Του Δημήτρη Τριανταφύλλου, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης και εξωτερικού επιστημονικού συνεργάτη του ΙΔΙΣ.
Στην Τουρκία έχει ξεκινήσει για τα καλά η πιο σημαντική εκλογική αναμέτρηση της τελευταίας εικοσαετίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τον νυν Πρόεδρο της χώρας Ρετζεπ Ταγιπ Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα που έχουν κερδίσει διαδοχικές εθνικές εκλογές από το Νοέμβριο του 2002. Το πόσο κρίσιμες είναι οι προσεχείς εκλογές για το Ερντογάν και το πολιτικό του μέλλον έχει συζητηθεί εκτενέστατα.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει δεδομένου ότι οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ βρίσκονται στην χειρότερη τους φάση από την περίοδο που αναπτύχθηκαν ραγδαία, δηλαδή την δεκαετία του 1950 κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με την αντιπαράθεση Δύσης με την Σοβιετική Ένωση στα ύψη, είναι το μέγεθος της ζημίας.
Την συγκεκριμένη δεκαετία, για την Τουρκία ξεκίνησε η ουσιαστική της ενσωμάτωση με την Δύση με την ένταξη της Τουρκίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης στις 13 Απριλίου του 1950 και στο ΝΑΤΟ στις 18 Φεβρουαρίου του 1952. Με την ομιλία του Τζελάλ Μπαγιάρ, του τότε πρόεδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, στα δύο σώματα του Κογκρέσου στις 29 Ιανουαρίου του 1954 ξεκίνησε και η ουσιαστική αναβάθμιση της Τουρκίας ως στρατηγικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών και ως προπύργιο κατά της Σοβιετικής απειλής κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Έκτοτε, αναπτύχθηκαν ραγδαία, μεταξύ άλλων, οι Αεροπορικές Βάσεις του Ιντζιρλίκ και της Σμύρνης με την έντονη στήριξη και παρουσία αμερικανικών και άλλων συμμαχικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου δεδομένης της γεωστρατηγικής της θέσης, η Τουρκία κατάφερε να επιδιώκει και να πετύχει να είναι η πιο σημαντική συμμαχική χώρα της περιοχής κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και στις τρεις δεκαετίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Παρόλο ότι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ δεν ήταν πότε εύκολες και ιστορικά έχει κυριαρχήσει μια καχυποψία μεταξύ των δυο χωρών, ο ενισχυμένος ρόλος της Τουρκίας της έδωσε την δυνατότητα χωρίς σοβαρά αντίποινα να εισβάλει στην Κύπρο και να εγείρει διεκδικήσεις στο τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Τα τελευταία χρόνια τα δεδομένα έχουν κάπως αλλάξει με τις προθέσεις και την υλοποίηση των σχεδίων της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης για μια πιο αυτόνομη πορεία της χώρας και περαιτέρω διεκδικήσεις για μεγαλύτερο ρόλο από αυτόν που θεωρούν οι ΗΠΑ και ο υπόλοιπος κόσμος ότι της αναλογεί. Ως εκ τούτου, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Τουρκία μειώνεται και οι θεσμικοί επενδυτές κρατάνε στάση αναμονής ενώ η Ουάσιγκτον αναζητεί ενναλακτικές λύσεις στην Ελλάδα, στην Κυπριακή Δημοκρατία, στην Ρουμανία, στα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα και αλλού στην ευρύτερη περιοχή.
Ενδεικτικό είναι το ενισχυμένο αμερικανικό ενδιαφέρον για περαιτέρω ανάπτυξη της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ελλάδα όσο και η αναβάθμιση της χώρας ως εμπορικού και ενεργειακού κόμβου. Η περσινή ομιλία του Έλληνα Πρωθυπουργό στα δύο σώματα του Κογκρέσου σηματοδοτούν την αλλαγή στον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας όπως και μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Η Τουρκία φαίνεται επιτέλους να κατάλαβε, ότι η επιρροή της στην Ουάσιγκτον έχει μειωθεί σημαντικά και οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ θα προϋποθέτει μια διαφορετική αντιμετώπιση από τις ΗΠΑ, που έχουν συστηματικά καταφέρει να διευρύνουν τις συμμαχίες τους και τα συμφέροντα τους στην ευρύτερη περιοχή (και ιδιαίτερα στην Ελλάδα).
Ο προβληματισμός για την κυβέρνηση Ερντογάν είναι ότι η αποτυχημένη προσπάθεια υπέρβασης των διεκδικήσεων της, ως περιφερειακός δρων με παγκόσμια εμβέλεια, συμπίπτει με την ιστορική σημασία της συγκεκριμένης χρονιάς, δηλαδή την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας και την διεξαγωγή εθνικών εκλογών εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή παρά να προβάλει την ρήξη (έστω επιφανειακή) με την Δύση, δια του παγώματος της διαδικασίας επικύρωσης την ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και την εκμετάλλευση της πρόσφατης φαινομενικά στημένης υπόθεσης του καψίματος του Κορανίου στην Στοκχόλμης για τη συσπείρωση της εκλογικής της βάσης. Το πρόβλημα είναι ότι αμφισβητεί ευθέως και την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και την συνοχή της συμμαχίας, σε μια ιστορική στιγμή, όπου η μεγάλη ανοιξιάτικη μάχη για το μέλλον της Ουκρανίας πλησιάζει.
Στις Διεθνείς Σχέσεις, το παν για τους κρατικούς δρώντες είναι η κατανόηση και το σωστό «διάβασμα» του περιφερειακού και παγκόσμιου γεωπολιτικού και γεωοικονομικού πλαισίου, όπως και η αξιοποίηση των κενών ισχύος και των ευκαιριών που προκύπτουν. Η Ελλάδα βρίσκεται σε θέση να εμβαθύνει το πεδίο δράσης της πέραν της απαραίτητης πολιτικής της αποτροπής των κίνδυνων εξ ανατολών για να έχει βάθος, διάρκεια, και κύρος η επιρροή της. Οι σημερινές εξελίξεις -όπως, μεταξύ άλλων, η ουκρανική κρίση και οι άστοχες θέσεις τις Τουρκίας να καθυστερήσουν την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ- την ευνοούν και την ενισχύουν.
Να μην παρερμηνευτούν τα λεγόμενα μου, ο σκοπός της αύξησης της επιρροής είναι να συμβάλει στην ασφάλεια, ευημερία, και σταθερότητα της χώρας εντός και εκτός συνόρων, ιδιαίτερα στην διαμόρφωση του περιφερειακού γεωπολιτικού σκηνικού μετά την διεξαγωγή των Τουρκικών εκλογών, ανεξαρτήτως αποτελέσματος.