
H περίπτωση της κ. Κωνσταντοπούλου και του κόμματος της Πλεύσης Ελευθερίας, το οποίο τις τελευταίες εβδομάδες καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις ως και δεύτερο κόμμα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και φανερώνει πολλά και σημαντικά για την πολιτική ζωή του τόπου. Είναι ενδεικτικά τα αποτελέσματα της έρευνας της Public Issue, τα οποία αναδεικνύουν την Πλεύση Ελευθερίας ως το καλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης με ένα ποσοστό 30%, όταν ως δεύτερη έρχεται η Ελληνική Λύση με ένα ποσοστό 8% και τρίτο το ΠαΣοΚ με 7%.
Η έκρηξη των ποσοστών της κ. Κωνσταντοπούλου δείχνει πιθανόν αρκετά ως προς το τί περιμένει σήμερα ο κόσμος από την αντιπολίτευση και τί θα ήθελε να βλέπει. Είναι αλήθεια ότι η κυρία Κωνσταντοπούλου αυτή τη στιγμή εκφράζει μια αυθεντικότητα μέσα από τον τρόπο που αντιμετωπίζει την κυβέρνηση και με ένα λόγο καταγγελτικό, πολλές φορές στα όρια ίσως και της πολιτικής ευγένειας. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι το πολιτικό γεγονός που έχει επιτρέψει να αναδειχθούν τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι ο λόγος και η στάση της κ. Κωνσταντοπούλου επί του δυστυχήματος των Τεμπών. Και αυτό έχει τη σημασία του διότι κάπου εδώ ξεκινάμε να διακρίνουμε τα όρια του εγχειρήματος της Πλεύσης Ελευθερίας με τη μορφή που έχει σήμερα, τα οποία εντοπίζονται στο ότι σε αυτό το στάδιο αποτελεί ένα εν πολλοίς προσωπικό κόμμα με έναν μονάχα πρωταγωνιστή.
Η κ. Κωνσταντοπούλου επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο με μία επικοινωνιακή καμπάνια με ύφος αρκετά πιο φιλικό και προσιτό. Ήταν κάτι που αποδείχθηκε αναγκαίο καθώς η δημόσια εικόνα της είχε στιγματιστεί από την προκατάληψη ενός προσώπου που εύκολα κάποιος μπορούσε να αντιπαθήσει. Αυτό το νέο ύφος στο δημόσιο λόγο έρχεται σε αντίθεση με το λόγο της κ. Κωνσταντοπούλου στη Βουλή, ο οποίος εξακολουθεί να είναι αρκετά έντονος και αψύς.
Σημασία, ωστόσο, δεν έχει μόνο αν ο τρόπος είναι ευγενικός ή δύστροπος, αλλά και το περιεχόμενο του κάθε λόγου, καθώς γίνεται κατανοητό ότι ο λόγος της κ. Κωνσταντοπούλου από ένα σημείο και έπειτα καθίσταται αρκετά μονοθεματικός, ακόμα και όταν πρόκειται για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα.
Οποιοδήποτε κόμμα, είτε διεκδικεί την διακυβέρνηση είτε δραστηριοποιείται ενεργά στην αντιπολίτευση, δε χρειάζεται να διαθέτει μονάχα έναν δυναμικό καταγγελτικό λόγο αλλά και μία συγκεκριμένη πρόταση που να καλύπτει όλα τα πεδία της διακυβέρνησης, με ένα συγκροτημένο όραμα για την κατεύθυνση που θα πρέπει να υιοθετήσει η χώρα. Και χρειάζεται να διαθέτει μία ομάδα ανθρώπων που να μπορούν να υλοποιήσουν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, στην περίπτωση που οι ψηφοφόροι δείχνουν να πείθονται από αυτή την πρόταση.
Αυτή τη στιγμή, η κ. Κωνσταντοπούλου δείχνει να έχει επιτύχει μία καθαρά προσωπική επιτυχία, αλλά το κόμμα της να μη διαθέτει βάθος, ούτε σε στελέχη ούτε σε προτάσεις. Ταυτόχρονα αφενός η έντονη τηλεοπτική της έκθεση τις τελευταίες τριάντα μέρες περισσότερο προδικάζει αγωνία παρά δείχνει αυτοπεποίθηση αφετέρου η επίκληση προς την κοινωνία, παρόμοια στρατηγικά με αυτή του κ. Κασσέλακη, για την κάλυψη των όποιων κομματικών αδυναμιών περισσότερο εκφράζει εύκολη δικαιολογία παρά πολιτική ουσία. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα η δημοσκοπική άνοδος της κ. Κωνσταντοπούλου περισσότερο αναδεικνύει την αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης σήμερα να παρουσιάσουν μία συγκροτημένη εναλλακτική παρά αποτελεί ένδειξη δημιουργίας ενός εν δυνάμει κόμματος εξουσίας.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μπερδέψουμε αυτό το γεγονός με την ελπίδα ότι θα εμφανιστεί ένα πρόγραμμα χωρίς πρώτα να μας προταθεί. Διότι άλλο είναι η δημοφιλία και άλλο η ψήφος εμπιστοσύνης για τη διακυβέρνηση μίας χώρας. Ο χρόνος μόνο θα δείξει τι μέλλει γενέσθαι. Αν δηλαδή η Πλεύση Ελευθερίας ή κάποιο άλλο κόμμα ή πολλά κόμματα της αντιπολίτευσης μαζί μπορέσουν να συγκροτήσουν ολοκληρωμένη πρόταση που να μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων. Η εμπιστοσύνη, ωστόσο, δίχως συγκεκριμένη πρόταση υπήρξε στο παρελθόν μεγάλη παγίδα, και θα εξακολουθεί να είναι τέτοια ακριβώς λόγω της φύσης μίας τέτοιας συνθήκης. Εκτός αν θεωρούμε ότι οι Έλληνες κι οι Ελληνίδες ψηφοφόροι έχουν ασθενή μνήμη (που αποδεδειγμένα δεν έχουν).