Ο πρώτος γύρος έδωσε εν πολλοίς το αναμενόμενο ως προς την πρωτιά του κ. Χριστοδουλίδη, αλλά με αρκετά μικρότερη διαφορά από τον δεύτερο σε σχέση με το τι αναμενόταν. Το ποσοστό του κ. Χριστοδουλίδη δεν ήταν έκπληξη, ούτε χαμηλότερο του αναμενόμενου. Κατάφερε τελικά να αντέξει στη μεγάλη πίεση που του ασκήθηκε, κυρίως, από τον ΔΗΣΥ.
Έκπληξη ήταν από τη μια το αρκετά ψηλό ποσοστό του κ. Μαυρογιάννη που τον έφερε σε μικρή απόσταση από τον κ. Χριστοδουλίδη, και από την άλλη η μικρή διαφορά των δύο.
Το καλό αποτέλεσμα του κ. Μαυρογιάννη πιθανότατα οφείλεται στο ότι τόσο ο ίδιος όσο και το ΑΚΕΛ, κατάφεραν να προσελκύσουν ψηφοφόρους της αριστεράς που δεν ψήφισαν ΑΚΕΛ στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, αλλά και στην αποτελεσματικότητα του διλήμματος που έθεσαν στον κυπριακό λαό για «τρεις βασικές υποψηφιότητες, αλλά δύο επιλογές».
Αυτή η πετυχημένη στρατηγική του πρώτου γύρου, όμως, μπορεί να είναι και το μειονέκτημα για το δεύτερο γύρο διότι βασιζόταν στην υπόθεση ότι οι άλλες δύο υποψηφιότητες είναι όμοιες και εξυπηρετούν τους ίδιους στόχους. Αυτό, ουσιαστικά, υπονοεί ότι όσοι ψήφισαν τους δύο άλλους υποψήφιους έχουν περισσότερα κοινά.
Αν ιδωθεί απομονωμένα, αρκετά καλά πήγε και ο Α. Νεοφύτου, αλλά όχι τόσο ώστε να είναι στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Από αυτή την άποψη είναι ο χαμένος των εκλογών και ο ΔΗΣΥ αντιμετωπίζει τα μεγαλύτερα διλήμματα ενόψει αποφάσεων του δευτέρου γύρου.
Κρίσιμες μεταβλητές στην απόφαση για τον δεύτερο γύρο θα είναι τρεις:
ο ρόλος του απερχόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας και η θέση που θα εκφράσει
οι πικρίες που έχουν δημιουργηθεί στην προεκλογική εκστρατεία ανάμεσα σε στελέχη του ΔΗΣΥ και τον κ. Χριστοδουλίδη και
το ιστορικό και παροντικό φορτίο της αντιπαράθεσης με την αριστερά και πως αυτό εκφράζεται σε επίπεδο βάσης (κυρίως) και στελεχών.
Οι λεγόμενοι «μικροί» υποψήφιοι πιέστηκαν αρκετά τις τελευταίες μέρες πηγαίνοντας προς την κάλπη, κάτι που αποτυπώθηκε σε χαμηλότερα ποσοστά από αυτά που κατέγραφαν στις δημοσκοπήσεις, με την εξαίρεση του κ. Χρίστου, του προέδρου του ΕΛΑΜ. Αυτό το τελευταίο, καταδεικνύει ότι το κόμμα της ακροδεξιάς έχει αποκτήσει μια σημαντική κοινωνική και εκλογική υπόσταση με ότι αυτό συνεπάγεται.
Συνολικά, η ψήφος στον πρώτο γύρο, επιβεβαιώνει την κεντροδεξιά φορά της κυπριακής κοινωνίας, αφού, αθροιστικά, τα νούμερα παραπέμπουν σε δεξιά κοινωνική και εκλογική πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι στον δεύτερο γύρο, ο κ. Χριστοδουλίδης έχει ένα προβάδισμα, κυρίως, διότι αυτοί που ψήφισαν κάποιον άλλο υποψήφιο από τους δύο που πέρασαν στον δεύτερο γύρο, είναι κατά βάση δεξιοί και κεντροδεξιοί. Η δεξαμενή από την οποία έχει να αντλήσει είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τον κ. Μαυρογιάννη. Αυτό από μόνο του, όμως, δεν προδικάζει το αποτέλεσμα, αφού θα εξαρτηθεί και από κομματικές αποφάσεις. Οι κομματικοί μηχανισμοί μπορεί να έχουν αποδυναμωθεί, αλλά όπως έδειξε ο πρώτος γύρος, στο πλαίσιο της μικρής κυπριακής κοινωνίας εξακολουθούν να μπορούν να κινητοποιήσουν.