Ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ελ Νικφούρ των Αράβων, ο φόβος και ο τρόμος του Ισλάμ είναι μια εξόχως εμβληματική μορφή, πηγή παραδειγματισμού και έμπνευσης για όλους εμάς. Ουσιαστικά «ενσαρκώνει» και συγκεφαλαιώνει τον κεντρικό άξονα της πατρίδας μας της Ρωμανίας, της μίας δηλαδή διαχρονικής Ορθόδοξης Πολιτείας στη γη. Και αυτός ο άξονας δεν είναι άλλος παρά τα λόγια στην παράκληση που λένε: ”Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν, ουκ οίδαμεν προσκυνείν Θεώ αλλοτρίω.”
Το ξέρομε δηλαδή ότι είμαστε αμαρτωλοί, το ξέρομε ότι είμαστε βρωτοί και πεπτωκότες, και οι πράξεις μας δεν είναι αυτές που θα έπρεπε, όμως δεν απελπιζόμαστε μέσα στον κόσμο, δεν λυγίζομε, δεν υποχωρούμε και ελπίζοντας μόνο σε Σένα αγωνιζόμαστε για το καλύτερο και ό,τι μπορέσομε να κάνομε, και ό,τι καταφέρομε και ό,τι αξιωθούμε. Ξέρομε τις αδυναμίες μας και τις δυσκολίες του κόσμου, όμως συνεχίζομε με τη βοήθειά Σου να καταφάσκομε τον κόσμο, μη απελπιζόμενοι και μη παραιτούμενοι από τον αγώνα να φέρομε τά πράγματα «ως εν ουρανώ και επί της γης».
Έχομε επίγνωση ότι το πλαίσιο δεν αποτελείται από παραδείσιες, «γλυκανάλατες», «πολιτικώς ορθές», ιδανικές καταστάσεις, αλλά αποτελείται από σκληρή πραγματικότητα, σκληρό εαυτό, σκληρούς εχθρούς και αντίπαλους, σκληρές αμαρτίες. Όμως και από την άλλη μεριά υπάρχει σκληρή ασκητική και αγώνας, μετάνοια, αγάπη και ελπίδα σε Σένα τον έναν Θεό. Ο καθένας από μάς μόνος του, ασυγχύτως αλλά και όλοι μαζί ενωμένοι, αδιαιρέτως, ως σώμα. Ενωμένοι όλοι διαχρονικά και εσχατολογικά ως ένας Λαός, ως ο Λαός του Θεού. Αυτό είναι ο Νικηφόρος Φωκάς: η έκφραση του αμαρτωλού και πεπτωκότος, αλλά ταυτόχρονα καταφάσκοντος και αγωνιζόμενου Λαού του Θεού.
Εμείς οι Ηρακλειώτες τον αγαπούμε πολύ τον Νικηφόρο. Είναι ο νικητής, ελευθερωτής μας από δεσμά αιώνων. Τον ένατο αιώνα ορδές Σαρακηνών μουσουλμάνων από την Ισπανία κατέλαβαν την Κρήτη. Ίδρυσαν Ισλαμικό Κράτος και έθεσαν πρωτεύουσα του εμιράτου τους το Ηράκλειο, το οποίο περιτείχισαν με απόρθητα τείχη περιβαλλόμενα από μεγάλο και βαθύ κανάλι, κανάλι στο οποίο οφείλεται και η τότε ονομασία της πόλης ως Χάνδακας. Η μόνη δραστηριότητα των Σαρακηνών ήταν η πειρατεία και το δουλεμπόριο. Όλη η Μεσόγειος υπέφερε από τις συνεχείς επιδρομές. Τα παράλια ερήμωσαν, το θαλάσσιο εμπόριο υπέστρεψε πλήρως και κυρίως χιλιάδες αρπαγέντες αθώοι πουλιούνταν ως σκλάβοι συνεχώς στο μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο που υπήρχε τότε, αυτό του Χάνδακα. Ήταν τόση η δύναμη του κράτους αυτού, ώστε σε μιάν επιδρομή του μπόρεσε να καταλάβει και την ίδια την πόλη της Θεσσαλονίκης, τήν περιτείχιστη δεύτερη σε σημασία πόλη της αυτοκρατορίας.
