Οδυσσέως και Δουρείου Ίππου

Αριβάρουμε! Ακούστηκε ο καπετάνιος και ο λοστρόμος της βάρδιας ανταποκρίθηκε στο αγκυροβόλιο. Το σινιάλο τους ανάγκασε να μείνουν αρόδο ώσπου να αποπλεύσει το προηγούμενο δρομολόγιο. Ένας γερανός ζωγράφιζε το λιμάνι κίτρινο. Αυτός ήταν ο Πισαετός της Ιθάκης με τις δυσκολίες του. Αποβιβάστηκαν τη στιγμή που ο καταπέλτης ανέβαινε γι άλλα μέρη.

Ακολούθησαν πορεία ανηφορική με στροφές επάλληλες για το φτάσιμο στην Ιθάκη. Στη σκέψη επάνω και στην καμπή του δρόμου η φανέρωση του Βαθέος επιβεβαίωσε την άφιξη στον προορισμό του ταξιδιού.

Το καλωσόρισμα ήρθε με δυνατό μαίστρο κι ένιωσαν τη δροσιά στη βαθειά αγκαλιά της Χώρας. Η θάλασσα έβγαινε μέχρι έξω. Δρόμος και θάλασσα σχεδόν ένα. Ο Οδυσσέας σκαρφαλωμένος στο κατάρτι περίμενε τον καιρό. Είχε ταξίδι. Με δυσκολία έδεσε στο λιμάνι. Χρόνια τώρα εμποδιζότανε από τα κότερα. Τους λαιστρυγόνες και τους κύκλωπες δεν τους φοβότανε πια, τους είχε βγάλει από μέσα του. Τον Ποσειδώνα έτσι κι έτσι. Αλλά ετούτοι εδώ οι πειρατές τον έσκιαζαν. Τί γνώριζαν άραγε από την Ιστορία της Ιθάκης; Πολλές φορές τους άκουγε δίπλα του αγκυροβολημένους να μιλάνε και παραξενευότανε που έκαναν τόσο μεγάλο ταξίδι χωρίς να μαθαίνουν από αυτό. Ας ήταν…

Ξαφνικά και θέλοντας να κάνει αισθητή την παρουσία του ο Σκίρων φύσηξε περισσότερο. Άρπαξε το λευκό καπέλο με την κορδέλα από το κεφάλι της Καλυψώς και το στροβίλισε μακριά. Εκείνη με το μακρύ κίτρινο χιτώνα ν ανεμίζει, το κυνήγησε και το πρόλαβε στο στενό, στην παιδική χαρά. Σήκωσε τα μάτια της στη γωνία των δρόμων και διάβασε τις πινακίδες. Η μία καινούρια και η άλλη παλιά και φθαρμένη. Οδυσσέως και Δουρείου Ίππου.

Το θεώρησε θεϊκό σημάδι και αποφάσισε να μείνουν εκεί. Στη γωνία του Μύθου. Κατέβασε το καπέλο, το στόλισε με γιασεμιά και τράβηξαν σούρουπο κατά το Σαρακήνικο. Το ανέβασμα περιπετειώδες με στροφές και καθρέφτες για το αντίπαλο δέος. Έφτασαν στη γλύκα του δειλινού και γεύτηκαν γυμνοί την αρμύρα της θάλασσας. Οι πειρατές είχαν ρίξει άγκυρα στα βαθειά και τίποτα δεν τάραζε τη γαλήνη της παραλίας. Μόνο η φωνή του βοσκού, σκαρφαλωμένου στα πουρνάρια ακούστηκε σε απόλυτη ταύτιση με τα κατσίκια που κουδούνιζαν χαμηλά ίσαμε το γιαλό. Στην επιστροφή μαγεμένοι ένιωθαν σχεδόν τέλεια, μόνο η στενότης των δρόμων τους θύμιζε νάχουν το νου τους στην Ιθάκη. «Αυτοί είναι οι δρόμοι στην Ιθάκη, ούτε ισιώνουν ούτε φαρδαίνουν, εσείς να έχετε το νου σας», τους είπε κάποιος αιωνόβιος μνηστήρας, το νου σας στο ταξίδι … και είχανε το νου τους.

Την άλλη μέρα, στο Φιλιατρό, την παραλία με τα λιόφυτα και το πηγάδι, κόσμος πολύς, μιλεούνια … και τότε εθυμηθήκανε τον Σολωμό στη «Γυναίκα της Ζάκυθος», να δίνει φωνή στον ιερομόναχο του αγίου Λύπιου:

«Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό.

Και το είδα σκεδόν γιομάτο, και είπα: Δόξα σοι ο Θεός.»

