Αν η Ella Fitzgerald ζούσε στις 19 Απριλίου θα είχε συμπληρώσει τα εκατό χρόνια της. Καθώς όμως ο αιώνας καλώς ή κακώς υπερβαίνει το προσδόκιμο ζωής της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων άφησε τον κόσμο και ιδίως την μουσική αρκετά πιο μόνους στις 15 Ιουνίου 1996, λίγους μήνες μετά τα εβδομηκοστά ένατα γενέθλια της. Η παραμονή της στον πλανήτη μας μπορεί να μην ήταν τόσο μακρόχρονη όσο θα την ήθελαν πάρα πολλοί μουσικόφιλοι αλλά ευτυχώς ήταν τόση ώστε να της επιτρέψει να αφήσει πίσω της έναν πάρα πολύ μεγάλο όγκο έργου το οποίο φυσικά για έναν ερμηνευτή ή ερμηνεύτρια που αυτό το οποίο κάνει, το να τα τραγουδάει, τελειώνει μόλις πραγματωθεί, όταν τελειώνει κάθε τραγούδι του/της, δεν μπορεί παρά να είναι η ποσότητα των ηχογραφήσεων που έκανε.
Η Ella Jane Fitzgerald όπως ήταν το πλήρες όνομα της ήταν από εκείνους και εκείνες που όχι μόνον πραγματοποιούν ασταμάτητα και ακούραστα ζωντανές εμφανίσεις (το ακούραστα ισχύει κυριολεκτικά στην περίπτωση της, μέχρι και τρία χρόνια πριν από τον θάνατο της και ενώ ήδη είχε σοβαρότατα προβλήματα υγείας και το ότι τις διέκοψε τότε οφείλεται στο ότι ο προχωρημένος διαβήτης έκανε αναγκαίο τον ακρωτηριασμό αμφοτέρων των κάτω άκρων της στο ύψος του γονάτου) αλλά και ηχογραφούσε σχεδόν συνεχώς, σε στούντιο αλλά πολύ συχνά και τις συναυλίες της. Οι ηχογραφήσεις της λοιπόν είναι τόσες πολλές ώστε να μπορούν να κυκλοφορούν νέοι δίσκοι της ακόμα και εφέτος, με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων από την γέννηση της!
Οχι, δεν πρόκειται για αστείο αλλά για πραγματικότητα. Άλλωστε αν ήταν αστείο, ακόμα και το να σκεφτόταν μόνο κανείς, πόσο μάλλον να υλοποιούσε την σκέψη του, θα ήταν τρομερά κακόγουστο. Πρόκειται για απολύτως αληθινό γεγονός και, σαν τέτοιο, δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηρίζεται από εξαιρετική καλαισθησία, αν δεν ίσχυε αυτό απλά δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Για να λυθεί το μικρό μυστήριο και επειδή προφανώς η ανάσταση νεκρών είναι ανέφικτη με το «νέος δίσκος» δεν εννοώ κάποιον στον οποίο ακούγεται η Ella Fitzgerald να τραγουδάει...μετά θάνατον, ούτε καν κάποια ξεχασμένη κάπου ηχογράφηση της, αυτό άλλωστε δεν θα συνιστούσε νέο δίσκο. Αυτό που εννοώ είναι ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας επιτρέπει ήδη εδώ και πολλά χρόνια να διαχωρίζονται τα επιμέρους στοιχεία (ή κανάλια, για όσους θέλουν την τεχνική ορολογία) ακόμα και πάρα πολύ παλαιών ηχογραφήσεων.
Εν προκειμένω κάποιοι είχαν την ιδέα ή και την έμπνευση να διαχωρίσουν την φωνή της Fitzgerald από μερικά από τα πλέον όχι απλά γνωστά αλλά κλασικά τραγούδια της και να κάνουν με αυτήν κάτι που όχι μόνο δεν είχε συμβεί αλλά σίγουρα ούτε είχε πέρασε ποτέ από το μυαλό οποιουδήποτε όσο ήταν εν ζωή.
