Ελλάς-Γαλλία συμμαχία;

Περί συμμαχίων ανάλυση
puzzle with the national flag of French and Greece on wooden table
puzzle with the national flag of French and Greece on wooden table
studiocasper via Getty Images

Πολλές είναι οι προσδοκίες που εγείρονται για το αποτέλεσμα της επίσημης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στο Παρίσι, μετά και τις δηλώσεις του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, για το « κοινό όραμα» των δύο χωρών στο γεωπολιτικό (ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο, μετανάστευση) το οικονομικό (ανάπτυξη-επενδύσεις) και το πολιτικό (Ευρωπαϊκό) επίπεδο.

«Η Γαλλία υποστηρίζει την Ελλάδα, την Κύπρο σε σχέση με το σεβασμό των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων, καταδικάζοντας τις προκλήσεις της Τουρκίας ως προς τούτο. Επαναλάβαμε τις ανησυχίες μας. Καταδικάσαμε με σαφή τρόπο τη συμφωνία Τουρκίας- Λιβύης».

Τοιουτοτρόπως, αν και πληθαίνουν οι τίτλοι των δημοσιευμάτων που αναφέρονται σε μία Γάλλο-Ελληνική συμμαχία, η αλήθεια περιορίζεται στο να «Μιλάμε για βιομηχανική συνεργασία και για κοινές επιχειρήσεις στη θάλασσα και στην ξηρά» (Ε. Μακρόν) .

Στο πλαίσιο αυτό και με την υπόσχεση για μια επικείμενη στρατηγική εταιρική σχέση μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας στο πεδίο της ασφάλειας, το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν και σε πιο βαθμό η πραγμάτωσή της θα αποκρυσταλλώνονταν σε μια διμερή συμμαχία, λειτουργώντας αποτρεπτικά στις αναθεωρητικές αξιώσεις της Τουρκίας σε Αιγαίο και Κύπρο. Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, «προωθούμε ένα νέο πλαίσιο αμυντικής στρατηγικής».

«Εξακολουθούμε να μιλάμε με την Τουρκία, χτίζουμε διεθνείς συμμαχίες, ενισχύουμε την αποτρεπτική μας δύναμη. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Θα ήταν ανεπίτρεπτο αν δεν κάναμε και τα τρία».

Η σύναψη συμμαχιών μεταξύ κρατών αποτελεί μια πολιτική για την πρόσκτηση ετερόφωτων πηγών ισχύος με αντικειμενικό στόχο της προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας του εκάστοτε κράτους. Ως «κοινότητες συμφερόντων, που καλούν για κοινές πολιτικές και δράσεις» (Hans Morgenthau, Η πολιτική μεταξύ των Εθνών, σ. 269), δεν αντικατοπτρίζονται μόνο ως εργαλεία ελέγχου μιας επικείμενης κρίσης ή ως μέσα διεξαγωγής μιας ένοπλης σύρραξης, αλλά και ως πυλώνες μιας ευρύτερης πολιτικής στρατηγικής με αντικειμενικό σκοπό την αποφυγή ανάπτυξης ανισομερών συσχετισμών ισχύος εντός του διεθνούς συστήματος.

Οι συμμαχίες είναι τυπικές ή άτυπες συμφωνίες μεταξύ δύο η περισσοτέρων κρατών για συνεργασία σε θέματα ασφάλειας. Είτε ως τυπικές συμφωνίες, είτε ως συμβόλαια ανέσεων-ευκολιών που δεσμεύουν τα κράτη-μέλη στην πολιτικοστρατιωτική τους συνεργασία για την ανάσχεση κοινών εξωτερικών απειλών, εδράζονται στην ταύτιση των κρατικών συμφερόντων και στις πολιτικές στρατηγικές και δράσεις που τα εξυπηρετούν.

Αναλυτικότερα στις διακρατικές σχέσεις αναφύονται τρεις κατηγορίες τυπικών συμμαχιών:

α) Άνιση, διμερής συμμαχία μεταξύ κρατών διαφορετικής βαθμίδας θέσης- ισχύος.

β) Ισότιμη διμερής συμμαχία, μεταξύ κρατών της ίδιας ιεραρχικής κλίμακας.

γ) Πολυμερής συμμαχία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ΝΑΤΟ.

Ο κύριος λόγος για την ανάπτυξη διακρατικών συμμαχιών είναι η κοινή αντίληψη περί απειλής και το αίσθημα του φόβου-αβεβαιότητας. Όπως παρατηρεί ο Kenneth Waltz :

« οι συμμαχίες δημιουργούνται από τα κράτη που έχουν ορισμένα κοινά συμφέροντα. Το κοινό τους συμφέρον, είναι συνήθως αρνητικό, ο φόβος των άλλων κρατών».

