσεων.

Πέραν της αδιάλειπτης συμμετοχής του στο δημόσιο διάλογο και της προσωπικής του έγνοιας στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού Ζητήματος, πολύ σημαντική -κυρίως στον ακαδημαϊκό χώρο- υπήρξε η επιστημονική του συμβολή στην κατανόηση της μετάβασης του διεθνούς συστήματος από την ψυχροπολεμική στη μεταψυχροπολεμική εποχή.

Του οφείλω σημαντικό μέρος της επιστημονικής μου συγκρότησης στο κρίσιμο προπτυχιακό επίπεδο, γεγονός για το οποίο του είμαι ευγνώμων.

Εκφράζω τα θέρμα μου συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους του.

Ας αναπαυθεί εν ειρήνη η ψυχή του.

Δημοφιλή