Αυτό δεν είναι άλλο από το να βάλουν να συνοδεύει την φωνή της όχι μιαν έστω και ιδιαίτερα πολυμελής jazz big band με την ενίσχυση κάποιων εγχόρδων αλλά μια αληθινή, κανονική συμφωνική ορχήστρα! Η ορχήστρα αυτή μάλιστα είναι μία από τις αντικειμενικά και διαχρονικά καλύτερες διεθνώς, η London Symphony Orchestra. Η επιτυχία ή μη αυτού του εγχειρήματος δεν μπορούσε βέβαια να εξαρτάται από έναν και μόνο παράγοντα, το πως θα γίνονταν οι νέες και τόσο διαφορετικές από τις αυθεντικές ενορχηστρώσεις και την ποιότητα τους.
Ο Αργεντινός (αλλά μόνιμα εγκατεστημένος στην Αμερική) συνθέτης, ενορχηστρωτής και μαέστρος Jorge Calandrelli που ανέλαβε την πολύ δύσκολη ομολογουμένως αποστολή έκανε και στα δύο σκέλη εξαιρετική δουλειά. Τόσο πολύ ώστε θα μπορούσε πολύ ωραία κανείς να πιστέψει ότι όντως κάποια στιγμή η Ella Fitzgerald τραγούδησε με την συνοδεία της London Symphony Orchestra και, ακόμα περισσότερο, να πειστεί ότι, ακόμα και αν στην πραγματικότητα δεν συνέβη ποτέ, ήταν απολύτως φυσικό για εκείνη να τραγουδάει έχοντας πίσω της μια συμφωνική ορχήστρα (και σε αυτό το σημείο δεν μπορεί να μην σου περάσει από το μυαλό ότι ο χαρακτηρισμός «Μαρία Κάλλας της jazz» που είχε μεταχειριστεί κάποτε κάποιος για αυτήν τελικά ίσως να μην ήταν υπερβολικός).
Η αίσθηση είναι φυσικά πολύ διαφορετική από το να την ακούς με ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο jazz σύνολο αλλά το ίδιο καλαίσθητη και απλά, αφοπλιστικά σχεδόν, όμορφη. Τα πνευστά και τα κρουστά της ορχήστρας συνοδεύουν φυσικά την φωνή της στα ξεσπάσματα της και γενικότερα στις υψηλότερες περιοχές της αλλά είναι όταν η θαλπωρή του σώματος των εγχόρδων αγκαλιάζει θαρρείς τις τόσο σαγηνευτικές μεσαίες και ιδίως χαμηλές συχνότητες της (ένα στοιχείο της εντυπωσιακότατης σοπράνο φωνής της που λίγοι του έχουν δώσει την σημασία την οποία θα έπρεπε ή και ακόμα το έχουν προσέξει) με σχεδόν....στοργικό τρόπο, «φωτίζοντας» την από μιαν οπτική γωνία διαφορετική από όλες τις μέχρι τώρα, που φαίνεται το νόημα αλλά και η αξία του εγχειρήματος.