Στο λιοπύρι της μέρας τον άκουσαν συλλογισμένο να μετρά με τα δάχτυλά του επάνω στο φιλιατρό του πηγαδιού τους δίκαιους αυτού του κόσμου… Αχ αυτά τα κάργια των Επτανήσων, πόσο απαραίτητα είναι για να ποτίζουν τον πολιτισμό!

Απόγιομα, στην επιστροφή περπατήσανε το Βαθύ. Δρόμο-δρομάκι, πόρτα-πορτόνι, γειτονιά τη γειτονιά.

Από το κανόνι της παραλίας και τα στενά με τις ολάνθιστες αυλές, ίσαμε πάνω στην Παναγιά στο Γαρδελάκι, μπαλκόνι με θέα ολόκληρο το Βαθύ. Πίσω στο κοιμητήριο η Ιστορία περίμενε την Ανάσταση. Στη κάψα του καλοκαιριού τους συντρόφευε ο μαίστρος, μαέστρος στο να δροσίζει τους επισκέπτες με την αύρα του. Στο κατέβασμα επέσανε στην οδό της Πηνελόπης, ψηλά στη Χώρα για να καρτεράει τον αγαπημένο της. Από τη μία άκρη δίχως να το καταλάβουν βρεθήκανε στην άλλη για να γνωρίσουν τον τόπο και τους ανθρώπους. Στον ίσκιο των εκκλησιών ξαπόσταιναν και συνέχιζαν. Βλαχέραινα, Ζωοδόχος, Άγιος Νικόλαος των Ξένων. Νύχτωσε όταν φτάσανε στην πέρα γειτονιά, κοντά στη Μητρόπολη, τη γειτονιά του Πολιτισμού και της Αντίστασης που σκόρπιζε φως στον τόπο. Ο Φάρος του Βαθέος.

Τον Ιθακήσιο δημοτικιστή Λορέντζο Μαβίλη δεν τον συναντήσανε. Τα « Σονέτα» του βρήκανε σκορπισμένα στα στενά της Ιθάκης. Ο Γαριβαλδινός λοχαγός στη «Λήθη»(1896) καλοτυχίζει τους νεκρούς που λησμονάνε και θρηνεί τους ζωντανούς που θέλουν αλλά δεν μπορούν

«Ά` δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,

Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν.

Θέλουν-μα δε βολεί να λησμονήσουν»

Για να μη λησμονήσουν λοιπόν στρίψανε στο στενό για τη συνάντηση με την Ιστορία της Αντίστασης στο μνημείο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ-ΕΛΑΝ στο Βαθύ.

Ήπιανε από τη Μνήμη και ξεδιψάσανε. Σε μικρή απόσταση ξεπρόβαλε και το Μορφωτικό Κέντρο της Ιθάκης, στυλοπάτι του Πολιτισμού στο νησί από το 1957.Εδώ ανασαίνει ο Πολιτισμός, με συνέδρια, βιβλιοθήκη, κινηματογράφο και θεατρικές παραστάσεις. Στην είσοδο τους χαιρέτησε ο Μπάϋρον ,μπροστάρης στους αγώνες της σκέψης και της ζωής. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο το παράπονο για τα δεινά αυτού του τόπου, χθες και σήμερα. Τους έδωσε κουράγιο για την Αντίσταση και τη Λευτεριά της Πατρίδας από τους δυνάστες και τους δανειστές.

«Θέλω να πολεμήσω, τουλάχιστον με λόγια κι αν ευτυχήσω και με έργα, όλους όσους καταπολεμούν τη σκέψη. Θα ξεσηκώσω, αν μπορέσω, και τις πέτρες ακόμα ενάντια στους τυράννους της γης.» (Από το ημερολόγιο της Κεφαλονιάς, Ιούνιος 1823)

Την επόμενη μέρα ο δρόμος τους πήγε στα Μουσεία, το Ναυτικό-Λαογραφικό και το Αρχαιολογικό. Ευρήματα- ψήγματα από το μακρινό παρελθόν. Σπαράγματα, ότι απόμεινε από το πλιάτσικο των ξένων διοικητών και περαστικών. Ενετοκρατία, Γαλλοκρατία, Αγγλοκρατία… η Ξενοκρατία σε όλο το μεγαλείο της. Απελευθέρωση, δάνεια και εξάρτηση. Συνταγή παλιά κι επιτυχημένη. Η φάρσα της Ιστορίας επαναλαμβάνεται με διαγγέλματα και επιστροφές στην Ιθάκη…

Έκαναν βόλτα και από το Γυμνάσιο του Βαθέος με την επιγραφή: «Δωρεά του Ελβετικού Λαού». Ευτυχώς στους σεισμούς που μας θυμήθηκαν και οι Ελβετοί .

