Οι Έλληνες, στην Ελλάδα και την Κύπρο, αποτελούν την πρώτη γραμμή, ή μάλλον το σύνορο μεταξύ δυτικής Ευρώπης και ισλαμικής Ανατολής, με την επιπλέον επιβαρυντική συνθήκη ότι αυτή η ισλαμική Ανατολή εκπροσωπείται από την Τουρκία, μια χώρα που δεν υπήρξε αποικία του δυτικού κόσμου αλλά μια επεκτατική ιμπεριαλιστική χώρα.
Άλλωστε, η επέκταση των Τούρκων, από το 1071 και τη μάχη του Μαντζικέρτ, θα πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν σε βάρος των Ελλήνων: ελληνισμός και τουρκισμός αποτελούν το αρχέτυπο μιας ιστορικής αντίθεσης, χωρίς ίσως προηγούμενο ως προς την ένταση και τη διάρκειά της.
Και εδώ και πενήντα χρόνια περίπου, μετά την εισβολή στην Κύπρο, η Τουρκία θα επανεμφανιστεί στο προσκήνιο των γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο όχι πλέον ως η αποσυντιθέμενη οθωμανική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα αλλά ως ένας ανανεωμένος και επιθετικός τουρκικός εθνικισμός. (Βλ. Άγγελος Συρίγος, Ελληνοτουρκικές σχέσεις.)
Εντούτοις, επί δεκαετίες, στη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, κυρίαρχο αφήγημα της Αριστεράς, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, που δεν επιθυμούσε να διαταράξει τη μεταπολιτευτική ευωχία της, υπήρξε το αφήγημα του «υποκινούμενου» από τη Δύση «τουρκικού επεκτατισμού»: πίσω από την Τουρκία «κρύβονταν» οι Αμερικανοί που υποδαύλιζαν την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, παραβλέποντας το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα στρεφόταν ενάντια στα ίδια τα συμφέροντα των Αμερικανών.
Η απάντηση βέβαια, όπως αποδέχθηκαν σχεδόν όλοι μετά το 2020, ήταν πολύ πιο απλή: ο βασικός «υποκινητής» του τουρκικού επεκτατισμού είναι το ίδιο το τουρκικό κράτος. Όλες οι δυνάμεις των τουρκικών αρχουσών τάξεων, τόσο ο κρατικός καπιταλισμός και ο στρατός όσο και το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο, τόσο οι ισλαμιστές όσο και οι «κοσμικοί», έχουν μια καταπληκτική σύμπτωση απόψεων σε σχέση με την άσκηση επεκτατικών πιέσεων ενάντια στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Παρά τις κομματικές αντιπαραθέσεις και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα υπάρχει απόλυτη συνέχεια ανάμεσα στις δύο τάσεις. Απλώς εκπροσωπούν διαφορετικές φάσεις της νεότερης τουρκικής ιστορίας από το 1923 και στο εξής. Η Τουρκία του Κεμάλ επιχείρησε να ενσωματώσει στον τουρκισμό και σε ένα τουρκικό εθνικό κράτος όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας, μετά την εθνοκάθαρση και την εκδίωξη των χριστιανικών πληθυσμών. Δηλαδή, ο Κεμάλ οικοδομούσε ένα «κοσμικό κράτος» με προϋπόθεση όμως τη μουσουλμανική ταυτότητα των Τούρκων πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο το κεμαλικό κράτος προσπάθησε να ενσωματώσει τις μουσουλμανικές εθνικές ομάδες, Λαζούς τσερκέζους, Άραβες και προπαντός τους Κούρδους.
Όμως αυτό το εγχείρημα προσέκρουσε στη σημαντικότερη εθνική ομάδα, τους Κούρδους, οι οποίοι μάλιστα, κατά την περίοδο ενός σχετικού εκδημοκρατισμού υπό τη διακυβέρνηση Ετσεβίτ, στη δεκαετία 70, ξεκίνησαν και ένοπλο αγώνα υπό τον Οτσαλάν και το ΡΚΚ.
