«Νέες λύσεις» για να διευκολυνθεί η μεταφορά μεταναστών σε τρίτες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχοντας ως πρότυπο το μοντέλο της διμερούς συμφωνίας Ιταλίας και Αλβανίας, ζητούν με επιστολή τους προς την Κομισιόν 15 κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Κύπρος.
Η επιστολή εστάλη στις 15 Μαΐου και επικεφαλής αυτής της πρωτοβουλίας είναι Δανία και η Δημοκρατία της Τσεχίας. Την πρόταση συνυπογράφουν η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Τσεχική Δημοκρατία, η Δανία, η Φινλανδία, η Εσθονία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες, η Πολωνία και η Ρουμανία.
Η σημειολογία της αποστολής της συγκεκριμένης πρότασης έχει σημασία καθώς γίνεται μόλις μια ημέρα μετά την υιοθέτηση από την ΕΕ του νέου συμφώνου για το μεταναστευτικό και το άσυλο και λίγες εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή των Ευρωεκλογών (9 Ιουνίου) την ώρα που η ακροδεξιά φαίνεται να κερδίζει έδαφος ”πατώντας” στο μεταναστευτικό ζήτημα το οποίο ταλανίζει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Οι 15 θέλουν η ΕΕ να σκληρύνει το σύμφωνο για το άσυλο και τη μετανάστευση, το οποίο εισάγει αυστηρότερους συνοριακούς ελέγχους και επιδιώκει την επιτάχυνση της απέλασης των αιτούντων άσυλο που απορρίπτονται. Επιπλέον υποστηρίζουν τη δημιουργία μηχανισμών για τον εντοπισμό και την αναχαίτιση πλοίων μεταναστών, αλλά και τη διάσωση αυτών που θα ακολουθείται από τη μεταφορά τους ”σε προκαθορισμένο και ασφαλή τόπο σε χώρα εταίρο εκτός ΕΕ, όπου θα μπορούσαν να βρεθούν βιώσιμες λύσεις για τους μετανάστες αυτούς”.
Κληθείσα να σχολιάσει την επιστολή, η αρμόδια εκπρόσωπος της Κομισιόν, Ανίτα Χίπερ, επιβεβαίωσε πως η επιστολή ελήφθη, και πως η Κομισιόν θα αξιολογήσει τα όσα καταγράφονται σε αυτήν. Πρόσθεσε πως «όλη μας η δουλειά και η εστίαση επικεντρώνεται στην εφαρμογή του συμφώνου για την μετανάστευση και τον άσυλο». Τόνισε δε πως στη συγκεκριμένη συμφωνία προβλέπεται και μια «συνολική προσέγγιση» στο πλαίσιο της οποίας η Κομισιόν συνεργάζεται με χώρες - εταίρους.
Οι 15 χώρες δήλωσαν ότι επιθυμούν η ΕΕ να συνάπτει συμφωνίες με τρίτες χώρες κατά μήκος των κύριων μεταναστευτικών οδών, αναφέροντας το παράδειγμα της συμφωνίας με την Τουρκία το 2016 για την υποδοχή Σύρων προσφύγων που διαφεύγουν από τον πόλεμο.
Ακόμη προτείνουν να καταστεί ευκολότερο να στέλνονται οι αιτούντες άσυλο πίσω σε τρίτες χώρες για να εξεταστούν οι αιτήσεις τους. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, ένας μετανάστης που φτάνει στην ΕΕ μπορεί να σταλεί σε μια χώρα εκτός του μπλοκ όπου θα μπορούσε να έχει υποβάλει αίτηση ασύλου, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει επαρκής σύνδεση με την τρίτη χώρα. Αυτό αποκλείει ένα μοντέλο Ηνωμένου Βασιλείου/Ρουάντα σε αυτό το στάδιο. «Η εφαρμογή της έννοιας της “ασφαλούς τρίτης χώρας” στο ευρωπαϊκό δίκαιο ασύλου πρέπει να επανεκτιμηθεί», γράφουν.
Τα 15 κράτη μέλη καλούν την Κομισιόν και τους υπόλοιπους εταίρους να διερευνήσουν σχετικές λύσεις στο πλαίσιο του κεκτημένου της ΕΕ αλλά και να εξετάσουν την ανάγκη για τυχόν αλλαγές στην Οδηγία για τις Επιστροφές.
