Εκτός Δημοσίου υπάλληλοι με πλαστά δικαιολογητικά: Νόμιμη η ανάκληση διορισμού τους

Τι αναφέρουν αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν είναι ποινή, αλλά διοικητικό μέτρο λέει το Ανώτατο Δικαστήριο.
.
.
Eurokinissi

Σε αλλεπάλληλες γνωμοδοτήσεις προχώρησε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), σχετικά με αποφάσεις να τεθούν εκτός Δημοσίου υπάλληλοι με πλαστά δικαιολογητικά.

Όπως έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο, οι αποφάσεις να τεθούν εκτός Δημοσίου υπάλληλοι που διορίστηκαν χρησιμοποιώντας πλαστά πιστοποιητικά, όχι μόνον είναι αναγκαία αλλά και δεν συνιστά ποινή. Αντιθέτως, οι αρχές στη συνέχεια θα πρέπει μετά την ανάκληση του διορισμού, να προχωρούν και σε πειθαρχικές διώξεις.

Στην πρώτη απόφασή του, το ΣτΕ έκρινε ότι η πράξη ανάκλησης του διορισμού υπαλλήλου δεν συνιστά «ποινή» κατά την αυτοτελή έννοια του όρου στο άρθρο 4 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ne bis in idem) και, ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του.

Ειδικότερα αναφέρει πως «η πράξη ανάκλησης διορισμού: α) δεν είναι ποινή (του ποινικού δικαίου) κατά το εθνικό δίκαιο, αλλά διοικητικό μέτρο, β) αφορά περιορισμένο, ειδικά προσδιορισμένο, κύκλο προσώπων (τους δημόσιους υπαλλήλους) και όχι το σύνολο των κοινωνών ή ευρεία κατηγορία προσώπων, και δεν θάλπει σκοπούς αντίστοιχους με αυτούς του ποινικού δικαίου, αλλά αποσκοπεί στην αποκατάσταση της διαταραχθείσας νομιμότητας προς υλοποίηση της συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου, στην καλή λειτουργία της υπηρεσίας και στην υλοποίηση των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, γ) δεν προσιδιάζει σε ποινή του ποινικού δικαίου, δηλαδή δεν επιβάλλεται με αυτήν ούτε ποινή στερητική της ελευθερίας (κάποιας βαρύτητας) ούτε εξαιρετικά υψηλή χρηματική κύρωση. Εξάλλου, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η συμπεριφορά του υπαλλήλου που προκάλεσε ή υποβοήθησε την παρανομία (μπορεί να) συνιστά και ποινικό αδίκημα.

Με την ίδια απόφαση το Δικαστήριο, δικάζοντας την έφεση, έκρινε, αν με βάση τα στοιχεία τα οποία η εκκαλούσα, υπάλληλος της Βουλής, επικαλέστηκε και υπέβαλε ενώπιον της αρμόδιας Υπηρεσίας ή επικαλέστηκε ότι υπήρχαν στον υπηρεσιακό της φάκελο, η ανάκληση του διορισμού της παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με την απόφαση, η εκκαλούσα δεν ισχυρίστηκε ότι υπέβαλε στη Βουλή στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν το εισόδημα, αλλά και η περιουσία της, ούτε για το γεγονός ότι ήταν ανύπαντρη και μητέρα τέκνου 14 ετών, ούτε ισχυρίστηκε ότι σχετικά στοιχεία υπάρχουν στον υπηρεσιακό της φάκελο. Περαιτέρω, δεν επικαλέστηκε προβλήματα υγείας της ίδιας ή του τέκνου της.

Και όπως αναφέρει το Ανώτατο Δικαστήριο «λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η πάροδος 16 ετών από τον διορισμό της, σε συνδυασμό με την υπηρεσιακή της απόδοση (στις εκθέσεις αξιολόγησης χαρακτηριζόταν άριστη και είχε ευμενή σχόλια), ακόμη δε και αν γινόταν δεκτό ότι ήταν ανύπαντρη μητέρα τέκνου 14 ετών, δεν συνιστούν, μόνα αυτά, όλως εξαιρετικές περιστάσεις τέτοιες, που, κατά την έννοια του άρθρου 20 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, ερμηνευόμενου υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, να καθιστούν μη νόμιμη την ανάκληση του διορισμού της».

Συμβούλιο της Επικρατείας: Μπλόκο και σε εφέσεις από πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους

Με άλλη απόφαση του ΣτΕ απορρίφθηκαν εφέσεις που είχαν ασκηθεί από υπαλλήλους (πολιτικούς και στρατιωτικούς) κατά αντίστοιχων αποφάσεων Διοικητικών Εφετείων, με τις οποίες είχαν ομοίως απορριφθεί αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν αυτοί ασκήσει κατά διοικητικών πράξεων, με τις οποίες είχε αποφασισθεί η ανάκληση του διορισμού τους (κατ’ άρθρο 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων για τους δημοτικούς υπαλλήλους ή δυνάμει των γενικών αρχών ανάκλησης των παρανόμων διοικητικών πράξεων σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 για τους στρατιωτικούς υπαλλήλους), λόγω του ότι κατέθεσαν πλαστά δικαιολογητικά πρόσληψης.

Με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων αποτελεί αόριστη νομική έννοια και στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου και προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε υπόθεσης.

«Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων για τους δημοτικούς υπαλλήλους ή τις γενικές αρχές ανάκλησης των παρανόμων διοικητικών πράξεων σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 για τους στρατιωτικούς υπαλλήλους, δέχθηκε τα εξής: Στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος όχι μόνο διορίστηκε παρανόμως αλλά επιπλέον ήταν ο ίδιος που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της προθεσμίας (διετούς για τους πολιτικούς υπαλλήλους και πενταετούς για τους στρατιωτικούς υπαλλήλους) εντός της οποίας ανακαλούνται, καταρχήν, οι παράνομοι διορισμοί. Η ανάκληση του διορισμού στην πιο πάνω ειδική περίπτωση είναι, καταρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό, Τούτο δικαιολογείται όχι μόνο από τη μέριμνα του νομοθέτη για την αποκατάσταση της σοβαρά διαταραχθείσας νομιμότητας, με τον διορισμό σε θέση υπαλλήλου προσώπου που δεν κατέχει τα νόμιμα προσόντα, καθώς και των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας των πολιτών κατά την επιλογή τους προς πλήρωση των δημόσιων θέσεων, αλλά και εξαιτίας των σοβαρών ενδείξεων ότι ο διορισθείς στερείται του αναγκαίου για υπάλληλο ήθους. Εξάλλου, η δόλια συμπεριφορά του τού στερεί, καταρχήν, την προσδοκία για διατήρηση της θέσης του», σημειώνει το Ανώτατο Δικαστήριο.

Δημοφιλή