Στο εξής, το ίδιο το κεμαλικό πολιτικό σύστημα –μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980– θα χρησιμοποιεί τον ισλαμισμό σε μια έσχατη απόπειρα ενσωμάτωσης των Κούρδων, καθώς είχε αποτύχει η απορρόφησή τους από τον τουρκισμό. Τότε θα δημιουργηθούν, σε μαζική κλίμακα, ισλαμικά σχολεία και οργανώσεις ενώ τον δρόμο του «ισλαμοκεμαλισμού» θα ακολουθήσει ο πραγματικός αρχιτέκτονας της νέας Τουρκίας, ο πρόεδρος Οζάλ, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και θα ακολουθήσουν ο Ερμπακάν και ο Ερντογάν που θα μεταβάλουν το πολιτικό ισλάμ στην κυρίαρχη δύναμη της Τουρκίας.
Στη συνέχεια, όταν ο ισλαμισμός θα καταστεί παγκόσμιο κίνημα και θα καταρρεύσουν οι γειτονικές χώρες, η τουρκική εκδοχή του ισλαμισμού, στηριγμένη αρχικώς στα διεθνή δίκτυα του Φετουλάχ Γκιουλέν, θα καταστεί και «εξαγώγιμο» προϊόν.
Άλλωστε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η αποσύνθεση του αραβικού κόσμου, με τη διάλυση του Ιράκ και της Συρίας, η αποτυχία της Αιγύπτου και της Αλ Φατάχ στην Παλαιστίνη καθώς και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας θα προσφέρουν ένα πολύ ευρύτερο πεδίο στις τουρκικές φιλοδοξίες: το πεδίο των Βαλκανίων, της Κεντρικής Ασίας, του Καυκάσου και του αραβικού κόσμου – κατ’ επέκταση του μουσουλμανικού κόσμου στο σύνολό του. Και το κύριο πρόσκομμα στην ολοκλήρωση του νεο-οθωμανικού σχεδίου παραμένουν οι Έλληνες του ελλαδικού κράτους και της Κύπρου, που «εμποδίζουν» την τουρκική επέκταση στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτά τα πλαίσια άλλωστε και το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα μεταβάλλεται σε ένα ακόμα όπλο της Τουρκίας, όπως καταδεικνύεται από την αδιάκοπη προσπάθειά της να ενισχύσει την παρουσία μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ελλάδα.
Μέχρις ότου, λοιπόν, και εφόσον υποχωρήσει το ισλαμικό κύμα και πραγματοποιηθεί ο εντελώς αβέβαιος σήμερα εκδημοκρατισμός της Τουρκίας –ο οποίος έχει ως πρωταρχική προϋπόθεση την αυτοδιάθεση των κουρδικών πληθυσμών–, η Ελλάδα είναι «καταδικασμένη» να ακολουθήσει μια πολιτική διατήρησης της εθνικής και πληθυσμιακής της συνοχής: ενίσχυση της δημογραφίας της και της παραγωγικής και αμυντικής της ισχύος, ώστε να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα. Τωόντι, σε αυτόν τον αιώνα θα κριθεί αν θα συνεχίσει να υπάρχει ως ένα αυτόνομο, πολιτισμικά, πολιτικά και πολιτειακά, υποκείμενο ή θα μεταβληθεί σε ένα πέρασμα μεταξύ της ισλαμικής Ανατολής και μιας πολιορκούμενης Δύσης.
***
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, 1821-2021: Ρέκβιεμ ή Αναγέννηση; (Εναλλακτικές Εκδόσεις).
Το βιβλίο παρουσιάζεται την Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021 στις 19.00,στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό (πλ. Καρύτση 8).
Θα μιλήσουν:
Βασίλης Κωνσταντινόπουλος, Πρόεδρος Φ. Σ. Παρνασσός
Σταύρος Λυγερός, Δημοσιογράφος
Μελέτης Μελετόπουλος, Δρ. Ιστορίας
Άγγελος Συρίγος, Υφυπουργός Παιδείας
και ο συγγραφέας του βιβλίου Γιώργος Καραμπελιάς
συντονιστής: Λάμπρος Καλαρρύτης, Δημοσιογράφος