Το αποτέλεσμα όλου αυτού του μόχθου αλλά και της ολοφάνερης αγάπης απάντων των συντελεστών για την κορυφαία ερμηνεύτρια είναι το «Ella With The London Symphony Orchestra – Someone To Watch Over Me». Δώδεκα τραγούδια από την αναμφίβολα χρυσή περίοδο της, τις δεκαετίες του ’40 και του ΄50, όταν κυκλοφορούσε τους δίσκους της αντίστοιχα στις εταιρείες Decca και Verve, η δεύτερη ιδρύθηκε το 1955 από τον τότε μάνατζερ της και επί της ουσίας για να δώσει δισκογραφική στέγη στην ίδια. Στη συνέχεια βέβαια η Verve εξελίχθηκε, μαζί με την παλαιότερη της Blue Note, στην σημαντικότερη jazz δισκογραφική εταιρεία στην Αμερική, αν όχι διεθνώς, εξακολουθεί να είναι ενεργή αν και πλέον ως τμήμα του πολυεθνικού ομίλου Universal και, διόλου συμπτωματικά προφανώς, αυτή κυκλοφόρησε το εν λόγω CD. Δώδεκα τραγούδια που φυσικά ανήκουν στο λεγόμενο Great American Songbook, τον «κανόνα» δηλαδή που αποτέλεσε την βάση καταρχήν για το αμερικανικό και στη συνέχεια για το διεθνές ποπ τραγούδι. Τραγούδια με άλλα λόγια των Rogers & Hart, Cole Porter, George (και Ira) Gershwin όπως το ομότιτλο και μερικών ακόμα αναλόγων, δύο από αυτά σε ντουέτο με τον πλέον ιδανικό παρτενέρ της στη σκηνή μα και στο στούντιο, τον μέγιστο καταρχήν τρομπετίστα και στη συνέχεια τραγουδιστή Louis Armstrong και ένα ακόμα στο οποίο, πάντα με την βοήθεια της τεχνολογίας, ενώνει την φωνή του με την δική της ο καλός σύγχρονος jazz ερμηνευτής Gregory Porter.
Όλα αυτά φυσικά δεν θα μπορούσαν να είχαν συμβεί δίχως την πρώτη ύλη που σκοπός του εγχειρήματος δεν είναι παρά να την αναδείξει. Αυτή η πρώτη ύλη είναι βέβαια η φωνή ή καλύτερα η ερμηνεία της Ella Fitzgerald, αυτό το εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο του συνδυασμού του ήχου ο οποίος παραγόταν από τις φωνητικές χορδές της και έβγαινε από το στόμα της και των συναισθημάτων που μετέφερε αυτός, έναν συνδυασμό που είναι μετρημένες στα δάκτυλα οι φορές τις οποίες τον συναντούμε σε ανθρώπους με καμία μουσική παιδεία εκτός από την χορωδία της εκκλησίας στα παιδικά τους χρόνια όπως εκείνη. Η Ella Fitzgerald ήταν πολύ περισσότερο από μιαν απλά «πολύ καλή φωνή». Ηταν ένας άνθρωπος με ικανότητες και δυνατότητες οι οποίες σαφώς υπερβαίνουν αυτές του μέσου όρου ο οποίος έζησε μια ζωή πολύ δύσκολη σε ένα μεγάλο μέρος της αλλά και τόσο πυκνή όσο αναλογικά δεν είναι τριών και τεσσάρων άλλων.
Η Ella Fitzgerald ήταν το παιδί μαύρων γονιών που δεν είχαν παντρευτεί αλλά μόνο ζούσαν μαζί (στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα στην συντηρητική στο έπακρο Αμερική!) το οποίο είχε εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο, είχε κλίση στον χορό και τον λάτρευε αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να ασχοληθεί μαζί του και όμως, μετά τον θάνατο της μητέρας της όταν ήταν δέκα πέντε ετών και τον βιασμό της από τον πατριό της, υποχρεώθηκε όχι μόνο να εγκαταλείψει το σχολείο αλλά και να πάει να ζήσει μαζί με την θεία της και τον σύζυγο της τελευταίας, μια τόσο απότομη αλλαγή όλων των συνθηκών της ζωής της που πολύ σύντομα την έφερε σε ένα δρόμο του κοινωνικού περιθωρίου αλλά και της παρανομίας ο οποίος περνούσε μέσα από οίκους ανοχής και πρόωρες ερωτικές σχέσεις με προαγωγούς, ακόμα και εμπόρους ναρκωτικών και τελικά την οδήγησε στο αναμορφωτήριο από το οποίο δραπέτευσε για να ζήσει ένα διάστημα κυριολεκτικά στους δρόμους της Νέας Υόρκης ως άστεγη! Παρ’ όλη την τόσο προβληματική και τραυματική εφηβική ηλικία της όμως το φωνητικό χάρισμα της στάθηκε φάρος για εκείνη και πριν καν συμπληρώσει τα δέκα οκτώ χρόνια της είχε αρχίσει να τραγουδάει επαγγελματικά.
