Η επίθεση σε ένα από τα κυριότερα κτιριακά συγκροτήματα της κυβέρνησης του Αφγανιστάν στην Καμπούλ, το οποίο κατέλαβαν εξ εφόδου ένοπλοι και το κράτησαν για πάνω από επτά ώρες, είχε αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 43 άνθρωποι, ανακοίνωσε σήμερα το αφγανικό υπουργείο Υγείας, γεγονός που σημαίνει ότι πρόκειται για μια από τις πιο πολύνεκρες επιθέσεις που έχουν διαπραχθεί στην εμπόλεμη χώρα φέτος.
Η επίθεση της Δευτέρας ακολούθησε την πληροφορία ― η οποία δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί επίσημα ― πως ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σχεδιάζει να αποσυρθούν περίπου 7.000 από τους 14.000 στρατιωτικούς των ΗΠΑ που βρίσκονται στο Αφγανιστάν το τρέχον διάστημα, ενδεχόμενο για το οποίο εξέφρασε ικανοποίηση ένας από τους ηγέτες των Ταλιμπάν.
Δεν έχει υπάρξει ανάληψη της ευθύνης για την ενέργεια αυτή, που κλείνει μια εξαιρετικά αιματηρή χρονιά για το Αφγανιστάν. Ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν Ζαμπιουλάχ Μουτζάχιντ όμως δήλωσε ότι το ισλαμιστικό κίνημα «δεν είχε καμία ανάμιξη» σε αυτή την επίθεση, κάτι που μάλλον αφήνει να εννοηθεί πως επρόκειτο για ενέργεια του αφγανικού βραχίονα του Ισλαμικού Κράτους.
Συνολικά, η επίθεση και η πολιορκία στο κτιριακό συγκρότημα όπου στεγάζονται τα υπουργεία Δημοσίων Έργων και Κοινωνικών Υποθέσεων κράτησε πάνω από επτά ώρες. Σε αυτήν, πέραν των 43 ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους, τραυματίστηκαν άλλοι 10 και πλέον, διευκρίνισε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας, ο Ουάχιντ Ματζρόχ.
Οι ένοπλοι εισέβαλαν στο συγκρότημα αφού αρχικά βομβιστής-καμικάζι ανατίναξε όχημα παγιδευμένο με εκρηκτικά στην είσοδό του ενώ άλλοι αντάλλασσαν πυρά με άνδρες των σωμάτων ασφαλείας. Κατατρομοκρατημένοι δημόσιοι λειτουργοί άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν, άλλοι πήδαγαν από παράθυρα. Όμως εκατοντάδες άλλοι βρέθηκαν παγιδευμένοι μέσα στο κτιριακό συγκρότημα ενώ μαίνονταν σφοδρές ανταλλαγές πυρών και ακούγονταν αλλεπάλληλες εκρήξεις.
Τουλάχιστον τέσσερις δράστες, ανάμεσά τους ο βομβιστής-καμικάζι, σκοτώθηκαν, ενώ πάνω από 350 άνθρωποι διασώθηκαν στην επιχείρηση των αρχών.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα θύματα ήταν άμαχοι, που πληρώνουν ούτως άλλως το πιο βαρύ τίμημα τα δεκαεπτά χρόνια της τρέχουσας φάσης της σύρραξης στο Αφγανιστάν, η οποία άρχισε με την αμερικανική επέμβαση στα τέλη του 2001 για να εκδιωχθούν οι Ταλιμπάν από την εξουσία.
Η επίθεση αυτή ήταν η πιο φονική από τον περασμένο μήνα, όταν βομβιστής-καμικάζι έπληξε χώρο λατρείας με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 55 άνθρωποι.
Η προοπτική της αποχώρησης μεγάλου μέρους των δυνάμεων των ΗΠΑ βύθισε στην αβεβαιότητα το σπαρασσόμενο από τον πόλεμο Αφγανιστάν. Καθώς η κατάσταση στον τομέα της ασφάλειας επιδεινώνεται, ο πρόεδρος της χώρας Άσραφ Γάνι αντικατέστησε την Κυριακή τους υπουργούς Άμυνας και Εσωτερικών με δύο αδιάλλακτους αντιπάλους των Ταλιμπάν. Μετά την επίθεση της Δευτέρας, δήλωσε ότι οι αντικυβερνητικοί μαχητές επιτίθενται σε πολιτικούς στόχους για να «κρύψουν» το γεγονός ότι «ηττώνται στο πεδίο της μάχης».
Αλλά η αποφασιστικότητα που προσπαθεί να προβάλει ο Γάνι δεν ανταποκρίνεται στην κατάσταση στο πεδίο. Από τον Ιανουάριο έχουν γίνει 22 επιθέσεις μόνο στην πρωτεύουσα Καμπούλ, στις οποίες σκοτώθηκαν 510 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι χίλιοι και πλέον.
Στον απολογισμό των θυμάτων της Δευτέρας θα πρέπει να προστεθούν τα τουλάχιστον 12 στελέχη των αφγανικών ένοπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας που έχασαν τη ζωή τους σε επιθέσεις στις επαρχίες Φαριάμπ (βόρεια) και Νανγκαρχάρ (ανατολικά), όπως δήλωσαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι σήμερα.