Στο δειλινό την «ώρα μυροφόρα» κατά τον Λορέντζο Μαβίλη, εμπήκανε στης εκκλησίας την πόρτα. Ο Μητροπολιτικός Ναός η Πέρα Παναγιά στα Λινοβρόχια, χτισμένος το 1800 με προυπάρχοντα Ναό στην ίδια θέση, τους περίμενε. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1793 και η καλαίσθητη Ουρανία με τους γεωμετρικούς σχηματισμούς τους έκλεψε τη ματιά. Την ημέρα του τελικού του Μουντιάλ δεν είδαν τους Γάλλους πετεινούς, αλλά προτίμησαν να πάνε στον Μητροπολιτικό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου για την παράκληση και τον πανηγυρικό εορτασμό της μετακομιδής των λειψάνων του Αγίου Ραφαήλ του Ιθακησίου(1410-1463). Η νήσος Ιθάκη βρήκε επιτέλους κι αυτή τον Άγιό της, κατά κόσμον Γεώργιον Λάσκαρη ή Λασκαρίδη που ξεκίνησε από το Περαχώρι και βρέθηκε να τιμάται στη Λέσβο.″ Της Ιθάκης τον γόνον και της Λέσβου το καύχημα″ αφού διέπρεψε ως στρατιωτικός, αφιερώθηκε στο μοναχικό βίο και μαρτύρησε στη Λέσβο (1463). Τελικά ο Άγιος Ραφαήλ επέστρεψε στην πατρίδα του όπως και ο Οδυσσέας, ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή.

Με καμπανοκρουσίες και με μαίστρο εξεκίνησε από το στενό της Μητρόπολης η πομπή ενώ στη στροφή επήρε όλη την άπλα κι απλώθηκε στην παραλία. Η φωτο-γραφή της λιτανείας τους έφερε στο νου την πομπή του Αγίου Χαραλάμπη στο ποτάμι, ελαιογραφία (1756) του Ιωάννη Κοράη(Καστρινού) με τις μοναδικές ομαδικές προσωπογραφίες στη νεοελληνική ζωγραφική. Οι λιτανείες από την εποχή της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στα Επτάνησα έως και σήμερα, αντανακλούν την κοινωνική διαστρωμάτωση του Τόπου και απεικονίζουν το Πνεύμα της Εποχής (Zeitgeist). Από την εκκλησία βγήκαν με την εικόνα γιομάτη λούλουδα να την κρατάει τιμητικά το άγημα του Λιμενικού, τη φιλαρμονική του Δήμου να παιανίζει και τα ράσα των κληρικών να ανεμίζουν στο δείλι του Βαθέος. Ακολουθούσαν οι επίσημοι και ο Λαός με την δέουσα εορταστική εμφάνιση και διάθεση. Η έξαλλη θρησκευτικότητα απουσίαζε, ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός και το πνεύμα του Ανδρέα Λασκαράτου άφησαν τα ίχνη τους. Λιτανεία λιτή και απέριττη. Προχωρούσαν αργά, με τις ψαλμωδίες να σκορπάνε σε όλη τη Χώρα, κατά πως τις πήγαινε ο Αργέστης. Η Πηνελόπη τις αισθάνθηκε πρώτη καθισμένη και σκεπτική αριστερά μπροστά στο δρόμο απέναντι από τα κότερα. Προβληματισμένη κατέβηκε στην παραλία και τον περίμενε. Την προσπεράσανε.

Στην εξέλιξή της η λιτανεία πέρασε μπροστά από το παλιό Επαρχείο και νυν Μέγαρο Δρακούλη με την τεχνητή λίμνη (Πελαγάκι). «Στέγνη» και εγκατάλειψη. Έρημη Χώρα. Περασμένα μεγαλεία. Στη θέση αυτή υπήρχε η οικία που γεννήθηκε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941). Εδώ έζησε μέχρι τα οκτώ του χρόνια, ηλικία που κατά τον Φρόυντ ο άνθρωπος έχει ήδη διαμορφώσει τον χαρακτήρα του. Παλαιότερα(1938) έξω από το πρώην Επαρχείο είχε τοποθετηθεί τιμητική μαρμάρινη στήλη για τον Μεταξά. Με το τέλος της δικτατορίας στη μεταπολίτευση(1974) τη γκρεμίσανε και πετάχτηκε σε σκουπιδότοπο. Στο σημείο εκείνο και δίπλα στην πινακίδα που δείχνει την κατεύθυνση για το Μορφωτικό Κέντρο τοποθετήθηκε μαρμάρινη στήλη με ανάγλυφη προσωπογραφία του αντιφασίστα πατριώτη αγωνιστή Νίκου Καρβούνη(1880-1947).