Η σκληρά εργαζόμενη τραγουδίστρια που γρήγορα άρχισε να καθιερώνεται παντρεύτηκε δύο φορές, πιθανόν και μια τρίτη, με έναν αρκετά νεότερο της Νορβηγό, χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιωθεί επίσημα ποτέ, δεν απέκτησε δικά της παιδιά αλλά αφοσιώθηκε σε ένα που υιοθέτησαν μαζί με τον δεύτερο σύζυγο της με τον οποίο χώρισαν αρκετά σύντομα, τον αληθινό γιο της πλέον από τον οποίο ευτύχησε να δει μιαν εγγονή. Με εξαίρεση αυτό το παιδί το δεύτερο ήμισυ της ζωής της το πέρασε μόνη της, δίχως σύντροφο ή άλλη οικογένεια. Μια γυναίκα που ενώ το κοινό την αποθέωνε στις αναρίθμητες συναυλίας της στην προσωπική ζωή της ήταν ένας μοναχικός, τρομερά ντροπαλός και εξαιρετικά ανασφαλής εντέλει άνθρωπος, γεγονός που την έκανε και υπέρ του δέοντος σεμνή. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό όταν, λαμβάνοντας ένα από τα τόσα βραβεία και διακρίσεις με τα οποία τιμήθηκε, είπε «μάλλον θα πω το λάθος πράγμα, όπως κάνω πάντα, αλλά κακώς βρίσκομαι εδώ και ακόμα πιο κακώς λέω οτιδήποτε, τα καταφέρνω καλά μόνον όταν τραγουδώ»!
Η προσωπική της ανασφάλεια όμως δεν την εμπόδισε καθόλου από το να είναι με τον δικό της, σεμνό, διακριτικό και ευγενικό τρόπο, μία από τις πιο ένθερμες αγωνίστριες για τα δικαιώματα των μαύρων, γεγονός για το οποίο επίσης τιμήθηκε πολλές φορές, ανάμεσα στα άλλα και με την ανώτατη μη στρατιωτική διάκριση στην Αμερική, το Προεδρικό Μετάλλιο Της Ελευθερίας. Το ειλικρινές και έμπρακτο ενδιαφέρον της για το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και εξακολούθησε να ζει και ειδικά για τους μη προνομιούχους του το έδειξε και με την ίδρυση τρία χρόνια πριν τον θάνατο της ενός οργανισμού που σκοπός του ήταν να ενισχύσει τη γενική αλλά και την μουσική παιδεία, την ιατρική φροντίδα για τους μη έχοντες και την ιατρική έρευνα.
Το πόση δύναμη, σωματική και πολύ περισσότερο ψυχική, διέθετε το απέδειξε με την καρτερικότητα και το ψυχικό μεγαλείο με τα οποία αντιμετώπισε τα πάρα πολλά προβλήματα, καρδιολογικά μα και όρασης, που της προκάλεσε ο διαβήτης πριν ακόμα από τον ακρωτηριασμό της. Όταν κουράστηκε από την μακρόχρονη νοσηλεία με δική της απόφαση έφυγε από το νοσοκομείο και πήγε να περάσει τις τελευταίες ημέρες της στο σπίτι της, μαζί με τον γιο και την εγγονή της. Νιώθοντας πως το τέλος πλησίαζε ζήτησε από τον γιο της να την πάει με το αμαξίδιο της για τελευταία φορά στον ανθισμένο κήπο, έμεινε εκεί για μια ώρα μόνη της και όταν την έφερε ξανά στο σπίτι κοίταξε προς τα πάνω και με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο της είπε «τώρα είμαι έτοιμη να φύγω». Πέθανε λίγες ώρες αργότερα από καρδιακή προσβολή, όχι τόσο πλήρης ημερών αλλά σίγουρα υπερπλήρης από μια ζωή που την βίωσε, με αγάπη και δίψα για αυτήν, σε κάθε πλευρά και έκφανση της. Ηταν αυτή ακριβώς η τόσο πλούσια από όλο το εύρος των εμπειριών και συναισθημάτων