Επίση οι υπογράφοντες Υπουργοί ζητούν κατάλληλα και αποτελεσματικά εργαλεία και μέτρα ώστε τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να ενεργούν γρήγορα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού- όπως οι υβριδικές επιθέσεις που ενορχηστρώθηκαν πρόσφατα από τα καθεστώτα της Λευκορωσίας και της Ρωσίας - προκειμένου να διασφαλιστεί η εθνική ασφάλεια των κρατών μελών.
Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο που προβλέπεται για τις περιπτώσεις εργαλειοποίησης της μετανάστευσης, οι 15 χώρες ζητούν ενίσχυση των εργαλείων για αντιμετώπιση του φαινομένου ώστε τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να ενεργούν γρήγορα για την αντιμετώπιση τέτοιων πρακτικών, όπως αυτές που ενορχηστρώθηκαν πρόσφατα από τα καθεστώτα της Λευκορωσίας και της Ρωσίας όπως αναφέρεται. Παράλληλα τονίζεται η ανάγκη μέτρων για την αντιμετώπιση των παράνομων διακινητών.
Τέλος οι 15 χώρες επαναλαμβάνουν στην επιστολή ότι «όλα τα νέα μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται σε πλήρη συμμόρφωση με τις διεθνείς νομικές μας υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροώθησης».
Σημειώνεται ότι η Δανία, η οποία πρωτοστάτησε σε αυτή την πρωτοβουλία αναλαμβάνει την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2025, ακριβώς πριν την Προεδρία της Κύπρου (πρώτο εξάμηνο του 2026).
Ανεπίσημη μετάφραση της επιστολής
Κοινή επιστολή των υπογεγραμμένων υπουργών σχετικά με νέες λύσεις για την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης προς την Ευρώπη Ακολουθεί κοινή επιστολή των υπογεγραμμένων Υπουργών
Οι υπογράφοντες υπουργοί μοιράζονται την πεποίθηση ότι η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να εργάζεται για τη δημιουργία ενός δικαιότερου, πιο ανθρώπινου, βιώσιμου και αποτελεσματικού συστήματος ασύλου παγκοσμίως, με στόχο την πρόληψη και την αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης στις ρίζες της και κατά μήκος των μεταναστευτικών οδών, παρέχοντας παράλληλα επαρκή προστασία και καταφύγιο σε όσους το έχουν ανάγκη και προωθώντας την επιστροφή και την επανένταξη.
Δυστυχώς, απέχουμε πολύ από αυτόν τον στόχο. Οι τρέχουσες προκλήσεις όσον αφορά το σύστημα ασύλου και μετανάστευσης της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της απότομης αύξησης των παράτυπων αφίξεων, δεν είναι βιώσιμες. Η κεντρική μας ευθύνη και δέσμευση είναι να διατηρήσουμε τη σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή και να αποφύγουμε τον κίνδυνο πόλωσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και απώλειας της ενότητας στην οικογένεια των κρατών μελών της ΕΕ.
Επιπλέον, η συνεχιζόμενη πρόκληση της αντιμετώπισης των συνεπειών της παράτυπης μετανάστευσης προς την Ευρώπη εμποδίζει την ικανότητά μας να παρέχουμε καλύτερη προστασία και συνθήκες διαβίωσης σε περισσότερους πρόσφυγες και αναπτυξιακή βοήθεια στις περιοχές καταγωγής, όπου οι πιο ευάλωτοι και έχοντες ανάγκη διεθνούς προστασίας συχνά μένουν πίσω.
Οι χώρες κατά μήκος των μεταναστευτικών οδών διαδραματίζουν απαραίτητο ρόλο, φιλοξενώντας μεγάλο αριθμό προσφύγων. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της θα πρέπει να ενισχύσουν τη συμβολή τους σε ισότιμες, εποικοδομητικές και ευρείες εταιρικές σχέσεις με τις βασικές χώρες, ιδίως κατά μήκος των μεταναστευτικών οδών, αλλάζοντας την εστίασή μας από τη διαχείριση της παράτυπης μετανάστευσης στην Ευρώπη στη στήριξη των προσφύγων καθώς και των κοινοτήτων υποδοχής στις περιοχές καταγωγής. Το Σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο θα εξοπλίσει τα κράτη μέλη της ΕΕ με ένα ισχυρότερο νομικό πλαίσιο για τη διαχείριση των διαφόρων πτυχών της μετανάστευσης, μεταξύ άλλων με την ενίσχυση της ασφάλειας των εξωτερικών μας συνόρων και τη δημιουργία αποτελεσματικότερων διαδικασιών ασύλου.