Η επιτυχία ή η αποτυχία της εξαρτάται από τον τρόπο συντήρησης-διατήρησής της. Δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο μεταφράζει τα κοινά συμφέροντα-στόχους, που συνενώνουν τα μέλη της, σε αποτελεσματικές επιχειρησιακές πολιτικές. Η ευκολία που μπορεί να επιτευχθεί η ώσμωση των ετερογενών πολιτικών συμφερόντων, στόχων και των κοινών απειλών σε ομότροπες κοινές επιχειρησιακές δράσεις συνωθείται από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων (Μάρκος Τρούλης, Αμερικανοτουρκικές σχέσεις, σ. 65-75), εκ των οποίων άλλοι συνδέονται με τα γενικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος (π.χ. την κατανομή ισχύος) και άλλοι με τα κρατικά συμφέροντα (ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά, στρατηγικά). Επίσης, για να καταστεί λειτουργική μια συμμαχία, δηλαδή να συντονίσει τις γενικές πολιτικές-στόχους των κρατών μελών, τα τελευταία, πρέπει «να συμφωνήσουν όχι μόνο επί των γενικών στόχων αλλά και επί των πολιτικών και των μέτρων». (Hans Morgenthau, Η πολιτική μεταξύ των Εθνών, σ. 274).

Ακολούθως τα οφέλη που δύναται να αποκομίσει ένα λιγότερο ισχυρό κράτος, συμμαχώντας με ένα ή περισσότερα κράτη διαφορετικής βαθμίδας ισχύος, είναι :

α) στρατιωτική ισχύ, την οποία δανείζεται από τα υπόλοιπα κράτη και μπορεί να την χρησιμοποιήσει για την ενίσχυση της άμυνας ή της αποτρεπτικής του ικανότητας,

β) οικονομική ισχύ, αφού μπορεί να μειώσει τις αμυντικές του δαπάνες, απολαμβάνοντας την αμυντική προστασία που του παρέχεται,

γ) πολιτικοδιπλωματική ισχύ, εάν και εφόσον δύναται να κατευθύνει την εξωτερική πολιτική ενός ή περισσοτέρων από τους συμμάχους του, προς μια ευνοϊκή προς αυτό κατεύθυνση ή να χρησιμοποιήσει τη συμμαχία σαν διαπραγματευτικό όπλο έναντι του αντιπάλου του.

Συνακόλουθα, η δυνατότητα ενός λιγότερου ισχυρού κράτους για την άσκηση επιρροής στην εξωτερική πολιτική μιας φιλικά προσκείμενης μεγάλης δύναμης, συναρτάται από τη διπλωματική ικανότητα της πολιτικής του γραφειοκρατίας να συναλλάσετε σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ανταλλακτικών σχέσεων με τις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις, συνάπτοντας πολιτικοστρατηγικούς δεσμούς αμοιβαίας εξάρτησης, αξιοποιώντας τα συγκριτικά γεωπολιτικά-γεωστρατηγικά του πλεονεκτήματα.

Όπως χαρακτηριστικά προσημειώνει ο Ελβετοαμερικανός πολιτικός επιστήμονας, Arnold Wolfers, για το παράδοξο της «ισχύος του αδύναμου»:

Πρόκειται για την απλή πεποίθηση μιας μεγάλης δύναμης ότι θα υποστεί κόστος, λόγω αλλαγής στο ισοζύγιο της ισορροπίας ισχύος, εάν μια αδύναμη, αλλά σύμμαχος χώρα, μετακινηθεί προς το αντίπαλο στρατόπεδο ή επιλέξει να υιοθετήσει-εφαρμόσει πολιτική ουδετερότητας. Στην εν λόγω περίπτωση, ο αδύναμος αποκτά ένα μικρό, αλλά ουσιαστικό, καταναγκαστικό «περιουσιακό στοιχείο», ικανό για να εκμαιεύσει οφέλη από τον ισχυρό. Παρεπόμενα, το μέγεθος της στρατηγικής επένδυσης της υπερδύναμης στον λιγότερο ισχυρό σύμμαχο, αποτελεί την ικανή-αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη μιας πελατειακής-ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ ισχυρού-λιγότερου ισχυρού κράτους, υπό την απειλή της «τυραννίας του αδύναμου».

Όπως προδηλώνεται σε έκθεση του διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) των ΗΠΑ (1987), υπάρχει ένα αέναο συμφέρον της Ουάσιγκτον για τη διατήρηση στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα, απόρροια της γεωγραφικής της θέσης, η οποία την καθιστά μια ιδανική τοποθεσία για προβολή αεροπορικής ισχύος και αερομεταφορά φορτίων και προσωπικού προς την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοδυτική Ασία καθώς και για ναυτικές επιχειρήσεις προς την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.

Εν κατακλείδι, η σύναψη συμμαχιών, ως πολιτική επιλογή για την εξυπηρέτηση των ζωτικών συμφερόντων και πολιτικών στόχων ενός λιγότερου ισχυρού κράτους, επιτάσσεται να συνεκτιμάται στα πλαίσια ορθολογικών υπολογισμών κόστους-οφέλους, λαμβάνοντας υπόψη την ισορροπία ισχύος εντός του διεθνούς συστήματος, σε συνάρτηση με τα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων που προάγονται από το συγκριτικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα του λιγότερου ισχυρού κράτους.

Δημοφιλή