Με το θυμίαμα θυμήθηκαν ότι ο Νίκος Καρβούνης συνελήφθη από τη δικτατορία του Μεταξά (1936) και εξορίστηκε στη Γαύδο. Στις διώξεις και τις εξορίες στάθηκε όρθιος ενώ ήταν παρών σε όλους τους πολέμους για την πατρίδα του. Στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ γνώρισε καλά τα βουνά της Ελλάδας ώστε ν απαντήσει στο γιατί «βροντάει ο Όλυμπος κι αστράφτει η Γκιώνα». Η πομπή συνέχιζε την πορεία της παραλιακά δίπλα στα κότερα, που απολάμβαναν το ποτό τους κοιτάζοντας αδιάφορα. Κυρία ηλικιωμένη που συμμετείχε στη λιτανεία με σέβας, κοίταξε προς τα κότερα χαριτολογώντας με το γνωστό περιπαιχτικό ύφος των επτανησίων: «Ω ρε! Ετούτοι εδώ στα κότερα ούτε που ξέρουν τι τους γίνεται, είναι σαν τα κοτερά.» Το σύντομο γέλιο πάγωσε μπροστά στο μνημείο με την άγκυρα για τους Θιακούς που κράτησε η θάλασσα για πάντα στην υγρή αγκαλιά της. Κι όμως οι συγγενείς κι οι φίλοι στο πέρασμα ένιωθαν την αύρα τους.

Λίγο πριν φτάσουν στην πλατεία περάσανε μπροστά από τον Οδυσσέα. Σα να τους περίμενε δίχως απορία. Είχε γευτεί την τιμωρία των Θεών. Τον προσπεράσανε και μπήκαν στην πλατεία. Ο Όμηρος τους καλησπέρησε. Οι πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές έλαβαν θέσεις. Στο μέσον η εικόνα πλαισιωμένη από το παραδοσιακό χορευτικό συγκρότημα «Χαρίλαος Τσιγώνιας» και ο Λαός θεατής στα θρησκευτικά δρώμενα.

Μετά το πέρας των « ψυχοφελών ομιλιών» η ιερή πομπή επέστρεψε στο Ναό ενώ οι πιτσιρικάδες βολτάρανε στην πλατεία με τα ποδήλατα και τα κινητά. Ο καθείς και τα ιερά του… Λαμπρή ήταν η Ημέρα και η νύχτα ολόφωτη στο Ομηρικό Φόρκυς.

Την επομένη με το μαϊστράλι να τους δροσίζει τράβηξαν κατά τα «Μνήματα», σήμερα ίσως κατά το πιο εύηχον «Μηνύματα», κοντινή παραλία του Βαθέος με ισκιάδα και γαλαζοπράσινα νερά. Εκεί συνάντησαν την καρέτα «Ιθάκη». Έφυγαν για τη Χώρα γοητευμένοι από τον Τόπο αλλά δυστυχώς και με «ανέμου ευλογία». Αν ζούσαν έναν αιώνα πριν θα τους έστελναν στο Λαζαρέτο. Το 2018 πήγαν στο Κέντρο Υγείας. Δυστυχώς η Μονάδα δεν μπορούσε ν ανταποκριθεί παρά τη φιλοτιμία των εργαζομένων, οι ελλείψεις ήταν φανερές, και το «Ευχήν Οδυσσεί» ακουγόταν πιο ρεαλιστικό από την αντιμετώπιση απλού περιστατικού στο Νοσοκομείο. Ίσως για τον λόγο αυτό το «Ευχήν Οδυσσεί» υπήρχε γραμμένο παντού.

Από την Οδυσσέως και Δουρείου Ίππου έφυγαν βιαστικά με την αναστάτωση που προκάλεσε η «ευλογία του ανέμου». Αρχικά το ταξίδι φαινόταν ευνοϊκό αλλά εξελίχτηκε σε τραμουντάνα. Στη βαλίτσα τους πρόλαβαν να ρίξουν ένα όστρακο με «Ευχήν Οδυσσεί» και ένα μικρό Δούρειο Ίππο που τελικά τους έσωσε. Όλα πήγαν κατ ευχήν. Άνοιξαν πανιά για την επιστροφή. Τραβέρσο και φύγαμε, είπε η Καλυψώ. Διάβαζαν Κόλια.

«Κι άρχισε μια τέτοια φασαρία,

πήρε πέντε τούμπες η Ιστορία.

Κέρδισε τη νίκη μια φοράδα

δίχως νου και δίχως γρηγοράδα-

τό `γραψε κι ο Γέρος στην Ιλιάδα.»

(Νίκος Καββαδίας, «Παιδεία»,Τραβέρσο,1975)

|

Δημοφιλή