ζωή, από την εξαθλίωση της καθημερινότητας μιας άστεγης έφηβης στην επαγγελματική καταξίωση και την καθολική αποδοχή, από τα τραύματα μιας άγουρης ακόμα ψυχής στην απόλαυση του να υπάρχεις και όχι απλά να ζεις η οποία της έδωσε την δύναμη να αντέξει και τόσο σωματικό πόνο, από την δυστυχία στη χαρά, ακόμα και την ευτυχία, του να μπορείς να δώσεις απλόχερα, όχι μόνον υλικά αλλά και πνευματικά, ακόμα και ηθικά, η πορεία ενός ανθρώπου που όσο βελτιωνόταν η ζωή του τόσο καλύτερος έσωθεν γινόταν ο ίδιος, που στάθηκε το μεγαλύτερο εφόδιο της και τροφοδότησε το πως τραγουδούσε αλλά και έκανε scatting (η ιδιωματική ερμηνευτική τεχνική της jazz όπου δεν εκφέρονται λέξεις αλλά μόνο συλλαβές ή ακόμα και φθόγγοι και στην οποία ήταν επίσης άριστη) έτσι ώστε να καταστήσει την Ella Fitzgerald το μοναδικό γυναικείο ανάλογο της ανδρικής The Voice του εικοστού αιώνα, του επίσης ανυπέρβλητου Frank Sinatra.
Η καλή μουσική προορίζεται φυσικά για να ακούγεται όλες τις εποχές και κάθε ημέρα του έτους. Στην Αμερική, την γενέτειρα της jazz – άλλωστε είναι και ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά δώρα της στον υπόλοιπο κόσμο – προφανώς αυτό συμβαίνει και με το παραπάνω, όχι όμως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και περισσότερο ίσως από κάθε άλλη στην Ελλάδα όπου το ιδίωμα έχει ταυτιστεί κυρίως με την περίοδο των Εορτών. Αν λοιπόν δεν έχετε ανακαλύψει ακόμα το μεγαλείο και την ομορφιά του ιδιώματος θα πω πολύ απλά ότι η Ella Fitzgerald είναι ο καλύτερος τρόπος για να το κάνετε, πολύ περισσότερο και από την αμέσως επόμενη, κατά την γνώμη μου, σε αξία τραγουδίστρια της jazz, την επίσης πολύ μεγάλη Billie Holiday, πολύ διαφορετική μεν στο ύφος και την έκφραση της από εκείνη αλλά από την άλλη πολύ κοινών δυσμενών καταβολών και background που όμως το γεγονός ότι, αντίθετα με την Fitzgerald, ήταν τόσο αδύναμη σαν άνθρωπος δεν της επέτρεψε να τα αντιμετωπίσει ποτέ με αποτέλεσμα δυστυχώς να μην δώσει όσα θα μπορούσε και θα έπρεπε αλλά και να πεθάνει λόγω των καταχρήσεων αλκοόλ και ναρκωτικών τρομερά πρόωρα, μόλις σαράντα τεσσάρων ετών.
Η σύγκριση με την επίσης θρυλική Lady Day, όπως ήταν το παρωνύμιο της Billie Holiday, είναι ένας ακόμα λόγος ο οποίος δικαιώνει απόλυτα μία φράση που ειπώθηκε για την Ella Fitzgerald και η οποία συνοψίζει μάλλον οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί γα εκείνη, «υπάρχουν πάρα πολλές καλές jazz τραγουδίστριες αλλά μόνον η Ella ερμηνεύει την jazz». Ας είναι λοιπόν το «Ella With The London Symphony Orchestra – Someone To Watch Over Me» η αφορμή για να γνωρίσετε αυτή την κολοσσιαία ερμηνεύτρια και ταυτόχρονα για να έρθετε σε επαφή με τον υπέροχο κόσμο της jazz, αν αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα. Θα είναι το καλύτερο, μουσικό τουλάχιστον, δώρο που μπορείτε να κάνετε στον εαυτό σας για το 2018!