Η Ρωμανία είχε κάνει έξι σοβαρές προσπάθειες να απελευθερώσει το νησί. Όλες αποτυχημένες. Μέχρι που ήρθε η σειρά του στρατηγού Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος είχε ήδη στο ενεργητικό του πολλούς θριάμβους στα πεδία των μαχών. Μάχες ατελείωτες στα ανατολικά σύνορα της πατρίδας μας, της Ρωμανίας για να απελευθερώσει και να ενισχύσει τους χριστιανούς απέναντι στη βία των εχθρών. Σκληρός και δίκαιος, ακούραστος ηγέτης, εδραίος και οραματιστής. Αυτόν διάλεξε η Ρωμανία για ηγούμενο της μεγάλης εκστρατείας. Και ο Νικηφόρος απεδέχθη το μεγάλο ρίσκο για την αγάπη του Χριστού και παρά τις τρομερές αντιξοότητες τα κατάφερε. Για τους Χριστιανούς και την αγάπη του Χριστού.
Αυτή η αγάπη του για τον Χριστό και το ερώτημά του πώς θα έπρεπε να Τον υπηρετήσει καλύτερα ήταν που διέτρεχε και καθόριζε όλη τη βιωτή του. Από μικρός αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να μονάσει ή αν θα υπηρετούσε καλύτερα τον Θεό μένοντας στον κόσμο και αγωνιζόμενος κατά τα μέτρα του δυνατού. Ήξερε πως μένοντας στον κόσμο και μάλιστα στα πιο υψηλά επίπεδα της επαγγελματικής και κοινωνικής ιεραρχίας η προσφορά του θα ήταν μεν πολύ μεγάλη, αλλά οι πιέσεις και οι πειρασμοί θα ήταν αφόρητοι. Σε σημείο τέτοιο ώστε να κινδυνεύει να χάσει την ίδια του την ψυχή. Το δίλλημα του Νικηφόρου είναι και δίλημμα πολλών ορθοδόξων. Ο Νικηφόρος έδωσε την προσωπική του απάντηση. Έμεινε στον κόσμο και προσπάθησε όσο μπορούσε με την εκκλησιαστική και ασκητική του ζωή να παραμείνει και κοντά στον Χριστό. Τα κατάφερε όμως;
Πάντα με νοσταλγία θυμάμαι τις συναρπαστικές διηγήσεις του πατέρα μου όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό για τις μάχες του Νικηφόρου σ’ αυτά εδώ τα χώματα που πατάμε για να μάς απελευθερώσει. Τα χώματα του Ηρακλείου. Και αργότερα, όταν μεγάλωσα, τη συγκίνηση που ένιωθα και νιώθω κάθε φορά που μπαίνοντας στην Εκκλησία του Αγίου Τίτου αντικρίζω αριστερά τη μεγάλη αγιογραφία του Νικηφόρου.
Η ορθόδοξη μας αγιογραφία έχει δυό διαστάσεις για να προστατεύσει και να αναδείξει την πραγματική ουσία, την τρίτη διάσταση, το βάθος. Και αυτή η τρίτη διάσταση είναι η ζωντανή, πραγματική σχέση του εικονιζόμενου Αγίου με τον προσκυνητή, τον προστρέχοντα σ’ αυτόν. Χαιρετιούνται, ασπάζονται και συζητούν. Ζυμώνονται. Και ο εικονιζόμενος κατεβαίνει από το πλαίσιο και ξαναμπαίνει στο τώρα, στον τόπο και χρόνο του τωρινού φωτός, στην πραγματική σκιά του τωρινού βάθους. Αλλά και ο προστρέχων ανεβαίνει και τοποθετείται στο κάδρο της αιωνιότητας, στο φως και την ησυχία του Ιερού Θυσιαστηρίου.