Εάν επιθυμούμε να συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας για την αντιμετώπιση των φαινομένων εκείνων που οδηγούν σε παράτυπες μετακινήσεις και επικίνδυνα ταξίδια προς την Ευρώπη, απαιτούνται συμπληρωματικές προσπάθειες. Πιστεύουμε ότι για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών της παράτυπης μετανάστευσης και τη διαχείριση των μεταναστευτικών κινήσεων προς την ΕΕ, θα απαιτηθεί από όλους μας να σκεφτούμε έξω από τα συνηθισμένα και να βρούμε από κοινού νέους τρόπους αντιμετώπισης του ζητήματος αυτού σε επίπεδο ΕΕ.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, οι υπογράφοντες Υπουργοί καλούν την Επιτροπή -σε κοινή προσπάθεια με τα κράτη μέλη- να εντοπίσει, να επεξεργαστεί και να προτείνει νέους τρόπους και λύσεις για την πρόληψη της παράτυπης μετανάστευσης προς την Ευρώπη.
Πρώτα απ′ όλα, ενθαρρύνουμε τη δημιουργία ολοκληρωμένων, αμοιβαία επωφελών και βιώσιμων εταιρικών σχέσεων με τις βασικές χώρες-εταίρους κατά μήκος των μεταναστευτικών οδών.
Τέτοιες εταιρικές σχέσεις είναι απαραίτητες όχι μόνο για τη διαχείριση των παράτυπων μεταναστευτικών κινήσεων προς την Ευρώπη, αλλά και για να προσφέρουν στους μετανάστες μια εναλλακτική λύση αντί να θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο σε επικίνδυνα ταξίδια.
Θα πρέπει να διερευνηθούν διάφορες ιδέες για τη βελτιστοποίηση αυτών των εταιρικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων μοντέλων εμπνευσμένων από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας (και τον μηχανισμό 1:1) και το μνημόνιο συμφωνίας ΕΕ -Τυνησίας, καθώς και τη συνεργασία σε τακτικές διαδρομές σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τις εθνικές ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Επιπλέον, θα μπορούσαν να διερευνηθούν πιθανές ρυθμίσεις για τον τόπο ασφάλειας και των μηχανισμών διέλευσης εμπνευσμένες από τους υφιστάμενους μηχανισμούς επείγουσας διέλευσης, οι οποίοι θα αποσκοπούσαν στον εντοπισμό, την αναχαίτιση ή, σε περιπτώσεις κινδύνου, τη διάσωση μεταναστών στην ανοικτή θάλασσα και τη μεταφορά τους σε προκαθορισμένο τόπο ασφάλειας σε χώρα εταίρο εκτός ΕΕ, όπου θα μπορούσαν να βρεθούν βιώσιμες λύσεις για τους εν λόγω μετανάστες, βασιζόμενοι επίσης σε μοντέλα όπως το πρωτόκολλο Ιταλίας-Αλβανίας.
Επιπλέον, η επιστροφή όσων δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας αποτελεί εξίσου σημαντικό μέρος μιας απάντησης σε επίπεδο ΕΕ για τη διαχείριση της παράτυπης μετανάστευσης. Είναι ζωτικής σημασίας όσοι δεν έχουν δικαίωμα παραμονής στην ΕΕ τα κράτη μέλη να τους επιστρέφουν γρήγορα, όχι μόνο για να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές συνέπειες για τα κράτη μέλη από τη στέγαση απορριφθέντων αιτούντων άσυλο, αλλά και για να μειωθούν τα κίνητρα για όσους επιδιώκουν να εισέλθουν παράτυπα στην ΕΕ.
Ως εκ τούτου, ενθαρρύνουμε την ενίσχυση τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών πτυχών της επιστροφής, οδηγώντας σε μια αποτελεσματική πολιτική επιστροφής της ΕΕ.
Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση αποτελεσματικότερων συστημάτων επιστροφής στα κράτη μέλη της ΕΕ που εφαρμόζουν πλήρως τις αποφάσεις επιστροφής και την εξέταση της πιθανής συνεργασίας με τρίτες χώρες για μηχανισμούς κόμβων επιστροφής, όπου θα μπορούσαν να μεταφερθούν οι επαναπατριζόμενοι εν αναμονή της οριστικής απομάκρυνσής τους.
Όσον αφορά το τελευταίο, ενθαρρύνουμε τόσο την Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη να διερευνήσουν πιθανά μοντέλα στο πλαίσιο του ισχύοντος κεκτημένου της ΕΕ, καθώς και να εξετάσουν την πιθανή ανάγκη για αλλαγές στην οδηγία για την επιστροφή. Επιπλέον, προκειμένου να μειωθεί η συνολική πίεση στη διαχείριση της μετανάστευσης, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν σε αυτές τις χώρες τους αιτούντες άσυλο για τους οποίους υπάρχει ασφαλής εναλλακτική λύση τρίτης χώρας.
Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της έννοιας των ”ασφαλών τρίτων χωρών” στο δίκαιο της ΕΕ για το άσυλο θα πρέπει να επανεκτιμηθεί, με σκοπό τόσο τη λήψη συγκεκριμένων και άμεσων μέτρων με βάση το ισχύον κεκτημένο της ΕΕ, όσο και την επανεκτίμηση του νομικού πλαισίου, όπου είναι απαραίτητο, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων σύνδεσης κατά την προγραμματισμένη αναθεώρηση της έννοιας των ασφαλών τρίτων χωρών το 2025.
Η Επιτροπή ενθαρρύνεται επίσης να υποβάλει πρόταση για τον ορισμό χωρών ως ασφαλών τρίτων χωρών σε επίπεδο ΕΕ, όπως προβλέπεται στον νέο κανονισμό για τη διαδικασία ασύλου. Το Σύμφωνο και ο Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν παρέχουν για πρώτη φορά ένα νομικό πλαίσιο της ΕΕ για την εργαλειοποίηση της μετανάστευσης. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω ώστε να παρέχει μια ολοκληρωμένη απάντηση στις απειλές που θέτει η εργαλειοποίηση των μεταναστών στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, μεταξύ άλλων με τη μεταρρύθμιση ή τη συμπλήρωση των υφιστάμενων εργαλείων και μέτρων.
Οι υπογράφοντες Υπουργοί ζητούν κατάλληλα και αποτελεσματικά εργαλεία και μέτρα ώστε τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να ενεργούν γρήγορα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων εργαλειοποίησης - όπως οι υβριδικές επιθέσεις που ενορχηστρώθηκαν πρόσφατα από τα καθεστώτα της Λευκορωσίας και της Ρωσίας - προκειμένου να διασφαλιστεί η εθνική ασφάλεια των κρατών μελών. Τέλος, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους για να ενισχύσουν και να εντείνουν την καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών, μεταξύ άλλων με την επίτευξη συμφωνίας επί των νομοθετικών προτάσεων για την καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών που υπέβαλε η Επιτροπή.
Τα μέτρα αυτά απαιτούν ένα ευρύ φάσμα δράσεων και μακροπρόθεσμων προσπαθειών, καθώς και μια ολοκληρωμένη προσέγγιση τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα με την εστίασή μας στην παράτυπη μετανάστευση, πρέπει επίσης να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στην πολιτική μας για τις θεωρήσεις, καθώς πολλές αιτήσεις ασύλου στην ΕΕ υποβάλλονται από άτομα που προέρχονται από χώρες που απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης ή από άτομα με θεώρηση Σένγκεν.
Επαναλαμβάνουμε ότι όλα τα νέα μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται σε πλήρη συμμόρφωση με τις διεθνείς νομικές μας υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της μη επαναπροώθησης, καθώς και με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και το εφαρμοστέο δίκαιο της ΕΕ. Όπου απαιτείται, η Επιτροπή καλείται να προτείνει τις σχετικές στοχευμένες νομοθετικές αλλαγές που απαιτούνται για την εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων στο δίκαιο της Ένωσης.