Στην κοινωνική ζωή της χώρας, η επικοινωνιακή πολιτική καθορίζει (σχεδόν) τα πάντα. Η ουσία του αποτελέσματος μιας εκλογικής μάχης, του λόγου ενός δημόσιου προσώπου, της επιτυχίας μιας καμπάνιας κ.ο.κ, ακολουθεί ασθμαίνοντας, αρκετά πιο πίσω. Δεν είναι και τόσο εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια εάν κάτι τέτοιο ίσχυε σε τόσο μεγάλο βαθμό κατά το παρελθόν, στις μέρες μας, όμως, αποτελεί μία πραγματικότητα σε ανησυχητικά μεγάλο βαθμό.
Την Παρασκευή 23 Αυγούστου έλαβε χώρα η συνάντηση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με την Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη. Η τελευταία φέρει, πλέον, τον τίτλο της επικεφαλής της επιτροπής “Ελλάδα 2021”, την ίδρυση της οποίας ανακοίνωσε πριν μερικές εβδομάδες ο πρωθυπουργός, ώστε να προετοιμαστούν κατάλληλα οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Σαφέστατα και η συνάντηση αυτή δεν αποτέλεσε ένα τυχαίο γεγονός. Άλλωστε οι ελάχιστα υποψιασμένοι με τα κοινωνικά τεκταινόμενα θεωρούσαν δεδομένη την πραγματοποίησή της.
Σε όλα ανεξαιρέτως τα σχετικά ρεπορτάζ που κυκλοφόρησαν στον Τύπο, ανιχνεύτηκαν συγκεκριμένες και επαναλαμβανόμενες φράσεις που αξίζει να δούμε εδώ συγκεντρωτικά: “Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε άριστο κλίμα”, “σε εξαιρετικά θερμό κλίμα”, “ο αρχιεπίσκοπος χάρηκε ιδιαίτερα για αυτή τη συνάντηση”, “η εκκλησία έθεσε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στη διαμόρφωση της εθνικής μας ταυτότητας” και “ο αρχιεπίσκοπος προέτρεψε την κα. Αγγελοπούλου να συναντηθεί με τον μητροπολίτη Δημητριάδος έτσι ώστε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα”.
Να υπογραμμίσουμε και πάλι κάπου εδώ ότι ο τρόπος με τον οποίον επικοινωνείται ένα γεγονός είναι το άλφα και το ωμέγα στις μέρες μας. Όμως ας σταθούμε λιγάκι περισσότερο στην παραπάνω έντονα τονισμένη φράση, πραγματοποιώντας ένα κρίσιμο ερώτημα: Για ποιο, άραγε, ζήτημα επιθυμεί να υπάρξει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα ο αρχιεπίσκοπος, ύστερα από τις επαφές της Ιεραρχίας με την επιτροπή του “Ελλάδα 2021”; Η απάντηση δεν είναι και τόσο δύσκολο να δοθεί.
Οι επερχόμενοι εορτασμοί με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από το 1821, αποτελούν για την Εκκλησία δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία μεριά, αναμένεται να αναδειχθεί με ακόμη εμφατικότερο τρόπο στη Δημόσια Σφαίρα ο όχι και τόσο ζεστός (το ακριβώς αντίθετο μάλιστα) τρόπος με τον οποίον υποδέχθηκε ο ανώτερος Κλήρος τις προετοιμασίες των επαναστατών για τον μεγάλο ξεσηκωμό. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κάτοχος πανεπιστημιακής έδρας για να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα. Αρκεί να μελετήσει τους αφορισμούς των επαναστατών από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, τις πατριαρχικές εγκυκλίους προς τους Επτανήσιους στα τέλη του 18ου αιώνα και στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, τον “χαλασμό” της κλεφτουριάς του Μοριά μέσω του συνοδικού αφορισμού του 1805 – γεγονός που οδήγησε στον θάνατο 5.000 εμπειροπόλεμους άνδρες, τους εκκλησιαστικούς απεσταλμένους στην Πελοπόννησο με σκοπό τον κατευνασμό των εν δυνάμει επαναστατών, τις εκατοντάδες σχετικές εγκυκλίους που στέλνονταν επί χρόνια από μητροπολίτες προς το ποίμνιό τους σε κάθε γωνιά του ελλαδικού χώρου, τη διαμάχη των εκκλησιαστικών λογίων με τους Έλληνες Διαφωτιστές και τις ιδέες περί ελευθερίας που οι τελευταίοι κόμιζαν, συγγραφικά έργα της εποχής όπως την “Ελληνική Νομαρχία”, τον “Λίβελλο κατά των αρχιερέων”, τον “Ρωσαγγλογάλλο”, τους “Στοχασμούς του Κρίτωνος”, τις θέσεις του Κοραή, του Βενιαμίν του Λέσβιου, του Χριστόδουλου Παμπλέκη κ.