Την τελευταία φορά που αντικριστήκαμε με τον Νικηφόρο με κοίταξε βαθειά και μού μίλησε στην καρδιά. Με ρώτησε: «Και η Ρωμανία μας σήμερα; Πώς πάει η Ρωμανία μας;» Τον κοίταξα σχεδόν δακρυσμένος από τον πόνο. Τι να του έλεγα; Πως η λήθη έχει απλωθεί και πιά λίγοι τη θυμούνται; Πως τα σύμβολα και τα ονόματα για τά οποία αυτοί έδωσαν το αίμα τους διαστρεβλώθηκαν και αλλάχθηκαν για να διακοπεί η συνέχεια και η συνοχή; Πως οι Ρωμηοί όσοι δεν φύγανε μακριά, χωρίστηκαν σε έθνη-κομμάτια και αντιπαλεύονται μεταξύ τους; Τί να του πώ; «Στρατηγέ, …» πήγα να ψελλίσω και σταμάτησα από τον κόμπο στον λαιμό. Κατάλαβε. Με κοίταξε αποφασιστικά και μού είπε: «Έλα. Μη δειλιάζετε. Σταθείτε όρθιοι. Είμαστε και μεις εδώ. Όλοι μαζί, ως ένα σώμα. Και να έχετε θάρρος, γιατί ό,τι και να γίνει, τον τελικό νικητή Τον ξέρομε ποιος θα είναι».
Του Νικηφόρου του οφείλομε και του οφείλω πολλά. Και πάντα τον σεβόμουν και τον τιμούσα ως ελευθερωτή, ως αγωνιστή στρατηγό και ως σπουδαίο άνθρωπο. Δεν ήξερα όμως αν θα έπρεπε να τον τιμώ και ως Άγιο. Είναι μεν αγιογραφημένος στην εκκλησία του Αγίου Τίτου, αλλά μερικοί αυτό το απέδιδαν στο γεγονός ότι ήταν ο κτήτωρ του ναού. Άλλοι πάλι ισχυρίζονταν ότι μόνο εμείς εδώ του αποδίδομε τέτοιο σεβασμό, επειδή μάς ελευθέρωσε, αλλά σε άλλους τόπους οι άνθρωποι επικεντρώνονται στην τραχύτητα του βίου του. Ήταν Άγιος τελικά ο Νικηφόρος; Τα είχε καταφέρει; Ήταν σωστή η απόφασή του να παραμείνει στον κόσμο;
Αρχές του νέου έτους ξεφύλλιζα το ημερολόγιο του 2018 που είχε εκδώσει μια από τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης. Έπεσα τυχαία στο τοπικούς Άγιους της Εκκλησίας μας. Σκέφτηκα να δω αν στη χορεία ήταν και ο Νικηφόρος. Άρχισα να φυλλομετρώ. Γενάρης, Φλεβάρης, τίποτα· Ιούνιος, Ιούλιος, δυστυχώς όχι· Οκτώβριος, Νοέμβριος, ουδέν. Απογοήτευση. Πουθενά ο Νικηφόρος.
Ετοιμαζόμουν να κλείσω το ημερολόγιο. Γύρισα την τελευταία σελίδα. Δεκέμβριος. Και ξαφνικά η απογοήτευσή μου μετατράπηκε σε απέραντη χαρά. Ήταν γραμμένο ξεκάθαρα: Δεκεμβρίου 11, Νικηφόρου του Φωκά. Δόξα σοι ο Θεός. Ο Νικηφόρος τα κατάφερε. Κέρδισε τη μεγαλύτερη μάχη που έδωσε, κέρδισε τη μάχη της ψυχής του. Αποφάσισε να μείνει στον κόσμο και να προσφέρει, όντας και παλεύοντας στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, πειρασμών και πίεσης και τα κατάφερε. Και όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά συνεχίζει και σήμερα δίπλα στους απλούς ανθρώπους να αγωνίζεται ασταμάτητα για τον Χριστό, την ορθοδοξία, τον άνθρωπο, την χαρά και την ειρήνη. Άγιε Νικηφόρε, Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ όλων ημών και υπέρ της αγαπημένης σου Ρωμανίας.