α, καθώς επίσης και τις απόψεις που διατυπώνουν σύγχρονοι ακαδημαϊκοί, εξειδικευμένοι στη μελέτη της συγκεκριμένης περιόδου της ελληνικής Ιστορίας. Εν συνεχεία αξίζει να το... ψάξει λίγο παραπάνω, μελετώντας τα περίφημα “Ρομαντικά Χρόνια”, δηλαδή την περίοδο 1830-1880, όταν και το ελεύθερο, πλέον, ελληνικό κράτος έκανε τα πρώτα του βήματα στην προσπάθειά του να διαμορφώσει μία νέα ελληνική ταυτότητα. Μια ταυτότητα στην οποία ουδεμία θέση είχε “η ανεξίτηλη σφραγίδα της Εκκλησίας” στην οποία αναφέρονται, όπως σημειώσαμε παραπάνω, τα ρεπορτάζ των τελευταίων ημερών. Η σφραγίδα αυτή προέκυψε κατά το τέλος του 19ου αιώνα, όταν το ιδεολογικό μόρφωμα του ελληνοχριστιανισμού των Παπαρηγόπουλου και Ζαμπέλιου κατέστη το κυρίαρχο κρατικό αφήγημα για την αντίληψη της ελληνικότητας, την ίδια στιγμή που η Εκκλησία, ως οργανισμός, κατάφερνε ύστερα από δεκαετίες προσπαθειών να ανακτήσει την αποδοχή της ελληνικής κοινωνίας. Όλες αυτές οι πληροφορίες, μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα ενός αιώνα, περίπου, ξεκίνησαν και πάλι να συζητούνται στους πνευματικούς κύκλους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, να εμφανίζονται στην ελληνική βιβλιογραφία από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και εξής και με ακόμη εμφατικότερο τρόπο, να αποτελούν σημείο έντονου προβληματισμού στην εποχή του διαδικτύου, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Είναι δεδομένο ότι ο δημόσιος αυτός διάλογος πρόκειται να ενταθεί ακόμη περισσότερο μέσα στην επερχόμενη διετία.
Στην άλλη όψη του νομίσματος βρίσκεται η χρυσή ευκαιρία της Ιεραρχίας. Μέσω της διαφαινόμενης νέας εποχής στις σχέσεις της με την Ελληνική Πολιτεία (όχι πώς με την προηγούμενη κυβέρνηση τα πράγματα πήγαν εν τέλει άσχημα), έχει μπροστά της πεδίον δόξης λαμπρό για να πραγματοποιήσει ένα επικοινωνιακό... φρεσκάρισμα των όσων κατάφερε να επιτύχει πριν από 140, περίπου, χρόνια. Είναι ξεκάθαρο ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προσδοκά σε μία στενή συνεργασία με την Γιάννα Αγγελοπούλου, ώστε να καταστήσει την Εκκλησία επικοινωνιακά και -για πολλά ακόμα χρόνια- στις συνειδήσεις μιας μεγάλης μερίδας Ελλήνων πολιτών, ως πρωτεργάτρια της Επανάστασης και βασικό πυλώνα διαμόρφωσης της νεότερης ελληνικής ταυτότητας. Οι περίφημοι εθνικοί μύθοι, όπως για παράδειγμα εκείνοι της αγίας Λαύρας ή του κρυφού σχολειού, αναμένεται να επανέλθουν δυναμικά στην επικαιρότητα το επόμενο διάστημα.
Σε έναν κόσμο που βιώνει εδώ και χρόνια μία πολυεπίπεδη κρίση, την ίδια στιγμή που η πληροφορία κινείται ταχύτατα, η κρισιμότατη για την πορεία και το μέλλον ενός τόπου έννοια της ταυτότητας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη αλλά και... εύπλαστη.
Μέσα στους επόμενους μήνες ο πνευματικός κόσμος της χώρας, ιδίως εκείνοι που έχουν ως κύρια ερευνητικά τους ενδιαφέροντα την Ιστορία, τη Φιλοσοφία των ιδεών και την Κοινωνιολογία, οφείλει να κάνει ένα βήμα μπροστά. Οφείλει να υπερασπιστεί μέσω του λόγου του, της πένας του και κάθε άλλου είδους δράσης του μία έννοια ξεχασμένη -με καταστροφικές συνέπειες- σε αυτόν τον τόπο: εκείνη της ιστορικής Aλήθειας.
Οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια Ανεξαρτησίας αποτελούν την καταλληλότερη αφορμή για να τεθεί η Ελληνική Επανάσταση στις πραγματικές της διαστάσεις, να αποκατασταθεί η ιδεολογική αύρα των επαναστατών και των Ελλήνων Διαφωτιστών που την οραματίστηκαν. Να δούμε τον Αγώνα της Εθνεγερσίας μέσα από τα δικά τους μάτια και όχι μέσα από τα παραμορφωτικά γυαλιά εκείνων που δεκαετίες αργότερα, συνέθεσαν μία ταυτότητα με αντιφατικές έννοιες, παραστάσεις, αξίες και αντιλήψεις, οδηγώντας εν τέλει την ελληνική κοινωνία στην πολυεπίπεδη κρίση που βιώνει έως και σήμερα.